Μπάμπης Κουγεμήτρος
Πετρούπολη, όχι η Αγία
Η μνήμη και ο οικείος χώρος. Αυτοεθνογραφία και φωτογραφία.
Η ιδέα της "επιστροφής" στη γενέτειρα πόλη εκκινεί αρχικά από την επιθυμία μου να διερευνήσω τόσο τη σχέση της φωτογραφικής εικόνας με τις έννοιες της μνήμης και του οικείου τόπου, όσο και τις τομές και τις γκρίζες ζώνες μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, προσωπικού και πολιτικού, ιδιωτικού και δημόσιου. Ο τόπος είναι η Πετρούπολη Αττικής - μια "λαϊκή" συνοικία στα βορειοδυτικά της Αθήνας - χτισμένη στους πρόποδες του Ποικίλου όρους. Είναι το μέρος στο οποίο έζησα τα 35 πρώτα χρόνια της ζωής μου και επιστρέφω σε αυτό, αφού τα τελευταία 17 χρόνια ζω μόνιμα στο Χαλάνδρι. Το παρόν έργο στηρίζεται στη σύμπραξη σύγχρονων φωτογραφιών και αρχειακού υλικού. Οι σύγχρονες φωτογραφίες εστιάζουν στο περιαστικό τοπίο της Πετρούπολης, στα λατομεία, στους αθλητικούς χώρους στα όρια της πόλης και στα σημεία με θέα, τόποι συνδεδεμένοι με το παιχνίδι, την απόδραση, την σχόλη και την ανεμελιά της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας. Η φωτογραφική μου περιπλάνηση, εκτός από το τοπίο, συμπεριέλαβε επίσης το πατρικό μου σπίτι, τους γονείς μου, αντικείμενα, τα σπίτια οικείων προσώπων, συγγενών και φίλων, σε κάποιες περιπτώσεις και τον ίδιο μου τον εαυτό, καθώς επίσης και την εξέταση αρχειακού υλικού από την πόλη και από τα οικογενειακά μου άλμπουμ. Η συνύπαρξη αρχειακού και σύγχρονου φωτογραφικού υλικού, δεν στοχεύει τόσο στην αντιπαραβολή του παρόντος με το παρελθόν όσο στην ανάδειξη της μεταξύ τους δυναμικής και αλληλοεξαρτητικής σχέσης.
Αν και φωτογράφος στο επάγγελμα, ανήκω μάλλον στην κατηγορία ανθρώπων που ανακαλούν μνήμες κι ενθυμούνται περισσότερο μέσω των ήχων, της μουσικής ή των οσμών, παρά μέσω των εικόνων. Για τις ανάγκες της έρευνάς μου, ωστόσο, επέλεξα να εμπιστευτώ τον Freud ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι μνήμες της παιδικής ηλικίας είναι κατά βάση οπτικές [1]. Συνήθως οι αναμνηστικές οικογενειακές φωτογραφίες μού δημιουργούν ένα δυσάρεστο συναίσθημα, ειδικά όταν τονίζουν υπέρμετρα τις ευχάριστες στιγμές και αγιοποιούν τον καθημερινό οικογενειακό βίο. Παραδόξως οι φωτογραφίες από το άλμπουμ τις οικογένειας μου δεν κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, συμπτωματικά μάλλον παρά από συνειδητή επιλογή του ιστοριογράφου φωτογράφου. Θα τις χαρακτήριζα σχετικά αποστασιοποιημένες για το φωτογραφικό είδος στο οποίο ανήκουν, χαμηλόφωνες, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και μακριά από κομβικά οικογενειακά γεγονότα.
