Αριστερή μελαγχολία
Μία βιβλιοκριτική (στη Monde Diplomatique του Μαρτίου) και ένα απόσπασμα από το βιβλίο του
Enzo Traverso
"Το ευφυές αυτό δοκίμιο επιχειρεί να αναβιώσει μία κρυμμένη και διακριτική παράδοση, την παράδοση της "αριστερής μελαγχολίας". Η μνήμη των ηττών -καταστολή των "ημερών του Ιούνη" το 1848 και "αιματηρή εβδομάδα" του Μάη του 1871 στο Παρίσι, συντριβή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919- όπως και η αλληλεγγύη με τους ηττημένους εμποτίζουν σαν ένα αόρατο και υπόγειο ποτάμι την επαναστατική ιστορία παράλληλα με την ανάμνηση των θριάμβων. Στον αντίποδα της παραίτησης, το κόκκινο νήμα της μελαγχολίας αυτής διαπερνά την επαναστατική κουλτούρα από τον Auguste Blanqui μέχρι τις ταινίες των Chris Marker, Gillo Pontecorvo και Ken Loach, συνδέοντας τον Gustave Courbet με την Rosa Luxemburg. 'Ενα χτυπητό παράδειγμα της περιόδου που ακολούθησε την πτώση του τείχους του Βερολίνου : η "επαναστατική μελαγχολική" ανάγνωση των γραπτών του Walter Benjamin από τον φιλόσοφο-αγωνιστή Daniel Bensaϊd. Ο Enzo Traverso αποκαλύπτει με δύναμη όλη την ανατρεπτική και απελευθερωτική φόρτιση του πένθους."
Michael Loewy
Monde Diplomatique, Μάρτιος 2017.
Μνήμη του παρελθόντος
"Ο μαρξισμός γεννήθηκε και συγκροτήθηκε ιστορικά ταυτόχρονα σαν θεωρία που επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο, και σαν σχέδιο δράσης για τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου. Η μνήμη που μετέφερε ο μαρξισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον σκοπό αυτό. 'Ετσι, από τη στιγμή που αποκόπηκε από την ουτοπική του διάσταση, ο μαρξισμός έπαψε να δρα σαν φορέας μετάδοσης μιας ταξικής μνήμης, της μνήμης των χειραφετητικών αγώνων και των επαναστάσεων. Αναμφίβολα, η ουτοπία είναι ο κρυφός τροπισμός της μαρξιστικής θεώρησης της ιστορίας. Στο έργο του Μαρξ Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, η μνήμη αναφέρεται σαν "την παράδοση όλων των νεκρών γενεών", που "βαραίνει σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών". Η σύγχρονη επανάσταση που στρέφεται ενάντια στον καπιταλισμό, συνεχίζει ο Μαρξ, "δεν μπορεί να αντλήσει την ποιησή της από το παρελθόν, παρά μόνο από το μέλλον". Πρέπει "να αφήσει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους", και να απαλλαγεί από τις όποιες μνήμες κληροδότησε η οικουμενική ιστορία (οι οποίες είχαν τυφλώσει τους προγόνους τους), για να μπορέσει να προβάλλει τον εαυτό της στο μέλλον. Η μαρξιστική ιστοριογραφία ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από ένα ισχυρό τελεολογικό πειρασμό. Αξιωμά της ήταν ο κομμουνισμός ως τέλος, ως ύστατη στιγμή της ιστορίας, και η θεώρηση αυτή κατέληγε σε μια περιοδολόγηση της νεωτερικότητας, της οποίας τα στάδια σημαδεύονταν από την ανάμνηση των επαναστάσεων. Μία ευθεία γραμμή ένωνε το 1789 με το 1917, δια μέσου των επαναστάσεων του 1848 και της Παρισινής Κομμούνας. Μετά τον Οκτώβρη, η ανoδική καμπύλη που ενσωμάτωνε πλέον τις παγκόσμιες εμπειρίες χωριζόταν σε διάφορες γραμμές που περνούσαν από την Ευρώπη (η Αντίσταση το 1945, η Πορτογαλία το 1974), από τη Λατινική Αμερική (η Κούβα το 1958) και την Ασία (η Κίνα το 1949 και το Βιετνάμ το 1975). 'Ετσι, στη δεκαετία του '20, ο Albert Mathiez περιέγραφε τους μπολσεβίκους σαν τους θεματοφύλακες των Ιακωβίνων. Στις επόμενες δεκαετίες, ο Trotski και ο Isaac Deutscher ανέλυαν με τη σειρά τους τον σταλινισμό σύμφωνα με το μοντέλο του Θερμιδώρ και του Βοναπαρτισμού. 'Οπως και το '68, οι πρωταγωνιστές του Μάη πίστευαν πως είχαν ζήσει μία "γενική πρόβα", σαν την εξέγερση του Ιούλη του 1917 στο Πέτρογκραντ, ενώ βλέπουμε αργότερα, το 1971, έναν ιστορικό σαν τον Adolfo Gilly να περιγράφει την Κομμούνα της Μορέλος σαν το Μεξικό των Ζαπατιστών του 1915, στο φως της ρωσικής επανάστασης, κλπ.
