ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ένα συνοδευτικό στοιχείο της ζωής μας. Είναι συνθήκες που διασπούν την ομαλότητα, τη ρουτίνα και ό,τι προσλαμβάνεται ως κανονικότητα. Στη λογική των κρίσεων ανήκει το ότι αποτελούν «καταστάσεις εξαίρεσης», γι’ αυτό και λογίζονται ως εμπειρίες που έρχονται και παρέρχονται. Παρότι κάθε κρίση δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα και η μετά την κρίση συγκυρία θα διαφέρει από αυτήν που υπήρχε πριν, ως τέτοιες οι κρίσεις θεωρούνται διαχειρίσιμες και γίνονται αντιληπτές ως ένα είδος «daily business». Τα νεωτερικά υποκείμενα έχουμε, τρόπον τινά, εκπαιδευτεί στο να αντιμετωπίζουμε ρίσκα και κινδύνους που εκβάλλουν σε κρίσεις, ενώ τα συστήματα ασφάλειας με τα οποία είναι ως ένα σημείο θωρακισμένες οι σύγχρονες νεωτερικές κοινωνίες συμβάλλουν στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση των κρίσεων.
Παρότι οι κρίσεις είναι μια αναπότρεπτη πραγματικότητα την οποία έχουμε μάθει να βιώνουμε, η εμπειρία του να ζούμε μέσα σε κρίσεις ασταμάτητα αποτελεί μια δοκιμασία με απρόβλεπτο κοινωνικό και ψυχολογικό βάρος. Η αλληλοεπικάλυψη των κρίσεων, το να ερχόμαστε αντιμέτωποι με νέες εμπειρίες κρίσεις χωρίς να έχουμε ξεπεράσει τις παλιότερες, περιορίζει τη δυνατότητα επεξεργασίας του και υπερφορτώνει τα μέρη που τις αντιμετωπίζουν.
Η μετά την πανδημία περίοδος, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές αλλαγές και τις ψηφιακές καινοτομίες που έχουν συντελεστεί, διαμορφώνει συνθήκες που μπορεί να βαθύνουν το διαγενεακό χάσμα, για την αντιστροφή του οποίου χρειάζονται πρωτοβουλίες διαγενεακής αλληλεγγύης και αμοιβαίας υπευθυνότητας μεταξύ των διαφορετικών γενεών.
Το σερί των κρίσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας και η μακριά αλυσίδα της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία, της ενεργειακής και της κλιματικής κρίσης, καθώς και η αλληλεξάρτησή τους, το γεγονός δηλαδή ότι μια κρίση τροφοδοτεί κι άλλες –η πανδημία εξελίχθηκε σε οικονομική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία σε ενεργειακή κρίση και όλες μαζί σε μια ισχυρή ψυχολογική επιβάρυνση–, τείνει να αναδειχθεί σε μια «νέα κανονικότητα». Ωστόσο μια τέτοια διάσταση ανατρέπει ό,τι γνωρίζαμε και κατανοούσαμε ως καταστάσεις και φαινόμενα κρίσης. Με άλλα λόγια, είτε η κατανόηση των κρίσεων εδράζεται σε μια λογική «περιοδικότητας» και «κυκλικότητάς» τους είτε πρόκειται για μια λογική πρόσληψής τους ως «εξωγενών» πραγματικοτήτων, οι καταστάσεις κρίσης θεωρούνται διαλεκτικά υπερβάσιμες. Παρότι η έλευση μιας κρίσης συνοδεύεται από αμφισβήτηση των σχέσεων κυριαρχίας που μπορεί να επηρεάσει τις μορφές διακυβέρνησης, οι κρίσεις δεν είναι απαραίτητο να εξελιχθούν σε διαρθρωτικές και ένα μπλοκ εξουσίας μπορεί να κλυδωνιστεί αλλά να επιβιώσει από αυτή. Τι συμβαίνει όταν οι κρίσεις γίνονται μια «νέα κανονικότητα» και το σερί των κρίσεων ένα διαρκές σοκ χωρίς σαφή απόδοση υπαιτιότητας (blame attribution);
Ζώντας μέσα στη «νέα κανονικότητα» επάλληλων κρίσεων, το εκτόπισμα των οποίων υπερβαίνει εθνικά σύνορα και έχει μεγάλη –αν όχι παγκόσμια– διάχυση, οι διαχειριστές τους δοκιμάζονται ως προς την ικανότητα όχι της υπέρβασης της κρίσης συνολικά αλλά της διασφάλισης της λειτουργικότητας και ανθεκτικότητας επιμέρους περιοχών/πτυχών που επλήγησαν από αυτή. Μέσα στην έξαρση της κρίσης της πανδημίας είδαμε, επί παραδείγματι, να αυξάνεται η εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες και στους ειδικούς, ιδίως στην πρώτη φάση της εξάπλωσης του Covid-19, όταν ακόμη δεν υπήρχαν τα εμβόλια και οι κυβερνώντες αυτοσχεδίαζαν με την επιβολή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και καραντίνας. Το ίδιο συνέβαινε με τις επιχειρήσεις, τους χώρους εργασίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και το πεδίο της εκπαίδευσης επίσης, όταν κλήθηκαν να επιδείξουν συνέχεια στη δράση τους μέσα στην πανδημία, κουβαλώντας συγχρόνως αρκετό επιπλέον φορτίο από την οικονομική κρίση που προηγήθηκε, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα και την ικανότητα προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες.
