ΚΑΘΩΣ ΕΚΠΝΕΕΙ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ το 2021, θα είχε νόημα ένας πρώτος απολογισμός για το τι άφησαν ως παρακαταθήκη οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Παρότι οι αναγκαστικοί περιορισμοί της πανδημίας δεν επέτρεψαν ασφαλώς πιο φιλόδοξα σχέδια για εντυπωσιακούς πανηγυρικούς, μένουν αρκετά που προκαλούν το ενδιαφέρον ή και ανοίγουν νέα παράθυρα αυτογνωσίας.
Κατά μία έννοια, άλλωστε, οι δυσκολίες της κρίσης και η εκ νέου νοηματοδότηση όσων αυτή επέφερε μάλλον ευνόησαν μια πιο στοχαστική ενατένιση της πορείας των δύο αιώνων του ελληνικού κράτους, και τούτο είναι εν τέλει ευτύχημα.
Οι εθνικές επέτειοι αφορούν, άλλωστε, πάντα το εκάστοτε παρόν, την ίδια ώρα που επιδιώκουν να σηματοδοτήσουν πράγματα για το μέλλον. Δηλαδή εγγράφονται στις ανάγκες και στις επιδιώξεις των συγκαιρινών κοινωνιών και εξουσιών, οι οποίες χρησιμοποιούν το ιστορικό παρελθόν προκειμένου να δώσουν την προοπτική που επιθυμούν στο μέλλον τους. Έτσι, οι νέες αφηγήσεις που προκύπτουν στη δημόσια ή στην επιστημονική ιστορία (αυτή η τελευταία ασφαλώς με μεγαλύτερη αυστηρότητα και μικρότερη εξάρτηση από τις διάφορες «μόδες» του συρμού), εκτός από το να συνομιλούν με τα γεγονότα του παρελθόντος, μας λένε πολλά και για το ποιοι θα θέλαμε να είμαστε σήμερα και πώς φαντασιωνόμαστε το κοινό μας «αύριο».
Το πρώτο συμπέρασμα είναι μεν ιστοριογραφικό, αλλά με ευρύτερο ενδιαφέρον. Με αφορμή την επέτειο, η μελέτη του 1821 γνώρισε ένα νέο, εντονότατο ενδιαφέρον, με πλήθος πρωτότυπων εκδόσεων ή επανεκδόσεων παλιότερων πηγών που είχαν πάψει να κυκλοφορούν. Έτσι, ενώ οι ιστοριογραφικές σπουδές είχαν γνωρίσει μια υπερπαραγωγή μελετών σχετικές με τη δεκαετία του 1940, με έμφαση στον Εμφύλιο, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα δημιουργείται μια νέα γενιά ερευνητών που επιφέρει μια ισορροπία στα ερευνητικά αντικείμενα.
Έχει αξία να επισημανθεί αυτό διότι η τόσο μεγάλη έμφαση στην «εμφυλιολογία» δεν ήταν ιδεολογικά ουδέτερη. Αποτύπωνε και ένα κοινωνικό ενδιαφέρον, στα όρια κάποτε της εμμονής, σε μια φάση του ελληνικού εικοστού αιώνα που ήταν μεν κρίσιμη, αλλά ήταν λάθος να θεωρείται ότι επικαθόριζε ολόκληρη την πρόσφατη ιστορία μας. Αντιθέτως, το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις απαρχές της συγκρότησης του εθνικού κράτους και της εθνικής μας κοινωνίας δείχνει μια διάθεση να σκάψουμε στα θεμέλια, εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεκίνησε το εντυπωσιακό αυτό συλλογικό μας ταξίδι.
Αν σε κάτι τελικά μας βοηθάει το παρελθόν, είναι από αυτή την αναμέτρηση να χαράξουμε και το μέλλον που μας αξίζει βάσει της μέχρι σήμερα διαδρομής μας.
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τις νέες αφηγήσεις περί 1821. Αυτό που προκύπτει ως γενική αίσθηση είναι ότι επρόκειτο για μια επανάσταση με πολυδιάστατο περιεχόμενο, πέρα από τα παραδεδομένα σχήματα περί «εθνεγερσίας». Ήταν ταυτόχρονα ένας πόλεμος της ανεξαρτησίας αλλά και μια εθνική και φιλελεύθερη επανάσταση, με τις ιδέες να παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με τις στρατηγικές των προσώπων και τους ανταγωνισμούς των διαφόρων ομάδων για την εξουσία, όπου κυρίως εστιάζαμε κάποτε.
