ΤΟ PROMO ΒΙΝΤΕΟ για το πολυσυζητημένο νέο άλμπουμ του ΛΕΞ «G.T.K.» («Γ.Τ.Κ», «Για την κουλτούρα») κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα, κάνοντας αίσθηση. Πέρα από το προφανές, πως κάθε δίσκος του ράπερ-φαινομένου ΛΕΞ πλέον είναι σπουδαίο γεγονός, και για έναν ακόμα λόγο: στο βίντεο που σκηνοθέτησε ο The Boy πρωταγωνιστούσαν οι κούκλες-χαρακτήρες από τις διάσημες παιδικές σειρές των ’80s «Φρουτοπία» και «Του Κουτιού τα Παραμύθια», δηλαδή οι κούκλες της οικογένειας Σοφιανού με τις οποίες μεγαλώσαμε και τις οποίες αγαπήσαμε όσοι ήμασταν παιδιά τη δεκαετία του 1980, έστω κι αν κάποιοι από εμάς τρόμαζαν στη θέα τους. Ήταν μια άλλη εποχή, μια άλλη τηλεόραση και μια άλλη χώρα τα ’80s, οπότε τους το συγχωρούσαμε.
Η θρυλική, λοιπόν, Φρουτοπία στο συγκεκριμένο βίντεο μοιάζει να έχει μεταφερθεί στον κόσμο των «Ταπεινών και πεινασμένων» του πρώτου άλμπουμ του ΛΕΞ, σε μίζερα σαλονάκια και στενά μπαλκόνια με άνεργους που παίζουν τάβλι, σε σπίτια με ξεφτισμένους σοβάδες και σπασμένα τζάμια στα παράθυρα και με μια διάχυτη θλίψη παντού. Και όλα ταίριαζαν με κάποιον τρόπο, όλα έδεναν με το τραγούδι του «Νυχτερίδες» που ακουγόταν, για μια Ελλάδα που «μες στον βυθό έχει πτώματα που με στοιχειώνουνε». Καμία παραπλανητική νοσταλγία για τα ’80s δεν θίχτηκε όταν ο Θάνος το κολοκυθάκι έκανε μια χειρονομία με το μεσαίο του δάχτυλο ή όταν οι μηχανόβιοι με τις μπαλακλάβες ήταν τελικά ο Σεβαστιανός, ο Φιόγκος, ο Ρούχλας και η Μελιά από «Του Κουτιού τα Παραμύθια».
Τα παιδιά της «Φρουτοπίας» είδαμε την ευημερία των ’80s και ’90s να καταρρέει πανηγυρικά και από το 2010 και μετά κληθήκαμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό που μας φόρτωσαν άλλοι. Ίσως και να ήμασταν η πιο μεταιχμιακή γενιά, από την άλλη, αυτή που έζησε στο πετσί της τη μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή.
Ήταν ένα αναπάντεχο αλλά τελικά τόσο ταιριαστό crossover αυτό της «Φρουτοπίας», της παιδικής σειράς που μεταδόθηκε για πρώτη φορά στην ΕΡΤ το 1985 και είναι μεταφορά του γνωστού κόμικ που δημιούργησαν το 1983 ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Ευγένιος Τριβιζάς και ο σκιτσογράφος Νίκος Μαρουλάκης. Η οικογένεια Σοφιανού με τις κούκλες της θα αναλάβει να το μεταφέρει στη μικρή οθόνη και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία, αν και δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ.
ΛΕΞ / ΓΤΚ (official video 4K)
Πόσο κοινό κτήμα είναι, ωστόσο, πως η ονειρεμένη «Φρουτοπία», ως η αναρχική πολιτεία των φρούτων ή μια άλλη ουτοπία, ήταν στην πραγματικότητα κατά βάση πολιτική σειρά, με πολλά κοινωνικοπολιτικά μηνύματα σε ένα δεύτερο επίπεδο; Αν και πρόκειται για άλλο είδος, δεν διαφέρει εδώ και τόσο από τη ραδιοφωνική «Λιλιπούπολη». Αντί για δήμαρχο Χαρχούδα, η Φρουτοπία έχει τον Αιμίλιο το μήλο, που προσπαθεί να γίνει πρωθυπουργός, όταν η εξουσία του Μανώλη του Μανάβη ανατρέπεται και οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη Φρουτοπία.