Ξεφυλλίζοντας τα οικογενειακά μου λευκώματα και εστιάζοντας στην επίμαχη περίοδο της παιδικής μου ηλικίας, διαπίστωσα αφενός ότι καμία από τις σημαντικές για εμένα αναμνήσεις αυτής της περιόδου δεν ήταν φωτογραφημένη. Δεν με "συνάντησα" σε καμία φωτογραφία να παίζω ποδόσφαιρο, να κάνω ποδήλατο ή να τρώω παγωτό γρανίτα φράουλα. Αφετέρου, διαπίστωσα ότι ελάχιστες από τις φωτογραφημένες σκηνές μου θύμιζαν κάτι. Μνήμες που δεν εντοπίστηκαν στις φωτογραφίες, φωτογραφίες που δεν αντιστοιχούσαν σε μνήμες. Με μία πιο προσεχτική και διεισδυτική ματιά ωστόσο, η αρχική αυτή διαπίστωση ανατράπηκε, χάρη στην εγγενή ιδιότητα της φωτογραφίας να εγγράφει, πλάι σε αυτό που συνειδητά επέλεξε ο φωτογράφος να εμπεριέξει στο κάδρο του, το τυχαίο, το ασήμαντο και το απροσδόκητο. Για παράδειγμα, στο φόντο μίας φωτογραφίας που εικονίζομαι εγώ με την αδερφή μου με αποκριάτικες στολές, υπάρχει ένα αυτοκίνητο. Ανήκει στον θείο μου τον Χ, το πιο "ταραχοποιό" στοιχείο του σογιού και συχνό επισκέπτη στο πατρικό μου. Στη θέα του αυτοκινήτου ταράζομαι, αναβιώνω μνήμες που μάλλον είχα απωθήσει, μιας και η ανάμνηση του αυτοκινήτου συμπαρασύρει μία άλλη, λησμονημένη μνήμη που κατοικεί εντός της, αυτή των επισκέψεων του θείου.
Ένα ακόμα παράδειγμα: η μητέρα μου νέα, καθισμένη οκλαδόν σε ένα οικόπεδο της γειτονιάς και στο φόντο ο τοίχος της τριώροφης οικογενειακής πολυκατοικίας της γειτόνισσας κυρίας Μ. Η λεπτομέρεια αυτή πυροδότησε άλλη μία καταχωνιασμένη ανάμνηση. Το κάτω μέρος του τοίχου αυτού χρησιμοποιούσα ως τέρμα, για να παίζω ποδόσφαιρο. Η κυρία Μ. με "επιβράβευε" συχνά πυκνά, για τα γκολ που έβαζα και το θόρυβο που έκανα, ρίχνοντας μου από το μπαλκόνι της κουβάδες με νερό.
Αν έπρεπε να κατονομάσω ένα στοιχείο που διαχρονικά με γοητεύει στη φωτογραφία, επιστρέφω στην εγγενή ιδιότητά της φωτογραφικής εικόνας να εγγράφει το τυχαίο και το απρόβλεπτο πλάι σε αυτό που συνειδητά και σκόπιμα επέλεξε να συμπεριλάβει στο κάδρο του ο φωτογράφος. Είναι εκείνο το οπτικό στοιχείο που αυτόκλητα παρεισφρέει στην εικόνα, την ηλεκτρίζει και οδηγεί το θεατή σε αυθαίρετες, αντιφατικές και ενίοτε χωρίς νόημα συνδέσεις και συνειρμούς. Είναι η λεπτομέρεια εκείνη που μου επιτρέπει να ανακαλέσω λησμονημένες, απωθημένες, μνήμες και συναισθήματα.
Στη βάση αυτής της ιδιότητας της φωτογραφίας και ειδικότερα της αναμνηστικής, η διαδικασία συλλογής και λεπτομερούς παρατήρησης του αρχειακού υλικού επεφύλασσε πολλές εκπλήξεις και από διεκπεραιωτική στην αρχή, κατέληξε να έχει στοιχεία εμμονής στο τέλος. Το πόσα συνειρμικά, μνημονικά μονοπάτια μπορεί να διανοίξει μία ασήμαντη οπτική λεπτομέρεια της φωτογραφίας, είναι κάτι που δεν το είχα φανταστεί. Ωστόσο, η πιο επιδραστική και αποκαλυπτική από τις εκπλήξεις που μου επιφυλάσσονταν δεν είχε σχέση με την εικόνα αλλά με τη μυρωδιά. Προκειμένου να σκανάρω τις φωτογραφίες από τα οικογενειακά άλμπουμ χρειάστηκε πρώτα να τις ξεκολλήσω, να τις αποσπάσω "χειρουργικά" από τη ζελατίνα και τα φύλλα στα οποία ήταν επικολλημένες, φυλαγμένες εκεί για πάνω από τριάντα χρόνια. Η απελευθέρωσή τους από το άλμπουμ απελευθέρωσε μαζί και τη μυρωδιά τους, τη μυρωδιά της αναλογικής εποχής και συνακόλουθα αναμνήσεις που εκούσια ή ακούσια συνδέονταν με αυτή. Αν μυρίζουν τα αντικείμενα, αν μυρίζουν οι άνθρωποι, αν μυρίζει το φυσικό περιβάλλον, μήπως ισχύει το ίδιο και με τις πόλεις;
[1] Αναφέρεται στο David Bate "The memory of photography". Photographies 3.2 (2010): 243-257. 17 Ιουνίου 2023.
