«ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ για τη Γαλλία (και την Ευρώπη)», τόνισε σε μια δραματική αποστροφή στο υπουργικό του συμβούλιο ο Εμανουέλ Μακρόν την περασμένη εβδομάδα και ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν δεκαπλασιαστεί τους τελευταίους έξι μήνες, προσθέτοντας ότι καλά θα κάνουν οι υπουργοί του να μην πουλάνε ψευδαισθήσεις στον λαό, κάνοντας έτσι μια σαφέστατη αιχμή στη λαϊκιστική αντιπολίτευση και σε όσους παραπλανούν τους πολίτες.
Μέσα στη δίνη της δικής μας δημόσιας συζήτησης που έχει περιοριστεί στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, μάλλον αδιαφορήσαμε για μια παραδοχή που σπανίως κάνουν οι πολιτικοί δημοσίως και που ενδεχομένως να σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής ειδικά για την ήπειρό μας. Μια παραδοχή που εν τέλει υποκρύπτει και άλλες, ανομολόγητες.
Παραδοχή πρώτη: H Ευρώπη έχει πάψει να αποτελεί το οικονομικό κέντρο του κόσμου ήδη από τη δεκαετία του ’70. Μπορεί η Γερμανία και η Αγγλία (που άλλωστε δεν ανήκει πλέον στην Ε.Ε.) να εξακολουθούν να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές στη βιομηχανία ή στις υπηρεσίες, δεν αρκούν ωστόσο από μόνες τους για να επαναφέρουν τη Γηραιά Ήπειρο στην κυρίαρχη θέση που κατείχε κάποτε παγκοσμίως. Έφθασε, μάλιστα, αυτή να είναι τόσο εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσία, που μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία βρέθηκε κατ’ ουσίαν να εκβιάζεται από έναν παρανοϊκό δικτάτορα, πιεζόμενη έντονα από τη διεθνή οικονομική κρίση που επακολούθησε (υψηλός πληθωρισμός, ύφεση, άνοδος επιτοκίων από την ΕΚΤ, τεράστια προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα κ.λπ.). Άλλωστε, η κρίση άγγιξε άμεσα και τη γερμανική οικονομία, που θεωρείται η ατμομηχανή της Ε.Ε. και μέχρι τώρα δεν είχε επηρεαστεί από την κρίση του ευρώ της προηγούμενης δεκαετίας.
Ως εκ τούτου, η Ευρώπη ενδέχεται να χάσει περαιτέρω θέσεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό έναντι των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ινδίας και άλλων αναδυόμενων και πιο δυναμικών οικονομιών του πλανήτη. Το υλικό επίπεδο ζωής των Ευρωπαίων όπως το γνωρίζαμε δεν πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένο.
Ποιο θα είναι λοιπόν το «κλειδί» για το μέλλον; Οι στιβαρές και σταθερά δυτικόφιλες (φιλοευρωπαϊκές και φιλονατοϊκές) ηγεσίες, η μεγάλη σωφροσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών, ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του κράτους και η θωράκιση της άμυνάς της, ο σεβασμός των δημόσιων θεσμών και η οικοδόμηση συναινέσεων του πολιτικού συστήματος γύρω από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως χώρα και ως Ε.Ε.
Παραδοχή δεύτερη: Tο ουκρανικό αποκάλυψε και τη στρατιωτική γύμνια των ευρωπαϊκών κρατών. Με το ΝΑΤΟ να έχει χάσει πριν από το ξέσπασμα του πολέμου μεγάλο μέρος της αξίας ύπαρξής του, η Ε.Ε. διατηρούσε την ψευδαίσθηση ότι από τη στιγμή που οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην ήπειρο αυτή αποτελούσαν αμετάκλητο παρελθόν, δεν είχε νόημα η επένδυση στην άμυνα. Τι άλλο μπορούσε να μας απειλήσει εκτός από κανέναν ισλαμιστή-μοναχικό λύκο που αναστάτωνε πότε-πότε με την παράνοιά του καμιά ευρωπαϊκή πρωτεύουσα; Τίποτε άλλο. Έτσι είχε υποβαθμιστεί και η γεωπολιτική σημασία της ευρωπαϊκής ηπείρου στην ύστερη περίοδο της pax americana.
