TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Η κριτική στο στομάχι της ψυχαγωγίας

Alain Brossat
 

Η κριτική στο στομάχι της ψυχαγωγίας

(2/2)

"Δεν είμαι καθόλου υπέρμαχος ενός κινηματογράφου που φημίζεται για τη μαχητικότητά του, όπως του Ken Loach, αλλά ούτε και των ταινιών των αδελφών Dardenne ή του M. Hanecke που αποτελούν "διατριβές". Και αυτό γιατί, ανεξάρτητα από τις καλές τους προθέσεις, αυτοί οι αναμφίβολα φωτισμένοι σκηνοθέτες ανταποκρίνονται απλά στις προσδοκίες του κοινού που πηγαίνει να δει τις ταινίες τους - εκπληρώνουν την παραγγελία ευσυνείδητα και με ταλέντο, χωρίς να προκαλούν όμως το παραμικρό αποτέλεσμα μετατόπισης ή αποπροσανατολισμού. Δεν "αλλάζουν τους όρους της συζήτησης", όπως θα έλεγε ο στοχαστής της αποικιοκρατίας Walter Mignolo· ο Ken Loach ενισχύει την πεποίθηση των αγωνιστών ότι ο υπερφιλελεύθερος καπιταλισμός είναι, όπως θα έλεγε ο Fidel, ένα απέραντο χοιροστάσιο, ενώ οι Dardennes και ο Hanecke τη βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη καρδιά είναι ένα ερεβώδες πηγάδι. Συμπληρώνουν τον κύκλο των βεβαιοτήτων που μοιράζεται το αντίστοιχο κοινό τους και, υπό αυτή την έννοια, η λεγόμενη κριτική λειτουργία του κινηματογράφου περιορίζεται στο χώρο της επαναβεβαίωσης. Αν θέλετε να βρείτε έναν κινηματογράφο που να σας αναστατώνει και να σας προτρέπει να επαναδιατυπώσετε τους όρους της "συζήτησης" για το παρόν και την επικαιρότητα, θα πρέπει να ψάξετε αλλού, πιο μακριά, στα τυφλά σημεία της "αγοράς", σε κινηματογραφιστές όπως ο Αλγερινός Tariq Teguia, ο Αϊτινός Raoul Peck ή ο Παλαιστίνιος Rael Andoni. Αυτό που σκοτώνει τον λεγόμενο κινηματογράφο των "auteurs" είναι η "ταυτολογική" σχέση που δημιουργείται μεταξύ του κοινού και ενός Woody Allen που θα επαναλαμβάνει πάντα τον Woody Allen, ενός Almodovar που θα επαναλαμβάνει πάντα τον Almodovar, κ.ο.κ. Αυτός ο τύπος κινηματογράφου, παγιδευμένος σε μια σπείρα επανάληψης και τραυλισμού, αν τελικά δείχνει το "κενό της παρούσας κατάστασης", το κάνει με έναν εντελώς ακούσιο τρόπο."

Alain Brossat, Le grand dégoût culturel, dix ans après, συνέντευξη στο ισπανικό περιοδικό El Confidencial (Ici et ailleurs, 2017).


 