Η πόλη της πέτρας και οι πέτρες της πόλης [1]
Σε μία από τις πρόσφατες επισκέψεις μου στην Πετρούπολη κανόνισα να επισκεφτώ το νονό και τη νονά μου προκειμένου να τους δω και να τους φωτογραφίσω στο σπίτι τους. Ένα σπίτι φτωχικό, αυθεντικά λαϊκό, ασφυκτικά μικρό για πενταμελή οικογένεια -τα τρία παιδιά τους δεν μένουν πια εκεί-, περίπου 50 τετραγωνικά μέτρα, ένα σπίτι από το οποίο διατηρώ πολλές παιδικές αναμνήσεις. Η προοπτική αυτής της συνάντησης, μιας και η τελευταία ήταν πριν πολλά χρόνια, για ανεξήγητο λόγο μου δημιουργούσε έντονη φόρτιση. Το σπίτι που αντίκρισα ήταν ίδιο σε διαστάσεις με αυτό που θυμόμουν, μία μικρή στενή μονοκατοικία, αλλά η πρόσοψή του, σύγχρονη και ανακαινισμένη, δεν ταίριαζε καθόλου με αυτή της ανάμνησής μου, γεγονός που μου προκάλεσε ένα στενάχωρο συναίσθημα, μία απογοήτευση. Σαν να έπεσε και το τελευταίο "προπύργιο" και να έπεσα κι εγώ μαζί στην παγίδα της νοσταλγίας. Η απογοήτευση μου κράτησε λίγα λεπτά, όσο μου πήρε για να αντιληφθώ ότι το σπίτι που κοιτούσα ήταν το διπλανό, ακριβώς ίδιων διαστάσεων και μεσοτοιχία με του νονού. Το τελευταίο "προπύργιο" παρέμεινε λοιπόν ίδιο και απαράλλαχτο, τόσο στην πρόσοψη όσο και στο εσωτερικό του.
Έχοντας γεννηθεί στην Πετρούπολη και έχοντας ζήσει εκεί τα τριανταπέντε πρώτα χρόνια της ζωής μου, δεν έχω ακόμα εντοπίσει τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να επιστρέφω και, όταν επιστρέφω, να θέλω να φύγω. Το πρώτο και πολύ προφανές που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι ο μύθος του τόπου εξακολουθεί να με γοητεύει, την ίδια στιγμή που η πραγματικότητά του στο παρόν με διώχνει μακριά. Δίχως άλλο τα πράγματα είναι πιο μπλεγμένα, πιο σύνθετα.
Η ονομασία της πόλης παραπέμπει στο πετρώδες υπέδαφός της, ωστόσο η πρόσφατη έρευνα έθεσε υπό αμφισβήτηση αυτήν την τόσο αυτονόητη και κυρίαρχη στον δημόσιο λόγο εκδοχή. Σε μία συνάντηση που είχα με τον ιστορικό Ανδρέα Μηλιώνη, συγγραφέα του βιβλίου Η πόλη της πέτρας, μου αποκάλυψε ότι η πόλη δεν "είναι" της πέτρας, αλλά του Πέτρου, του Πέτρου Γιάνναρου, εκδότη της αθηναϊκής εφημερίδας Εσπερινή μέχρι τη δεκαετία του ’30 [2]. Όταν την εφημερίδα ανέλαβε ο γιος του Αλέξανδρος Γιάνναρος, έδωσε το όνομα στην πόλη προς τιμή του πατέρα του. Ο υιός, γνωστός για τα φιλοβασιλικά και εθνικοσοσιαλιστικά του φρονήματα, όπως και ο πατέρας, συνδύασε την ονοματοδοσία με τις επιχειρηματικές και εκδοτικές του δραστηριότητες. Η Πετρούπολη "γεννήθηκε" το 1933 με έναν κωμικοτραγικό τρόπο. Ο Αλέξανδρος Γιάνναρος "μερίμνησε" για τη στεγαστική αποκατάσταση των αναγνωστών της εφημερίδας διαθέτοντας περίπου 4 χιλιάδες οικόπεδα στην περιοχή, σε συνεργασία με έναν τοπικό συνεταιρισμό και με το αζημίωτο φυσικά. Δικαίωμα στο όνειρο είχαν όσοι αναγνώστες συγκέντρωναν 