Το ακόμη πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι επρόκειτο για ένα μείζον ευρωπαϊκό γεγονός, η απήχηση του οποίου μάλιστα ξεπερνούσε τα όρια ακόμη και της Γηραιάς Ηπείρου. Για λόγους γεωπολιτικούς αλλά και ιδεολογικούς, η επανάσταση αυτή μιας χούφτας κατσαπλιάδων συγκέντρωσε γρήγορα το ενδιαφέρον των δυτικών ελίτ, οι οποίες θα προέβαλλαν σε αυτήν τις δικές τους φαντασιώσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Αλλά όχι μόνο αυτό. Αποδεικνύεται ότι αυτοί οι αγράμματοι και ημιάγριοι φουστανελάδες είχαν και οι ίδιοι αρκετά καλή αίσθηση όσον αφορά τα μείζονα ευρωπαϊκά διακυβεύματα και συνομιλούσαν, έστω με τον δικό τους τρόπο, με τις κυρίαρχες ιδέες της εποχής.
Το τρίτο συμπέρασμα σχετίζεται με την τελευταία διαπίστωση, αλλά ξεφεύγει από τα όρια της Επανάστασης. Αφορά τη θέαση του ελληνικού κράτους σε ολόκληρο το ανάπτυγμα των δύο αιώνων της ανεξαρτησίας του. Πρώτα και κύρια φαίνεται να υποχωρούν τα παλιότερα ερμηνευτικά σχήματα περί ελληνικού εξαιρετισμού και παρακατιανού (underdog) έθνους. Αντιθέτως, η προοπτική της μακράς διάρκειας μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι το μικρό αυτό εθνικό κράτος, λόγω γεωπολιτικής θέσης, ιστορικών συγκυριών αλλά και φωτισμένων ελίτ, βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο σημαντικών διεθνών κρίσεων, συνδιαμορφώνοντας τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα η εικόνα του να απέχει πολύ από εκείνη ενός περιθωριακού ή αποτυχημένου κράτους.
Αν μιλάμε σήμερα για μια ιστορία επιτυχίας αναφορικά με τη συνολική πορεία του, δεν είναι από κάποια ανάγκη αυτοθαυμασμού αλλά από την τεκμηριωμένη διαπίστωση ότι τα εκάστοτε εθνικά του σχέδια, και αρκούντως πρωτοποριακά υπήρξαν και πολλά από αυτά τα έφερνε εις πέρας με αποτελεσματικότητα, ασφαλώς χωρίς να λείπουν και οι τραγικές αποτυχίες και τα μεγάλα δράματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σημερινές μας θεάσεις για το ιστορικό παρελθόν διαπλέκονται με όσα προκύπτουν για τη συλλογική μας αυτοσυνείδηση μετά από μια δεκαετία απανωτών κρίσεων, οικονομικών και υγειονομικών. Η ελληνική κοινωνία και οι κρατικοί της θεσμοί, που είχαν περιπέσει σε επικίνδυνη ακινησία για μια δεκαετία πριν από το 2010, υπέστησαν ένα γερό ταρακούνημα, το οποίο, μετά τις αρχικές παλινωδίες, έγινε αφορμή για μια επανεκκίνηση που δείχνει ήδη τα πρώτα της αποτελέσματα στην οικονομική ανάκαμψη, στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους (όπου συντελείται μια άλλη επανάσταση), στην ενίσχυση της γεωπολιτικής μας θέσης, στη σχετικά επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, εν τέλει στην αναβαθμισμένη αποκατάσταση της εικόνας της χώρας διεθνώς (και η φετινή τουριστική εκτόξευση ήταν μια τέτοια ψήφος εμπιστοσύνης).
Όπως και στα άτομα, η κρίση ταυτότητας στα νεωτερικά κράτη είναι εξαιρετικά χρήσιμη ανά περιόδους, διότι σε φέρνει ενώπιον του προβληματικού εαυτού σου και της αδυσώπητης πραγματικότητας.
Αν σε κάτι τελικά μας βοηθάει το παρελθόν, είναι από αυτή την αναμέτρηση να χαράξουμε και το μέλλον που μας αξίζει βάσει της μέχρι σήμερα διαδρομή μας. Και αυτή μας υπαγορεύει μια προοπτική στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, με ρεαλιστικά σχέδια που θα συνομιλούν δημιουργικά με τη σύγχρονη πρωτοπορία καθώς και με αυτοπεποίθηση στις δυνάμεις μας, χωρίς όμως την εθνική φιλαυτία, τη ναρκισσιστική εσωστρέφεια ή τον μιζεραμπιλισμό και τη μετάθεση ευθυνών αλλού, που συχνά μας έχει κάνει κακό στο παρελθόν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.