Η κριτική στο στομάχι της ψυχαγωγίας Facebook Twitter
Σκηνή από την ταινία "Τα πεσμένα φύλλα" (2023) του Φινλανδού σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι. "Σήμερα, δεν θα έσωζε καθόλου τον κινηματογράφο, ανανεώνοντας την κριτική του δύναμη, ένας κινηματογράφος που θα έβρισκε ξανά την έμπνευση των πρωτοποριών, ένας πειραματικός κινηματογράφος ή ένας κινηματογράφος που θα καλλιεργούσε την περιθωριακότητά του, αλλά πολύ περισσότερο ένας κινηματογράφος που θα αναλάμβανε να απογυμνώνει την πραγματικότητα, να αποκαθιστά την πυκνότητά της, να οριοθετεί τους χώρους της, να εκτιμά τους περιορισμούς της - σε αντίθεση με αυτόν τον μείζονα, τερατωδώς μείζονα κινηματογράφο του σήμερα, που έχει σαν χαρακτηριστικό να οργανώνει συλλογικές φυγές στο φαντασιακό, με τους πανικούς που τις συνοδεύουν. Ένας κινηματογράφος που επαναφέρει και αποκαθιστά το πραγματικό απέναντι στην πληθώρα των εξωπραγματικών φαντασμαγοριών - οι ταινίες του Aki Kaurismäki  (υποδειγματική η ταινία του Τα πεσμένα φύλλα, 2023), του Andrea Arnold (Milk, 1998, Dog, 2001, Wasp, 2003, Fish Tank, 2009), του Sebastian Silva (Crystal Fairy and the Magical Cactus, 2013, Rotting in the Sun, 2023) για παράδειγμα· με άλλα λόγια, ένας κινηματογράφος που βγαίνει τελείως από τα παραδοσιακά δυαδικά σχήματα - καλλιτεχνικός κινηματογράφος εναντίον εμπορικού κινηματογράφου, πρωτοποριακός κινηματογράφος εναντίον αστικού κινηματογράφου. Πολύ απλά, ένας κινηματογράφος του πραγματικού, όχι με την καθαρά ντοκιμαντερίστικη έννοια του όρου, αλλά ένας κινηματογράφος που επανασυνδέεται με το πραγματικό ενάντια στην άνοδο του συλλογικού παραληρήματος που δίνει τον τόνο στην εποχή μας. Ένας κινηματογράφος του τώρα που μας αποκόπτει από τον διαχειριζόμενο (για τα χειρότερα) κόσμο, από το κατασχεμένο παρόν." Alain Brossat, Le grand dégoût culturel, dix ans après.


 

Ο κινηματογράφος είναι οπωσδήποτε ένα εργοστάσιο, αλλά είναι επίσης μια ανεξάντλητη πηγή για να σκεφτόμαστε αλλιώς, καθώς παράγει ασυμφωνίες με το παρόν. Με άλλα λόγια, γεννά άλλους χώρους, την ίδια στιγμή που θρέφει την τρομερή αρχή της ταυτότητας. Αν ο κινηματογράφος μας παρασέρνει διαρκώς μαζί του, δεν το κάνει ποτέ με έναν μονοσήμαντο τρόπο. Μακριά από το να είναι, όπως το έθεσε ο Κρακάουερ, ένας απλός "καθρέφτης της υπάρχουσας κοινωνίας", ορισμός κατ' εξοχήν επίπεδος, είναι, με έναν διαρκώς ελάσσωνα αλλά διαρκώς ανανεούμενο τρόπο, ένα μέσο για να συνδεόμαστε με το παρόν και να διαφοροποιούμαστε ταυτόχρονα από το υπάρχον. Ο κινηματογράφος διαθέτει κατ' αρχήν τα δικά του μοναδικά μέσα με τα οποία αντιστρατεύεται και περιπλέκει την αποστολή που του δόθηκε για να μην είναι τίποτε άλλο από μια κολοσσιαία και μεγαλειώδης (εξόχως δαπανηρή) μηχανή ψυχαγωγίας. Αυτή η επίμονη δύναμη της περιπλοκότητας βρίσκεται πάντα "στο πίσω μέρος" της ψυχαγωγίας - όπου μας μετατοπίζει, μας αποσπά από τις βεβαιότητές μας, αντιβαίνει στις νοητικές μας συνήθειές και αποκαλύπτει νέες προοπτικές - νέες, απροσδόκητες οπτικές γωνίες. 'Ετσι και η κριτική δύναμη της δημιουργίας (της τέχνης) εμφανίζεται, στον κινηματογράφο, ως κάτι που αποσυντονίζει τη βιομηχανική μηχανή και κάνει τα γρανάζια της να τρίζουν.

Αλλά και σ' αυτό το σημείο, ο Μπένγιαμιν και ο Κρακάουερ, οι κήρυκες αυτής της διαλεκτικής προσέγγισης του κινηματογράφου, μας αφήνουν σήμερα αβοήθητους. Δεν στέκονται πια πραγματικά στο ύψος των πιο πρόσφατων εξελίξεων του κινηματογράφου στις κυριότερες μορφές του - τον υπερ-κυρίαρχο κινηματογράφο των χωρών του παγκόσμιου Βορρά, ένα από τα χαρακτηριστικά του οποίου είναι ότι ο παραδοσιακός διαχωρισμός μεταξύ του "mainstream", "εμπορικού", "λαϊκού" κινηματογράφου και του καλλιτεχνικού, πρωτοποριακού, "διανοουμενίστικου", "ελιτίστικου", "ποιοτικού", "πειραματικού" κινηματογράφου (κ.λπ.) έχει γίνει εντελώς νεφελώδης.