Διαφορετικά διατυπωμένο, ενώ η αλυσίδα των κρίσεων επιβαρύνει θεσμούς, πεδία δράσης και συστήματα παραγωγής και διακυβέρνησης, καθιστά πιο θολή την υπαιτιότητα· ενώ τα παράπονα (grievances) πολλαπλασιάζονται μέσα σε αυτήν τη «νέα κανονικότητα» των αλλεπάλληλων κρίσεων, η απόδοση ευθυνών γίνεται πιο ασαφής. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα οι εμπλεκόμενοι στη διαχείριση να τιμωρούνται, να βολεύονται ή και να ανταμείβονται από τους φορείς των παραπόνων με τρόπο που ανταποκρίνεται στις ευρύτερες διαθέσεις και προτιμήσεις των τελευταίων. Πώς αυτές αναδιατάσσονται μέσα στη «νέα κανονικότητα» των συνεχών κρίσεων;
Kάτι που παρατηρείται εν μέσω κρίσεων είναι η αστάθεια των προτιμήσεων και η ρευστότητα, που επιτείνεται όσο μεγαλύτερη γίνεται η έκθεση στα media. Ιδίως στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, όσο πιο ενημερωμένος ήταν κάποιος τόσο πιο μεταβαλλόμενες εμφανίζονταν oι προτιμήσεις του (D. Boutin, L. Petifour & H. Megzari 2022). Όσον αφορά τις διαφορετικές γενιές, αυτές τοποθετούνται διαφορετικά εν μέσω κρίσεων. Ιδίως στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης οι millennials έχασαν ευκαιρίες που είχαν οι δύο προηγούμενες γενιές, γεγονός που πιθανώς να επιβεβαιώσει την εικασία ότι σε μια δεκαετία οι millennials θα αποτελούν μια «Gereration Rent» και θα είναι τρεις φορές πιο πιθανό να νοικιάζουν σπίτι σε σύγκριση με τους boomers, οι οποίοι επωφελήθηκαν από τις προσιτές τιμές κατοικίας προηγούμενων δεκαετιών (M. Kiefel 2019).
Οι millennials αισθάνονταν ριγμένοι μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ιδίως σε σχέση με τους boomers, που έκαναν τα πάντα για να διατηρήσουν τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους προνόμια σε βάρος των νέων. Στην Ελλάδα υπήρξε ένα αίσθημα εγκατάλειψης των νέων που στο ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης θεωρούσαν ότι έχουν χειρότερες προοπτικές ζωής από εκείνες των γονέων τους και των μεγαλύτερων ηλικιών (Metron Analysis 2012). Ένα αίσθημα διαγενεακής αδικίας και καθήλωσης των προοπτικών ζωής τροφοδοτεί τη δυσπιστία και τη δυσαρέσκεια για την καθιερωμένη πολιτική και τους πολιτικούς θεσμούς (V. Georgiadou & L. Rori 2013). Αυτό το αίσθημα διαγενεακής αδικίας εξακολουθεί με την ίδια αλλά και με την αντίστροφη φορά μέσα στην πανδημία: στους millennials έχει προσαφθεί ότι δεν πήραν στα σοβαρά την πανδημία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαχείριση της ευαλωτότητας των μεγαλύτερων γενεών, όμως και οι ίδιοι νιώθουν να έχουν παραμεριστεί ή και «θυσιαστεί» για χάρη της κρατικής και δημόσιας φροντίδας των ηλικιωμένων («The Guardian», 2/6/2021).
Υπάρχουν επιστήμονες που θεωρούν ότι μια νέα ένταση σιγοκαίει από αυτήν τον παρατεταμένο παραγκωνισμό των νέων, η οποία μπορεί να φουντώσει εν μέσω του πολέμου και των μέτρων εναντίον της Ρωσίας, κάτι που αποτελεί άλλη μια αφορμή για να μπει σε δεύτερη μοίρα η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, των εναλλακτικών πηγών ενέργειας και των προβλημάτων που περιβάλλοντος στα οποία δίνει μεγάλη έμφαση η λεγόμενη «Γενιά Γκρέτα» (Τούνμπεργκ), όπως εξηγεί ο Klaus Hurrelmann, ειδικός σε θέματα κοινωνικοποίησης και ανάλυσης συγκρούσεων ατόμου - κοινωνίας. Η μετά την πανδημία περίοδος, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές αλλαγές και τις ψηφιακές καινοτομίες που έχουν συντελεστεί, διαμορφώνει συνθήκες που μπορεί να βαθύνουν το διαγενεακό χάσμα, για την αντιστροφή του οποίου χρειάζονται πρωτοβουλίες διαγενεακής αλληλεγγύης και αμοιβαίας υπευθυνότητας μεταξύ των διαφορετικών γενεών.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.