300 κουπόνια της εφημερίδας και κατέβαλλαν επίσης στον συνεταιρισμό 50 δραχμές το μήνα [3]. Το εγχείρημα του υιού Γιάνναρου είχε και την πολιτική του διάσταση, καθώς είχε οραματιστεί μία Πετρούπολη στα ιδεολογικά και πολεοδομικά πρότυπα ιταλικών πόλεων που είχε εγκαινιάσει ο Μουσολίνι το 1934 [4]. Στην πορεία των χρόνων, το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα της πόλης διαφοροποιήθηκε από την πρόθεση του "νονού" Γιάνναρου. Από την πτώση της δικτατορίας και μέχρι σήμερα στον Δήμο Πετρούπολης εναλλάσσονται διαδοχικά διοικήσεις που πρόσκεινται στην Αριστερά. Το μόνο σχέδιο που υλοποιήθηκε επιτυχώς ήταν το πολεοδομικό.
Χτισμένη κατά μήκος του Ποικίλου όρους, η Πετρούπολη αποτελεί ένα όριο της πόλης των Αθηνών στο βορειοδυτικό τμήμα της, που κατοικείται κυρίως από μεσοαστικά και λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο, ο αστικός εκπατρισμός [5] η ραγδαία πολυκατοικιοποίηση και η καθ’ ύψος μεταμόρφωσή της έχουν συμπαρασύρει αλλαγές και στην ανθρωπογεωγραφία της.
Ως παιδί είχα την τύχη να καταγράψω ατελείωτες ώρες παιχνιδιού στις αλάνες και στα απερίφραχτα οικόπεδα της γειτονιάς, προτού αυτά τσιμεντοποιηθούν. Και λέω τύχη γιατί τότε το παιχνίδι ήταν ελευθέρας βοσκής, αδόμητο, αυτοσχέδιο και χωρίς καμία χρέωση. Αυτός ο τύπος παιχνιδιού με "χόρτασε" και με διαμόρφωσε.
Αναφέρθηκα νωρίτερα στην παγίδα της νοσταλγίας έχοντας στο μυαλό μου την τάση μας να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, να επιστρέφουμε σε αυτό, ειδικά σε περιόδους κρίσεων ή σε φάσεις μετάβασης. Ανακαλούμε στο παρόν και δοξάζουμε γεγονότα και καταστάσεις, αλλά δεν θυμόμαστε καθόλου ούτε το βίωμα ούτε το συναίσθημα που αντιστοιχούσε σε αυτά όταν συνέβαιναν. Ενδεικτικό παράδειγμα και πολύ οικείο στον κόσμο των αγοριών, το ποδόσφαιρο στην αλάνα. Ποδόσφαιρο στην αλάνα σήμαινε σκόνη, χώμα, λακκούβες, γδαρμένα γόνατα και πέτρες για δοκάρια. Αν τότε κάποιος μας πρότεινε περιφραγμένο γήπεδο 5 επί 5, με χλοοτάπητα και κανονικά τέρματα με δίχτυα και δοκάρια, είμαι σίγουρος ότι θα εγκαταλείπαμε την αλάνα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όταν οι ελεύθεροι χώροι έγιναν οροφοδιαμερίσματα, το παιχνίδι μεταφέρθηκε από την αλάνα στα νταμάρια [6] και στα σημεία "με θέα", από τα οποία η Πετρούπολη έχει πολλά. Τα λατομεία ανέκαθεν μου ασκούσαν μία έλξη, δεν τα έβλεπα και δεν τα βλέπω ως πληγές στο Ποικίλο όρος [7], αλλά ως καταφύγια για αυτούς που δεν τους χωράει η πόλη, ενίοτε και ως land art. Η χοάνη του μεγάλου λατομείου με την ονομασία "Αίμος", η τεράστια πέτρινη τρύπα σε σχήμα καρδιάς που σήμερα φιλοξενεί το Θέατρο Πέτρας, ήταν και παραμένει το απόλυτο τοπόσημο της πόλης. Η εικόνα και η ανάμνηση της Πετρούπολης μέσα μου, είναι ταυτισμένη με αυτή τη χοάνη.
