Νίκος Καββαδίας - Παναγιώτης Λιβερέτος
Κεφαλονίτες ναυτικοί "των οριζόντων"
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και πού να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα
Νίκος Καββαδίας, Ο τάφος του Επονίτη (1945)
Η επέτειος θανάτου του Νίκου Καββαδία (10 Φεβρουαρίου 1975) συμπίπτει με την επέτειο της κατάληψης του ελληνικού φορτηγού πλοίου Aeolian Wind από το πλήρωμά του στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο (ξεκίνησε στις 29 Ιανουαρίου 1977). Πιστεύουμε πως ο ποιητής ("ανενεργός κομμουνιστής" σύμφωνα με την Ασφάλεια) θα θαύμαζε και θα χαιρόταν με την τόλμη και την αυταπάρνηση του 29χρονου Κεφαλονίτη επαναστάτη ναυτικού Παναγιώτη Λιβερέτου.
Η ανταρσία στο Aeolian Wind
Παναγιώτης Λιβερέτος. Ηγήθηκε της εξέγερσης στο ελληνικό "Ποτέμκιν" (Aeolian Wind), διώχθηκε και αυτοπυρπολήθηκε στην ταράτσα του σπιτιού του το 1977.
Το χρονικό μιας μοναδικής στην ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας απεργίας μέσα από τη συνέντευξη που είχε δώσει ο Παναγιώτης Λιβερέτος στην εφημερίδα Οδόφραγμα (Μάης 1977).
Η συνέντευξη είχε δοθεί ανώνυμα λόγω της επικείμενης δίκης του Παναγιώτη Λιβερέτου στον Πειραιά με την κατηγορία της επίθεσης κατά του δικηγόρου της εταιρείας.
Τρείς μήνες μετά την καταδίκη του σε δύο χρόνια φυλάκισης και παρά το συμβιβασμό με τον δικηγόρο που οδήγησε στην αποφυλάκισή του, ο Παναγιώτης Λιβερέτος έβαλε τέρμα στη ζωή του στις 22 Αυγούστου του 1977.
Στην παρακάτω συνέντευξη, αναφέρεται ως Β’ μηχανικός.
*
Ποιά κατάσταση επικρατούσε στο καράβι πριν την απεργία και ποιά ήταν τα αιτήματά σας ;
Η κατάσταση στο βαπόρι ήταν κατά κάποιο τρόπο δραματική, και προ πάντων σε ό,τι αφορούσε την τροφοδοσία. Υπήρχαν σάπια κρέατα και βασικά όλα τα τρόφιμα ήταν κατεψυγμένα, ενώ ένας αστικός νόμος λέει ότι ειδικά στο λιμάνι πρέπει να είναι φρέσκα. Βρισκόμασταν στη Βραζιλία 20 μέρες και δεν είχε μπεί τίποτα φρέσκο στο βαπόρι, ούτε κρέας, ούτε φρούτα, απολύτως τίποτα.
Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι πουθενά, σε κανένα από τα 5000 ελληνικά βαπόρια, δεν εφαρμόζεται πραγματικά το “μενού” που έχουμε κατακτήσει με αγώνες. ‘Ετσι όπως έχει καθιερωθεί, αυτό το “μενού” προσαρμόζεται μάλιστα στα διάφορα κλίματα, εύκρατα, τροπικά, κλπ.
Κάνοντας όμως αυτήν την παραχώρηση, το κράτος πρόβλεψε και τα σχετικά παραθυράκια για τη μη εφαρμογή του. Σύμφωνα με το νόμο, μοναδικοι υπεύθυνοι για το αν τηρείται η όχι το μενού είναι ο πρόξενος κι ο λιμενάρχης. Ποτέ όμως δεν τους βλέπουμε να επεμβαίνουν, και στη συγκεκριμένη υπόθεση του Aeolian, παρ’ όλο που η τροφοδοσία ήταν άθλια, παρ’ όλο που τρώγαμε σάπια κρέατα, στην πραγματογνωμοσύνη που έκανε ο πρόξενος αναφέρεται ότι όχι μόνο τρώγαμε σύμφωνα με το μενού, αλλά και καλύτερα ! ‘Οχι μόνο δεν εφαρμόζεται το μενού, αλλά κι αν κάποιος ζητήσει την εφαρμογή του, το αργότερο σε τρείς μέρες θα πρέπει να φύγει από το καράβι.
Ο καπετάνιος, σε συνεργασία με τους προξένους και τους προξενικούς λιμενάρχες θα βρεi έναν τρόπο, θα ψάξει στον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας των βαποριών, που είναι βασικά ένας κανονισμός του πολεμικού ναυτικού, ο οποίος έχει εφαρμοστεί και στα εμπορικά βαπόρια.
Σ’ αυτόν τον κανονισμό, θα ψάξουν να βρουν κάποιο άρθρο, κάποια παράβαση, θα βρουν και μερικούς ψευδομάρτυρες, κι εκεί που θα ζητήσεις να φας φρέσκο κρέας, θα βρεθείς κατηγορούμενος για στάση, για πειθαρχικό παράπτωμα και θα φύγεις.