Ο έμπρακτος ρωσικός αναθεωρητισμός που τείνει να αμφισβητήσει ολόκληρη τη μεταψυχροπολεμική ισορροπία στην ευρύτερη περιοχή κατέστησε μεν σαφές ότι η σχεδόν 80ετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν απλώς ένα σπάνιο ιστορικό διάλειμμα στη διαχρονική επεκτατική τάση των κρατών, αλλά η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί: η Ευρώπη παραμένει εξαρτημένη από τις ΗΠΑ στο εν λόγω ζήτημα, καθώς δεν κατέχει ούτε σοβαρό ευρωστρατό ούτε ενιαία εξωτερική πολιτική. Και όλα αυτά την ώρα που συνειδητοποιεί μάλλον καθυστερημένα ότι έχει απέναντί της μια μεσαιωνικού τύπου αυτοκρατορική δύναμη, της οποίας ο μιλιταρισμός και η επένδυση στη στρατιωτική δύναμη δεν είναι ακόμη βέβαιο πώς ακριβώς μπορούν να αντιμετωπιστούν από την ήπια ισχύ των ευρωπαϊκών δημοκρατιών.
Παραδοχή τρίτη: Ακόμα χειρότερα, η ουκρανική κρίση επηρεάζει και σε πολιτικό επίπεδο τις ήδη δοκιμαζόμενες δημοκρατίες μας. Το οικονομικό πρόβλημα και η γεωπολιτική αστάθεια που ανέκυψε έδωσαν την ευκαιρία να ενισχυθούν εκ νέου οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της αντίδρασης, ακροαριστερής και ακροδεξιάς, που τις είχαμε δει να υπονομεύουν τη σταθερότητα και στην κρίση του ευρώ ή στην πανδημία. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη δυνατότητα της ρωσικής προπαγάνδας να διεισδύει με ύπουλα και δόλια μέσα στους θεσμούς και στη δημόσια (ιδίως την ψηφιακή) σφαίρα των δημοκρατιών μας με σκοπό να καλλιεργεί τη συνωμοσιολογία, την ανορθολογικότητα, τον διχασμό και την τοξικότητα, το σκηνικό που στήνεται ενδέχεται, αν τα πράγματα συνεχίσουν να εξελίσσονται άσχημα, να αμφισβητήσει συνολικά τις δημοκρατικές, οικονομικές και δυτικιστικές βάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το είδαμε προσφάτως στην κυβερνητική αστάθεια που χαρακτηρίζει τη Γαλλία, την Ιταλία, εν μέρει και τη Φινλανδία (μέσω της αμφισβήτησης της νεαρής πρωθυπουργού της για καθαρά γελοίους λόγους), που έχει μάλιστα βιώσει βαρύ παρελθόν εξαιτίας της πολύχρονης ποδηγέτησής της από τη Μόσχα (φινλανδοποίηση). Κι έτσι, ενώ αντικειμενικά ζούμε στην περίοδο της μεγαλύτερης επέκτασης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών στην ιστορία της ανθρωπότητας, η απογοήτευση ενός μέρους της κοινωνίας από τη δημοκρατία ενισχύεται.
Παραδοχή τέταρτη και τελευταία: Η εποχή της γενικευμένης διακινδύνευσης και των αλλεπάλληλων κρίσεων παράγει υψηλούς βαθμούς κοινωνικής ανασφάλειας και άρα αδυναμία επένδυσης στο μέλλον ‒ αυτό είναι ίσως και η πιο απαισιόδοξη διαπίστωση. Διότι όλο το αφήγημα του Διαφωτισμού περί της προόδου βασιζόταν στην παραδοχή ότι το μέλλον θα είναι πάντα καλύτερο από το παρόν και ότι η κοινωνική κινητικότητα θα έχει, για τις νεότερες γενιές, σταθερά ανοδική κατεύθυνση. Είναι η πρώτη φορά από το Κραχ του ’29 και μετά που αυτό αμφισβητείται παντού στη Δύση.