Ο Eric Hobsbawm συνόψισε άριστα τον βαθύ πυρήνα της μαρξιστικής μνήμης, αναφερόμενος στα λόγια ενός άγγλου συνδικαλιστή, ο οποίος, στη δεκαετία του '30, απευθυνόταν ως εξής σε έναν συντηρητικό: "Η τάξη σας αντιπροσωπεύει το παρελθόν, η δική μου το μέλλον". Ιστοριογραφία και μνήμη ήταν επομένως αλληλένδετες, και τροφοδοτούσαν η μία την άλλη. Η μνήμη ήταν στραμμένη στο μέλλον, ήταν μία μνήμη για το μέλλον που ανήγγελλε τους επερχόμενους αγώνες. Βέβαια, η ανάμνηση των επαναστάσεων δεν περιοριζόταν στην ευτυχή στιγμή της χειραφέτησης που βιωνόταν σαν μια συλλογική δράση, επειδή περιλάμβανε ταυτόχρονα και την τραγωδία της ήττας τους. Στις πιο σκοτεινές μέρες του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσσία, τότε που η σοβιετική εξουσία απειλούνταν και η επανάσταση έμοιαζε καταδικασμένη, το φάντασμα της παρισινής Κομμούνας στοίχειωνε τους μπολσεβίκους. Μία νίκη της Λευκής Φρουράς θα είχε οδηγήσει σε μια σφαγή όμοια με την "ματωμένη βδομάδα" του Μάη του 1871, αλλά σε μία ασύγκριτα πιο πλατιά κλίμακα. Μία στρατιωτική δικτατορία των Λευκών, έγραψε ο Victor Serge στα απομνημονευματά του, φαινόταν σαν η πιο πιθανή κατάληξη, κάτι που σήμαινε για τους μπολσεβίκους "ή πως θα τους κρέμαγαν ή πως θα τους εκτελούσαν". Ωστόσο, μακριά από το να σπείρει την αποθάρρυνση και την αποστράτευση, η οξεία αυτή συνείδηση του κινδύνου αναζωπύρωσε το πνεύμα της αντίστασης. Μακροπρόθεσμα, η ιστορία θα τους δικαίωνε: "Εμείς, οι Κόκκινοι, παρά την πείνα, τα λάθη, ακόμη και τα εγκλήματα -βαδίζουμε προς την Πολιτεία του μέλλοντος".
Η σοσιαλιστική και κομμουνιστική ιστοριογραφία αναπαρήγαγε επί έναν αιώνα την τελεολογική αυτή θεώρηση της ιστορίας. Οι εικόνες της χαράχτηκαν στη μνήμη αρκετών γενεών αγωνιστών -από τους εργάτες ως τους διανοούμενους- σε σημείο να διαμορφώσουν το φαντασιακό τους. Λειτούργησαν σαν "υποσυνείδητα σημεία αναφοράς" ή σαν " φρουροί της σκέψης", σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Raphael Samuel, του οποίου η ανάλυση μπορεί να αποδειχτεί το ίδιο σημαντική όσο και η ερμηνεία των κειμένων. Η Τέταρτη Τάξη (1900) του Pellizza da Volpedo, ένας από τους πιο διάσημους πίνακες που εμπνεύστηκαν από το σοσιαλισμό πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, περιγράφει την πορεία της εργαζόμενης τάξης προς ένα φωτεινό μέλλον: η χειραφετητική πορεία της την απομακρύνει από το σκότος, το οποίο διακρίνεται καθαρά στο βάθος, εκεί απ' όπου ο δρόμος της ξεκίνησε (...)"
Enzo Traverso, Mélancolie de gauche. La force d'une tradition cachée (XIX-XXIe siècle)
Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυμμένης παράδοσης 19ος-20ος αι., Παρίσι, εκδ. La Découverte, 2016.
Μετφ. Σ.Σ. (από το περιοδικό Contretemps, revue de critique communiste).