Η προεκλογική συγκέντρωσή του με συνθήματα όπως «Αιμίλιε, προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα» έμοιαζε πολύ σε παλμό με μια οποιαδήποτε προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής. Αλλά αν αφαιρέσουμε για λίγο από την ιστορία τα φρούτα, γιατί να μη σκεφτούμε πως όσοι ήμασταν παιδιά στα ’80s και βλέπαμε φανατικά τη σειρά παρακολουθούσαμε βλίτα, μαρούλια, κολοκύθια, κρεμμύδια και φραγκόσυκα να μας μιλούν για μια ιδανική αναρχική πολιτεία, όπου ο λαός των καταπιεσμένων φρούτων και λαχανικών εξεγείρεται, εξαφανίζει τον αυταρχικό τύραννο μανάβη και αναλαμβάνει την εξουσία;
Καταπιεσμένα φρούτα, όπως οι «Ταπεινοί και πεινασμένοι» για τους οποίους τραγουδούσε ο ΛΕΞ. Είχαν άραγε από πάντα κάτι δυσοίωνο οι κούκλες της «Φρουτοπίας» ή τώρα μόλις το αντιληφθήκαμε; Πάντως προσαρμόστηκαν εύκολα στο περιβάλλον των στίχων του ΛΕΞ που μιλούν για θλιβερές πόλεις και κλειστοφοβικές γειτονιές, για ανεργία, αφραγκία κα κακοπληρωμένες δουλειές, για τη μελαγχολία του περιθωρίου και για ανθρώπους που ομολογούν πως «κάποιες μέρες ζούμε, τις άλλες επιβιώνουμε».
Ήταν «μία, μόνο μία, η ονειρεμένη» δεκαετία του ’80 για όσους την έζησαν, αλλά τα παιδιά της «Φρουτοπίας» μεγάλωσαν. Οι τελευταίοι της GenX και οι πρώτοι από τη γενιά των Millennials έγιναν πια μεσήλικες ή βαδίζουν προς τα εκεί. Τα παιδιά της «Φρουτοπίας» είδαμε την ευημερία των ’80s και ’90s να καταρρέει πανηγυρικά και από το 2010 και μετά κληθήκαμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό που μας φόρτωσαν άλλοι. Ίσως και να ήμασταν η πιο μεταιχμιακή γενιά, από την άλλη, αυτή που έζησε στο πετσί της τη μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή.
Οι μεγαλύτεροι από μας έζησαν την ψηφιακή επανάσταση στην ωριμότητά τους, ενώ οι νεότεροι δεν πρόλαβαν αρκετή αναλογικότητα. Η γενιά του 2000 βρέθηκε ακριβώς στη μετάβαση. Όσοι ήμασταν 20άρηδες στα ’00s είδαμε τον κόσμο να αλλάζει ριζικά και ήμασταν έτοιμοι για τη νέα χιλιετία με όλα τα φώτα πάνω μας. Ήταν η γενιά που σε εκείνη την παλιά διαφήμιση των ’80s για το γάλα ΝΟΥΝΟΥ «θα έφτιαχνε τον κόσμο του 21ου αιώνα», «τον καλύτερο καινούργιο κόσμο».
ΛΕΞ/22.11 (official video)
Αυτή η γενιά είδε τη Φρουτοπία-Ουτοπία της να μετατρέπεται σε δυστοπία. Τα παιδιά της Φρουτοπίας έγιναν και μικροαστοί, παρόλο που το απεύχονταν. Τα παιδιά της Φρουτοπίας έγιναν σίγουρα θείοι που κάθονται με τη νεολαία, αλλά δεν αντιλαμβάνονται τον ΛΕΞ με τον τρόπο που εισπράττουν τους στίχους του οι νεότεροι. Δεν ζήσαμε καμία επανάσταση, όπως τα φρούτα στο παραμύθι του Τριβιζά, και η όποια πολιτικοποίησή μας γρήγορα ξεθύμανε σε απολιτίκ και μηδενιστικές θέσεις. Τα παιδιά της Φρουτοπίας στα «μίζερα» αλλά όχι απαραίτητα στενά σαλονάκια μας βολευτήκαμε άνετα και καταπίνουμε σαν χαπάκι που ηρεμεί την αμφισβήτηση των τραγουδιών του ΛΕΞ.