Το γεγονός ότι η διαχωριστική αυτή γραμμή έχει σήμερα ξεφτίσει οφείλεται ειδικά στο εξής γεγονός: η διάκριση μεταξύ ενός κινηματογράφου του οποίου η αποστολή είναι να μεταδίδει στερεότυπα, νόρμες και κυρίαρχα μοντέλα συμπεριφοράς, να προωθεί ένα πνεύμα υποταγής και κομφορμισμού, από τη μία πλευρά, και ενός κριτικού και επαναστατικού κινηματογράφου, και ως τούτου "ανεξάρτητου", συχνά πολιτικοποιημένου και προσανατολισμένου στη χειραφέτηση, από την άλλη - αυτή η διάκριση έχει χάσει σχεδόν κάθε σημασία της. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με το "μάθημα" του Αντόρνο, ο βιομηχανικός κινηματογράφος, στις πιο προηγμένες του μορφές, δεν τρέφεται πλέον τόσο πολύ από την ανοιχτή και μαζική διάδοση του κομφορμισμού, την προώθηση των θετικών εικόνων της νόμιμης εξουσίας και του λόγου της, όπως και από τη "διαφήμιση" των μεγάλων κρατικών και οικονομικών παραγόντων- με λίγα λόγια, δεν λειτουργεί πλέον με βάση απλώς την "κυρίαρχη ιδεολογία", όπως θα λέγαμε με το λεξιλόγιο της δεκαετίας του 1960.

Αυτό που εντυπωσιάζει, όταν κοιτάς τυχαία ταινίες που έχουν μία πολύ καλή πορεία στο box office, ή και τις μέσες ταινίες του λευκού, μεσοαστικού παγκόσμιου Βορρά που είναι διαθέσιμες σε μια πλατφόρμα όπως το MUBI, είναι ότι αυτός ο κινηματογράφος τείνει γενικά στην κριτική- η κριτική νοείται εδώ με τη γενική της έννοια ως ένας σχολιασμός που μας απομακρύνει από τα προφανή του παρόντος, μας οδηγεί να δούμε με κριτική ματιά τη νομιμοποιημένη εξουσία, αποκαλύπτει τα ρήγματα της καθεστηκυίας τάξης. Αυτός ο κινηματογράφος που, στον παγκόσμιο Βορρά, τείνει να γίνει μείζων, δηλαδή να καταλάβει την κυρίαρχη θέση ή να γίνει η κοινή συνθήκη, έχει ως περισσότερο ή λιγότερο σαφώς καθορισμένο ορίζοντα την απονομιμοποίηση παρά τη νομιμοποίηση του υπάρχοντος, του θεσμοθετημένου. Πρόκειται για έναν κινηματογράφο που πλέον, σαν να ακολουθεί σχεδόν μία ρουτίνα, όχι μόνο απεικονίζει, αφηγείται και περιγράφει τη χρεοκοπία των πολιτικών ελίτ, τη διαφθορά και τη βαρβαρότητα της αστυνομίας, την άπληστη τύφλωση των βιομηχανικών κύκλων, τη θεσμοθετημένη ληστεία των ανώτερων οικονομικών κύκλων (κ.λπ.), αλλά που, πολύ περισσότερο, μας βάζει στη μέση αυτού του βόρβορου, σαν να ήταν το πιο φυσικό στοιχείο της ζωής μας, των κοινωνιών μας, του κόσμου μας. Δεν είναι πια καθόλου ένας κινηματογράφος που έχει σαν προορισμό του να ενισχύσει τους δεσμούς μας με το παρόν, την αίσθηση ότι ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο, στους μεγάλους πρωταγωνιστές του, στα σημεία αναφοράς του, τα πρότυπα και τις "αξίες" του- είναι μάλλον ένας κινηματογράφος της αποστασιοποίησης- με την έννοια ότι η πιο σταθερή του κατεύθυνση συνίσταται στο να θεωρεί ως δεδομένο ότι οι μορφές της τάξης στις κοινωνίες μας βασίζονται στο ψέμα, την απάτη και την ψευδαίσθηση.