Τα σημεία "με θέα" επίσης στον περιαστικό ιστό της πόλης, συνιστούν ένα άλλο τοπόσημο. Η παρουσία μου εκεί, όπως και στα νταμάρια, μου έδινε και μου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας και ασφάλειας. Η παραμονή και περιπλάνηση στα όρια της πόλης κάλυπτε και καλύπτει την εσωτερική μου ανάγκη να βρίσκομαι κοντά στην "έξοδο κινδύνου", ενώ στο παρελθόν μου έδινε και τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνω από την πόλη στη φύση και αντίστροφα.
Στις πρόσφατες φωτογραφικές μου "επιστροφές" αναζήτησα τα μέρη αυτά, αποφεύγοντας συνειδητά το αδιάβατο πλέον αστικό κομμάτι της πόλης. Ίσως τελικά ένας λόγος για τον οποίο επιστρέφω ξανά και ξανά στην Πετρούπολη είναι για να δω και να επιβεβαιώσω ότι "οι πέτρες της πόλης" είναι στη θέση τους. Τα νταμάρια και οι πέτρες είναι στη θέση τους, αλλά επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται, αποφάσισα να τα φωτογραφίσω.
[1] "Οι πέτρες της πόλης" είναι τίτλος κεφαλαίου του Halbwachs (Maurice Halbwachs, Συλλογική μνήμη, Παπαζήση, 2013) που αναφέρεται στη χωρική διάσταση της μνήμης. Η πόλη της πέτρας είναι ο τίτλος του βιβλίου του ιστορικού-συγγραφέα Ανδρέα Μηλιώνη, μια καταγραφή της ιστορικής μνήμης της Πετρούπολης.
[2] Ανδρέας Μηλιώνης, Η πόλη της πέτρας (Δήμος Πετρούπολης, 2005) 89-91.
[3] Ο.π. 78-79.
[4] Ο ίδιος ο Α. Γιάνναρος υποστήριζε χαρακτηριστικά: "Η Εσπερινή συνεχίζουσα την προσπάθειάν της ταύτην καθ’ όλην την Ελλάδα πιστεύει ότι με κάθε πόλιν που δημιουργεί υψώνει και ένα πανίσχυρο φράγμα κατά του Μπολσεβικισμού". Αναφέρεται στο: Ανδρέας Μηλιώνης, Η πόλη της πέτρας (Δήμος Πετρούπολης, 2005) 84.
[5] Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο για να περιγράψει το φαινόμενο της όχι από επιλογή μετακίνησης και εγκατάστασης μεσαίων στρωμάτων από το κέντρο της Αθήνας στα προάστια. Στο: Παναγής Παναγιωτόπουλος, Περιπέτειες της μεσαίας τάξης (Επίκεντρο, 2021) 273-275.
[6]Το νταμάρι είναι το λατομείο. Από την τούρκικη λέξη dammar (φλέβα πετρώματος). https://el.wiktionary.org/wiki/νταμάρι
[7] Μεταπολεμικά και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 λειτουργούσαν στην Πετρούπολη τουλάχιστον οχτώ λατομεία για την εξόρυξη αδρανών υλικών, όπως πέτρας, χαλικιού και άμμου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην οδοποιία. Τα περισσότερα από αυτά δεν ανοίχθηκαν σε αθέατα μέρη, όπως όριζε ο νόμος, αλλά σε σημεία ορατά από όλη σχεδόν την Αθήνα. Σήμερα, τα περισσότερα από αυτά φιλοξενούν χώρους αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Ο Μπάμπης Κουγεμήτρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Φωτογραφία και Οπτικοακουστικές Τέχνες στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθηνών. Συμμετείχε στα μαθήματα φωτογραφίας του Πλάτωνα Ριβέλλη και μέρος του portfolio του έχει παρουσιαστεί κατά καιρούς στο Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας. Η προσωπική του έκθεση "Edgelands" (2012) και η έκθεση της φωτογραφικής ομάδας "City Edges" (2013) έχουν παρουσιαστεί στο Athens Photo Festival.