ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΗ, δεν με συγκινούσαν ιδιαίτερα οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Φαντάσου ότι μεγάλωσα στο ίδιο δωμάτιο με έναν λούτρινο Μίσα που μου είχε φέρει δώρο η νονά μου η Λούσυ, η κοσμογυρισμένη, από τους αγώνες που έγιναν στη Μόσχα το 1980, κι εγώ πολύ αργότερα κατάλαβα ότι αυτό το δώρο δεν ήταν απλώς ένα teddy bear αλλά μια από τις πιο πετυχημένες ολυμπιακές μασκότ.
Αυτό, ένα μενταγιόν με το σήμα των Ολυμπιακών και ένα Ford Fiesta του ’75 ήταν όσα κληρονόμησα από τη Λουσίτσα, και το μόνο που έχω ακόμα είναι το μενταγιόν με τους πέντε κύκλους της Ολυμπιάδας.
Ακόμα και το 2004 που οι αγώνες έγιναν στην Ελλάδα, δεν νομίζω ότι συγκινήθηκα ιδιαίτερα. Τελείωνα το μεταπτυχιακό μου και ήμουν πολύ απασχολημένη με την αλαζονική νεότητα που με έκανε να νιώθω περήφανη γιατί διάλεξα ένα αντικείμενο δίχως επαγγελματικό αντίκρισμα («Ψυχολογία της Επικοινωνίας» my ass!) και αρκετά δυνατή για να σνομπάρω ακόμα και το αυτάρεσκο χαμόγελο της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη που εκείνη τη χρονιά βρισκόταν παντού μπροστά μας.
Αν και ο αθλητισμός έχει πέσει από το βάθρο της υψηλής αξίας με τόσες ιστορίες κακοποίησης, παρενόχλησης και διάκρισης πίσω από τις κλειστές πόρτες των προπονήσεων, οι Ολυμπιακοί παραμένουν ένα γεγονός που κάνει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να χαζεύουν την ίδια ώρα τα αγωνίσματα, να θαυμάζουν τους κορυφαίους αθλητές και να πωρώνονται έστω και λίγο για την επίδοση των δικών τους εθνικών πρωταθλητών.
Δεν με ενδιέφεραν ούτε οι φήμες ότι έρχονται δύσκολα χρόνια, αφού ήμουν σίγουρη ότι ο κόσμος ανοίγεται μπροστά μου κι εγώ δεν χρειάζεται καν να χτυπήσω την πόρτα του. Τόσο αφελής και ανυποψίαστη. Είδα την τελετή έναρξης κάνοντας διακοπές στην Κεφαλονιά και χρόνια αργότερα ένιωσα αναδρομικά όλη την ανατριχίλα των συμβολισμών του Παπαϊωάννου που τότε δεν είχα καμία διάθεση να αντιληφθώ στο βάθος τους.
Ύστερα ήρθε η ενηλικίωση, η ματαίωση και η πραγματικότητα, και πλέον μπορώ να πω ότι με παρηγορεί εξαιρετικά η σκέψη πως κάποιο ψήγμα από αυτό που λέμε συλλογικό ασυνείδητο σηκώνεται από την αφάνειά του με το που ξεκινούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αν και ο αθλητισμός έχει πέσει από το βάθρο της υψηλής αξίας με τόσες ιστορίες κακοποίησης, παρενόχλησης και διάκρισης πίσω από τις κλειστές πόρτες των προπονήσεων, οι Ολυμπιακοί παραμένουν ένα γεγονός που κάνει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να χαζεύουν την ίδια ώρα τα αγωνίσματα, να θαυμάζουν τους κορυφαίους αθλητές και να πωρώνονται έστω και λίγο για την επίδοση των δικών τους εθνικών πρωταθλητών. Κι αυτό είναι μια γείωση που κάνει καλό.
Είναι όπως συμβαίνει κάθε φορά που ταξιδεύεις στο εξωτερικό και αντιλαμβάνεσαι πόσο μικρός είσαι μέσα στο όλον του κόσμου. Προσωπικά απολαμβάνω να παρατηρώ την καθημερινότητα των ανθρώπων σε κάθε χώρα και να σκέφτομαι ότι αυτοί θα συνεχίσουν την καθημερινότητά τους ακόμα κι όταν εγώ θα επιστρέψω στη δική μου.
Θα ζούμε μακριά, αλλά θα είμαστε κομμάτι του ίδιου κόσμου που γυρίζει ό,τι κι αν συμβεί. Κάπως έτσι ένα μεγάλο γεγονός σε κάνει να νιώθεις ότι ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από το δικό σου μικροσύμπαν και είναι κάπως όμορφο να αισθάνεσαι ότι την ίδια στιγμή εκατομμύρια μάτια είναι στραμμένα μαζί με τα δικά σου στο ίδιο θέαμα – κυρίως επειδή αυτό το θέαμα δεν είναι μια βόμβα που πέφτει πάνω σε ένα χωριό με αμάχους.
Τώρα που είπα αμάχους. Η μεγάλη αξία των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η σύνδεσή τους με μια περίοδο εκεχειρίας και ειρήνης σε όλο τον τότε ελλαδικό χώρο. Αυτό ίσως είναι το μοναδικό −και ταυτόχρονα το πιο σημαντικό στοιχείο− που κάνει τη σύγχρονη μορφή τους να περιβάλλεται από μικρή δόση υποκρισίας. Γιατί ναι, ωραίο το συλλογικό ασυνείδητο, εκτός κι αν μετατρέπεται σε ασυνείδητη συλλογικότητα.
Και για να μιλήσω στη γλώσσα των λατρεμένων μου Γάλλων, «Le ciel bleu sur nous peut s'effondrer / et la Terre peut bien s'écrouler / peu m'importe / si tu m'aimes». Ο «Ύμνος στην Αγάπη» της Εντίθ Πιαφ που τραγούδησε η Σελίν ήταν μια συγκλονιστική στιγμή που μας έκανε να συγκινηθούμε με ένα αόρατο δέσιμο σε όλο τον κόσμο. Κρίμα που κάποιοι δεν μπόρεσαν να τη δουν, απασχολημένοι με το να προσπαθούν να σωθούν αυτοί και τα παιδιά τους.