Θα μπορούσε επομένως να υποθέσει κανείς ότι ο κινηματογράφος της καθημερινής κατανάλωσης, ο μαζικός κινηματογράφος ως προς τον προορισμό του, και ο βιομηχανικός ως προς τους τρόπους παραγωγής του, συμπεριλαμβανομένων των blockbusters, έχει πλέον αποσυνδεθεί σχεδόν πλήρως από αυτό που ο Αντόρνο έβλεπε ως την πρωταρχική του αποστολή - την ομογενοποίηση, την τυποποίηση του μαζικοποιημένου κοινού, τη συνεχή παραγωγή του κομφορμισμού· ότι έχει πλέον στραφεί εξ ολοκλήρου στην "κριτική", ότι έχει αποσχιστεί, μετά από τόση αμφισβήτηση των θεμελίων της καθεστηκυίας τάξης και της καταγγελίας της διγλωσσίας των κυβερνώντων, του κυνισμού των οικονομικών δυνάμεων, του παραληρήματος των ηγεμονιστών και των κάθε είδους οπαδών της λευκής ανωτερότητας, των εχθρών των γυναικών, αυτών που κακομεταχειρίζονται τα ζώα κ.ο.κ. Αυτό, λοιπόν, θα ήταν το πρότυπο του Avatar: για να είναι δημοφιλές το blockbuster, πρέπει να προωθεί τη μεγάλη υπόθεση της Ανεκτικότητας, αλλά με τη ρητή προϋπόθεση ότι στην πορεία θα αποδοκιμάζει τις φυλετικές προκαταλήψεις και την εξορυκτική ιδεολογία, τον παραγωγισμό που φέρνει την καταστροφή του πλανήτη.

Όμως, αν το εξετάσουμε καλύτερα, βλέπουμε ότι αυτή η αντιστροφή είναι ουσιαστικά απατηλή, για δύο βασικούς λόγους κυρίως. Ο πρώτος είναι ότι στη σημερινή εποχή των πολιτιστικών βιομηχανιών, που θα ήταν δύσκολο να πούμε αν είναι της ωριμότητας ή της παρακμής (η "ύστερη" εποχή των βιομηχανιών αυτών), φαίνεται ότι η κριτική είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου διαλυτή στο θέαμα (με την έννοια του Ντεμπόρ), στην ψυχαγωγία - η κριτική δεν ξεφεύγει από τη διαδικασία της πραγμοποίησης, αντίθετα, η τελευταία τείνει να την απορροφήσει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ίδιο το καθεστώς της κριτικής έχει αλλάξει: απογυμνωμένη πλέον από το έδαφος που την καθιέρωσε ως θεμέλιο των αντιστάσεων στην αταξία του κόσμου και στις αδικίες, δεν βρίσκει πλέον τη φυσική της διέξοδο σε συμπεριφορές ή δράσεις αντίστασης, δεν τρέφει πλέον προσδοκίες για έναν άλλο κόσμο· δεν διεγείρει πλέον τη φαντασία, δεν δημιουργεί πλέον άλλους διαφορετικούς χώρους, δεν ανοίγει πλέον δρόμους διαφυγής έξω από το διαχειριζόμενο παρόν. Η κριτική, ξεριζωμένη πλέον από αυτό το χούμο, η κριτική της οποίας τα κανονιστικά, ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά, ακόμη και θρησκευτικά ή μεταφυσικά θεμέλια έχουν εξανεμιστεί - η κριτική αιωρείται στον αέρα, σαν να μην υπόκειται στη βαρύτητα και περιστρέφετααι γύρω από τον εαυτό της. Είναι σχεδόν εντελώς αποσυνδεδεμένη, αποκομμένη από το πεδίο της δράσης.

Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την απορρόφησή και την αφομίωση της από τον κόσμο του θεάματος. Γίνεται το "συν" του, το φυσικό του πιπεράτο καρύκευμα. Ένα φιλμ νουάρ που θα παρουσίαζε μόνο ενάρετους, νομοταγείς αστυνομικούς, την καθαρή ενσάρκωση του κράτους δικαίου, θα ήταν, σύμφωνα με τις προσδοκίες του σύγχρονου κοινού, όχι μόνο βαρετό, αλλά και κιτς, γελοίο και εκτός πραγματικότητας. Αυτό που κάνει το θέαμα, αυτό που τρέφει την ψυχαγωγία, είναι η εικόνα μιας αστυνομικής δύναμης διεφθαρμένης μέχρι το μεδούλι, της οποίας οι αρχηγοί ελέγχουν το εμπόριο ναρκωτικών της πόλης, της οποίας η συμπαιγνία με τους τοπικούς διεφθαρμένους πολιτικούς είναι αυτονόητη, μία προκλητική αστυνομική δύναμη, της οποίας οι βρωμοδουλειές θα κρατήσουν σε αγωνία, για δύο ώρες, ένα κοινό περισσότερο σκωπτικό παρά αναστατωμένο.

