Clément Chéroux
Bibliothèque nationale de France
Οι υπερρεαλιστές άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1920 να γοητεύονται από τις αντανακλάσεις στις βιτρίνες των καταστημάτων και το φαινόμενο της αντανάκλασης κυριάρχησε στις αναζητήσεις της πρωτοπορίας. Στο έργο του Paysan de Paris (Ο Παριζιάνος χωρικός) που εκδόθηκε το 1926, ο Louis Aragon αφιερώνει έτσι μερικές σελίδες για να περιγράψει τις οπτικές καραμπόλες που παράγονται από τις βιτρίνες των περασμάτων. Σε ένα άρθρο του 1928 με τίτλο Les spectacles de la rue (Τα θεάματα του δρόμου), ο Robert Desnos ασχολήθηκε κι αυτός με αυτές τις "παράξενες βιτρίνες", "πολυπληθέστερες στο Παρίσι από οπουδήποτε αλλού", όπου "η ζωή αντανακλάται εξωπραγματικά [...] με την όψη του ονείρου".
Την ίδια περίοδο, μερικοί φωτογράφοι που πρόσκεινται στην πρωτοπορία αρχίζουν να φωτογραφίζουν τις αντανακλάσεις στις βιτρίνες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένα από τα μανιφέστα της νέας φωτογραφίας, το Es kommt der neue fotograf του Werner Gräff προτρέπει μάλιστα τους αναγνώστες του να φωτογραφίζουν τις αντανακλάσεις
Η αντανάκλαση έχει γίνει πλέον μέρος της αισθητικής γκάμας της φωτογραφικής πρωτοπορίας. Στη δεκαετία του 1930, θα καταλήξει να γίνει ένα πραγματικό σύγχρονο λειτμότιβ. Οι Berenice Abbott, Henri Cartier-Bresson, Florence Henri, Germaine Krull, Dora Maar, Roland Penrose και μερικοί άλλοι δημιούργησαν σειρές από βιτρίνες όπου οι αντανακλάσεις ήταν πανταχού παρούσες. Τη δεκαετία του 1940, το θέμα εξήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες και επανεμφανίστηκε στις εικόνες των Lisette Model και Louis Faurer. Η μανία με τις αντανακλάσεις στις προσόψεις των καταστημάτων δεν έχει μειωθεί από τότε.
Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε το ενδιαφέρον της πρωτοπορίας για αυτές τις αντανακλάσεις στις βιτρίνες; Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την προσφυγή των φωτογράφων αυτών σε εφέ που θεωρούνταν παρασιτικά στον τομέα της εφαρμοσμένης φωτογραφίας; Πρώτα απ' όλα, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την ροπή τους στις προκλήσεις. Είναι πιθανό ότι πέρα από μια απλή αντιστροφή, οι Υπερρεαλιστές βρήκαν σε αυτό μία αντήχηση στους πολλαπλούς προβληματισμούς τους. Οι αντανακλάσεις τους γοήτευαν για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο θεωρούνταν σφάλματα στα εγχειρίδια φωτογραφίας: διαταράσσουν την αντίληψη. Παρείχαν έτσι την ίδια την εικόνα εκείνου του αντιληπτικού ιλίγγου που δημιουργεί η εμπειρία της σύγχρονης πόλης, την οποία ο Αραγκόν περιγράφει τόσο καλά στο βιβλίο του Paysan de Paris. Επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έβρισκαν σε αυτές τις αντανακλάσεις, στις οποίες δύο κόσμοι (το εσωτερικό και το εξωτερικό της βιτρίνας) συγκρούονταν, μια αυθόρμητη μορφή κολάζ. Η Lisette Model, για παράδειγμα, τις είδε ως "φυσικά φωτομοντάζ". Αυτές οι αντανακλάσεις είχαν το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι ήταν παρούσες σε λανθάνουσα κατάσταση στον αστικό χώρο και ότι μπορούσαν να εμφανιστούν απροσδόκητα σε κάθε γωνία του δρόμου. Επόμενο ήταν να γοητεύσουν τους Υπερρεαλιστές που λάτρευαν τις "τυχαίες απεικονίσεις", τις "καθηλωτικές συμπτώσεις" και την όλη "αισθητική της έκπληξης". Ως εργαλεία ανατροπής όσο και διατάραξης των αισθήσεων, συνδυάζοντας επιδέξια την ποιητική του μοντάζ με την ποιητική της τυχαίας συνάντησης, οι αντανακλάσεις στις βιτρίνες των καταστημάτων ανταποκρίνονταν έτσι, από πολλές απόψεις, στην αισθητική του Υπερρεαλισμού. [...]
Η εποχή που ο Atget άρχισε να τραβάει αυτές τις φωτογραφίες ήταν ακριβώς η εποχή που οι υπερρεαλιστές άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις αντανακλάσεις. Τον Απρίλιο του 1925, το περιοδικό La Révolution surréaliste (Η Υπερρεαλιστική Επανάσταση) δημοσίευσε τη φωτογραφία του Man Ray από μια βιτρίνα στο Saint-Sulpice, στην οποία αντανακλάται η εικόνα του απέναντι κτιρίου. Τότε ήταν που ο Man Ray επισκέφθηκε τον Atget για να του αγοράσει μερικές εικόνες. Ορισμένες από αυτές απεικονίζουν βιτρίνες καταστημάτων που είχαν φωτογραφηθεί την προηγούμενη δεκαετία, ενώ άλλες δημοσιεύθηκαν στο La Révolution surréaliste μερικά τεύχη αργότερα. Με αυτό σαν δεδομένο, θα ήταν περίεργο αν οι δύο φωτογράφοι δεν είχαν συζητήσει για τις βιτρίνες. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να μη δούμε ότι ο Atget είδε στο ενδιαφέρον των Υπερρεαλιστών για τις βιτρίνες την ευκαιρία να δημιουργήσει νέες εικόνες, αυτή τη φορά αναδεικνύοντας τις αντανακλάσεις τους, αλλά και τις κούκλες τους, άλλα αγαπημένα αντικείμενα αυτής της γενιάς καλλιτεχνών; Αναμφίβολα άδραξε την ευκαιρία να πουλήσει μερικές ακόμη εκτυπώσεις, αφού, το ξαναλέμε, αυτή ήταν η μόνη πηγή εισοδήματός του. Η πρόταση αυτή θα θεωρηθεί αναμφίβολα αυθάδης. Αντιστρέφει το συνηθισμένο επιδραστικό σχήμα: με αυτή την τελευταία σειρά, ο Atget δεν εμφανίζεται πλέον σαν τον "πατέρα" της υπερρεαλιστικής φωτογραφίας, αλλά μάλλον σαν ένας από τους πρώτους "απογόνους" της. Όσο τολμηρή κι αν φαίνεται, η υπόθεση αυτή είναι ωστόσο η μόνη που ανταποκρίνεται στη χρονολογία και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τόσο την εξαιρετική μοναδικότητα αυτών των εικόνων όσο και τη χρησιμότητά τους. Φαίνεται επίσης να επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό κι από το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις νέες φωτογραφίες από βιτρίνες τις αγόρασε πράγματι ο Man Ray από τον Atget.