Γιατί ξαφνικά ο ΛΕΞ απέκτησε μαζικότητα και διείσδυση και σε πιο πλατιά κοινωνικά στρώματα και σε ένα πιο ευρύ κοινό, και αυτό είναι πια πολύ εμφανές στο «Γ.Τ.Κ.». Δεν αφορά πλέον μόνο τους ντελιβεράδες και τα παιδιά έξω από τα 24ωρα ή τα κορίτσια που δουλεύουν στα περίπτερα. Αλλά έτσι γίνεται πάντα. Αν καταφέρει κάποιος να γίνει «καλλιτέχνης κι εκφραστής μιας γενιάς», το επτασφράγιστο μυστικό διαρρέει και τότε σε ακούνε τα 15χρονα αλλά και οι γονείς τους.
Ειδικά αν καταφέρεις να μιλήσεις με τα τραγούδια σου αρκετά πειστικά και για την εποχή σου. Το κοινό διψά για τραγούδια που να περιγράφουν σε βάθος την εποχή και ο ΛΕΞ το κατάφερε. Η ραπ, εξάλλου, στιχουργικά έχει όλες τις προϋποθέσεις για να το πετύχει.
Υπάρχει ένα κοινό σημείο, όμως, όπου συγκλίνουν γενιές και τάξεις, προνομιούχοι και μη, στο βίντεο με τις κούκλες της «Φρουτοπίας»: στη θλίψη που τους διακρίνει. Μόνο που οι ελαφρώς ή αρκετά προνομιούχοι έχουν λιγότερα άλλοθι να πουν στον εαυτό τους για να δικαιολογηθούν γι’ αυτήν. Οι ιδεολογίες που ξέπεσαν, οι ψεύτικες υποσχέσεις του καταναλωτισμού που έγιναν μια φούσκα, οι απογοητεύσεις της αριστεράς, η άνοδος της ακροδεξιάς, το κράτος-εχθρός για τον πολίτη που σκοτώνει τα παιδιά του, η οικονομική κρίση που άγγιξε και τη μεσαία τάξη, που μέχρι τότε είχε πειστεί πως θα ζούσε καλύτερα από τους γονείς της, οι πληγές που άφησε πίσω της η δεκαετής κρίση, οι ψυχολογικές συνέπειες της πανδημίας, η μοναξιά, το κενό και η απουσία του άλλου που εκτινάχτηκαν στην ψηφιακή εποχή και πόσα άλλα ακόμα που ακόμα δεν είχαμε δει, όσο βρισκόμασταν στο ασφαλές και προστατευμένο περιβάλλον της Φρουτοπίας.
Ήμασταν η πρώτη γενιά που μεγάλωσε με έγχρωμες τηλεοπτικές εικόνες που αργότερα αντικαταστάθηκαν από οθόνες στα κινητά, η γενιά που πίστεψε πως θα ξεφύγει από τα μικροαστικά σαλονάκια των γονιών της αλλά παρέμεινε εκεί, με τη μόνη διαφορά πως τώρα έχει τη δυνατότητα, υπό το κράτος της νοσταλγίας, να παρακολουθεί τη «Φρουτοπία» στο ERTflix από μια τεράστια smart TV, χωρίς σεμεδάκια να τη στολίζουν αυτήν τη φορά. Η πρώτη γενιά που χωρίς να το καταλάβει είδε κούκλες να της μιλούν προφητικά για τα κούφια λόγια των κομμάτων και σήμερα αναγκάζεται να ακούσει από το στόμα ενός ράπερ το αδιέξοδό της: «Εγώ οδηγάω και κοιτάω όσα δεν μπόρεσαν να εκφράσουνε ποτέ/Με θλιμμένα μάτια πίσω απ’ τα φιμέ».
Τη θλίψη και τη μελαγχολία μας είδαμε στο βίντεο και τρομάξαμε, αυτήν τη φορά με τους εαυτούς μας και όχι με τις κούκλες. Έτσι ο ΛΕΞ έβαλε την ταφόπλακα και στις τελευταίες νοσταλγικές αναλαμπές και ψευδαισθήσεις της δεκαετίας του 1980 και σε μια παιδική ηλικία που υποσχόταν έναν καινούριο θαυμαστό κόσμο, αν και όχι για όλους: «Δεν μεγαλώσαμε όλοι ωραία με διακοπές τον χειμώνα/Με οικογενειακά τραπέζια και χρωματιστά σεντόνια/Τα παιδικά τους πάρτι είχαν άλλα μπαλόνια/Όλοι θέλουν φροντίδα και ας μεγαλώνουν στην Πρόνοια». Αλλά τελικά ας το παραδεχτούμε: «Όσοι μείναμε στη χώρα αυτή μετά το ’09/Μεγαλώσαμε και γίναμε η χειρότερη γενιά».