Και η Ελλάδα; Είναι αρκετά παράδοξο, αλλά ο ιστορικός κύκλος που διανύει η χώρα είναι κατά έναν τρόπο αντίστροφος από των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Αφού ξεπέρασε τη βαριά ύφεση και το συνεπαγόμενο κύμα του λαϊκισμού επί μία δεκαετία, βίωσε τα τελευταία χρόνια σημαντική ανάπτυξη, ενίσχυση της διεθνοπολιτικής της θέσης, βελτίωση των υποδομών της, ψηφιοποίηση του κράτους της (σε βαθμό που αποτέλεσε πρότυπο για την υπόλοιπη Ευρώπη) και πολιτική σταθερότητα.
Ωστόσο, δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να αποφύγει τις εξωγενείς κρίσεις που την έπληξαν, όπως η πανδημία, η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από το ερντογανικό καθεστώς, ο τουρκικός αναθεωρητισμός και οψίμως η ενεργειακή κρίση. Εξού και η κοινή γνώμη ιεραρχεί ακριβώς αυτά ως τα μείζονα προβλήματα της χώρας, με την αντίστροφη μάλιστα σειρά.
Έτσι, παρά τη μάλλον εντυπωσιακή ανάκαμψή της, το τέλος της εποχής της αφθονίας και της αστόχαστης κατασπατάλησης των φυσικών, υλικών και, θα πρόσθετα, των ανθρώπινων πόρων (που μετανάστευσαν την περίοδο της χρεοκοπίας) ισχύει και πρέπει να ισχύει και για την Ελλάδα, μια έτσι κι αλλιώς μικρή χώρα που δεν νοείται να ζει ως ευρωπαϊκή εξαίρεση. Πόσο μάλλον που η υπονόμευση της σταθερότητάς της αποτελεί ευσεβή πόθο τόσο της Τουρκίας όσο και της Ρωσίας αυτό το διάστημα.
Ποιο θα είναι λοιπόν το «κλειδί» για το μέλλον; Οι στιβαρές και σταθερά δυτικόφιλες (φιλοευρωπαϊκές και φιλονατοϊκές) ηγεσίες, η μεγάλη σωφροσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών, ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του κράτους και η θωράκιση της άμυνάς της, ο σεβασμός των δημόσιων θεσμών και η οικοδόμηση συναινέσεων του πολιτικού συστήματος γύρω από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως χώρα και ως Ε.Ε.
Η ηπειρωτική Ευρώπη μπορεί να μην ορίζει τις τύχες του κόσμου όπως την εποχή της αποικιοκρατίας, και να πιέζεται από τον πόλεμο, παραμένει ωστόσο ο καλύτερος τόπος να ζει κανείς σήμερα, κυρίως αν ανήκει στα μεσαία και κατώτερα στρώματα, δηλαδή στο 90% του πληθυσμού. Εκείνο που καλούμαστε να υπερασπιστούμε όλοι οι Ευρωπαίοι δεν είναι μόνο ένα πρότυπο υλικής ζωής. Αυτό θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και των πανδημιών που θα μας πλήττουν συχνά εφεξής. Ακόμη και λιγότερο πλούσιοι, εκείνο που έχουμε να υπερασπιστούμε ‒δηλαδή η ελευθερία, η δημοκρατία και ο δυτικός τρόπος ζωής‒ αξίζει το μέγιστο των θυσιών. Διότι, όπως γράφει ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο», ευδαιμονία είναι η ελευθερία, και ελευθερία δεν είναι άλλο από την τόλμη να αντιμετωπίζεις τους εχθρούς σου.