Κι αυτό συμβαίνει επειδή για να γίνει πράγματι η κριτική στοιχείο του θεάματος, πρέπει το κοινό να εμφανίζει αυτές τις ιδιαίτερες διαθέσεις όπου τα κομφορμιστικά μηνύματα δεν έχουν πλέον ισχύ πάνω του – πρέπει να έχει χάσει τις ψευδαισθήσεις του. Πρέπει να έχει γίνει ένα κοινό που, μαζικά, δεν "πιστεύει" πια σε πολλά πράγματα, εκτός από το ότι το ψέμα και η εξαπάτηση είναι οι πυλώνες της υπάρχουσας τάξης - πυλώνες ως αντίφραση εδώ. Το απογοητευμένο κοινό είναι ένα κοινό που δεν πιστεύει πλέον ότι η κριτική μπορεί να οδηγήσει σε ενέργειες ικανές να προκαλέσουν μετατοπίσεις και κλονισμούς που να προσβλέπουν στη χειραφέτηση. Είναι ένα κοινό που έχει εισέλθει στην εποχή του απέραντου κυνισμού.

Σε αυτές τις συνθήκες, όταν η σχέση μεταξύ των θεατών και των έργων (που έχουν γίνει προϊόντα, εμπορεύματα) χάνει  έτσι την εντασή της, η κατάσταση είναι ώριμη για να εκφυλιστεί η κριτική σε ψυχαγωγία, σε ασήμαντη σάτιρα, σε πλάκα, σε σαματά αποσυνδεδεμένο από κάθε πρακτικό διακύβευμα - εξ ου και, σε ένα συναφές πεδίο, οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές που αντιμετωπίζουν την επικαιρότητα της ημέρας με "πλάκες", διακωμωδώντας τους ισχυρούς χωρίς να τους προσβάλλουν - αντίθετα, η πλάκα είναι αυτή που συμβάλλει στη φήμη τους. Η κριτική είναι πλέον ώριμη για να διαλυθεί μέσα στο θέαμα και τη ψυχαγωγία. Μπορεί πια να επιδοθεί σε κάθε είδους υπερβολή - όσο πιο χοντρή είναι η συνθήκη, τόσο πιο βιταμινούχο και ντοπαρισμένο είναι το σόου. Ένας πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που διατάζει τους σωματοφύλακές του να συγκαλύψουν τη δολοφονία της ερωμένης του, ένας πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας του οποίου το μόνο απειροελάχιστο ελάττωμα είναι ότι δεν έχει απολύτως τίποτα να πει, μια καταρρακωμένη μεσοαστική οικογένεια, κληρικοί βρικόλακες (...) - αυτή είναι πλέον η καθημερινή τροφή του mainstream κινηματογράφου του παγκόσμιου Βορρά, στους αντίποδες της διάγνωσης και της πρόγνωσης του Αντόρνο. [...]


Το πλήρες άρθρο (στα γαλλικά) του Alain Brossat βρίσκεται εδώ.
 

'Αλλα άρθρα του Γάλλου φιλοσόφου Alain Brossat στο Αλμανάκ:

Το κόλπο με το μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι
"Τρομοκρατία", μία λέξη της αστυνομίας
Χορεύοντας στις πύλες της κόλασης
Η μεγάλη πολιτιστική αηδία
Ενας μακρύς δημοκρατικός χειμώνας
Η συμβολική της κρεμάλας
Η γηραιά κυρία (που γυρεύει μπελάδες) και η κρανιοφόρος γαζέλα

Και μία νεκρολογία για την πρώην σύντροφό του:
Sylvia Klingber, η Ισραηλινή επαναστάτρια

 


Η κριτική στο στομάχι της ψυχαγωγίας Facebook Twitter
Σκηνή από την ταινία "Τα πεσμένα φύλλα" (2023) του Φινλανδού σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