Η σημασία ενός ζητήματος σαν την τροφοδοσία φαίνεται καθαρά κι από το γεγονός ότι το 80% των ναυτικών υποφέρουν από στομαχικές παθήσεις, έλκος στο στομάχι και στο δωδεκαδάκτυλο, κλπ. Χώρια από το μενού, υπάρχει κι ένας κανονισμός που αφορά το πόσιμο νερό και που λέει ότι οι δεξαμενές πρέπει να επιθεωρούνται και να καθαρίζονται κάθε 6 μήνες. Μπορώ να πώ όμως, ότι σε όσα βαπόρια έχω κάνει, μπορεί να περάσουν και 4 και 5 χρόνια χωρίς να καθαριστούν. Βέβαια, ο καπετάνιος και η κλίκα της εξουσίας προμηθεύονται εμφιαλωμένο νερό, ενώ στο πλήρωμα δίνουν ένα νερό που με πολύ μεγάλη δυσκολία πίνεται.
‘Ενα άλλο θέμα, ίσως πιο σπουδαίο από την τροφοδοσία, είναι η ασφάλεια ναυσιπλοΐας. Είναι τέτοια η δουλειά που ακόμα και οι αστικοί νόμοι προβλέπουν ότι μέσα σε κάθε βαπόρι πρέπει να υπάρχουν σωσίβιες βάρκες για τις περιπτώσεις ναυαγίου, να υπάρχουν πυροσβεστικά μέσα για την περίπτωση πυρκαγιάς και τα φώτα ναυσιπλοΐας ν’ ανάβουν κανονικά. Στο Aeolian, οι βάρκες ήταν σε άθλια κατάσταση: η μία ήταν τρύπια, η μηχανοκίνητη δε λειτουργούσε, ζητούσαμε ανταλλακτικά και δεν μας έδιναν. Δε λειτουργούσαν ούτε τα φώτα πορείας, ούτε τα πυροσβεστικά.
Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε κάτι πολύ σημαντικό. ‘Οταν χρειάζεται να γίνει μία επισκευή στο βαπόρι, ο εφοπλιστής την κάνει μόνο αν πρόκειται για την κύρια μηχανή η τ’ αμπάρια. Την κύρια μηχανή την επισκευάζει για να τρέχει το βαπόρι πιο γρήγορα, και τ’ αμπάρια τα βάφει, τα επισκευάζει για να μπορεί να πάρει μεγαλύτερο φορτίο και να οικονομήσει περισσότερα.
Για την ασφάλειά μας δεν φροντίζει καθόλου. Το σπουδαίο στην όλη υπόθεση είναι ότι για την ασφάλεια ναυσιπλοΐας, εμείς οι ναυτικοί δεν έχουμε πετύχει μέχρι τώρα να είμαστε εμείς που ελέγχουμε αν οι βάρκες, τα φώτα ναυσιπλοΐας, οι πυροσβεστήρες είναι εντάξει. Και έχει ανατεθεί αυτός ο έλεγχος σε λιμενάρχες και σε προξένους που δεν κάνουν ποτέ μα ποτέ τίποτα. Δεν έχουμε συναντήσει περίπτωση λιμενάρχη η πρόξενου που να έχει απαγορεύσει σε βαπόρι να ταξιδέψει επειδή είναι τρύπια η βάρκα.
Στις δίκες που είχαμε τελευταία, και συγκεκριμένα από το πειθαρχικό συμβούλιο του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, μας έγινε η εξής ερώτηση: “Λέτε ότι δεν είχε το βαπόρι φώτα πορείας, λέτε ότι δεν είχε πυροσβεστήρες, ότι το βαπόρι δεν ήταν εντάξει. Το βαπόρι όμως είχε πιστοποιητικά, κάποιοι είχαν υπογράψει, δηλ. οι πρόξενοι και οι λιμενάρχες. Τους απαντήσαμε ότι “ασφαλώς και το Ηράκλειο που βυθίστηκε και είχε 100 ναυαγούς, είχε πιστοποιητικά”.
Προσωπικά, έχω δεί αυτούς τους ανθρώπους, είτε λέγονται πρόξενοι, είτε λιμενάρχες, ν’ ανεβαίνουν στο βαπόρι, να πηγαίνουν στην τραπεζαρία, στο σαλόνι του καπετάνιου, να πίνουνε μαζί κανένα ουζάκι, να τους δίνει κάποιο φάκελο και να μην ελέγχουν απολύτως τίποτα.
Μίλησα μέχρι τώρα για το πρόβλημα τροφοδοσίας και ναυσιπλοΐας. Μένει να πω μερικά πράγματα και για το πρόβλημα της μισθοδοσίας. Από τον Πειραιά, ξεκαθαρίζουμε το βασικό μισθό. Υπάρχουν όμως υπερωρίες και έξτρα αμοιβές για επισκευές, γιατί ειδικά εμείς του πληρώματος δεν είμαστε μόνο για την κίνηση του βαποριού, αλλά μας έχουν φορτώσει κι ένα σωρό επισκευές που σ’ άλλες ναυτιλίες γίνονται από συνεργεία. ενώ στις ελληνικές τις κάνουμε εμείς οι ίδιοι.
Αυτό το θέμα υποτίθεται ότι κανονίζεται με ελεύθερη συμφωνία πληρώματος-πλοιάρχου. Αλλά στην ουσία αποτελεί ένα πεδίο διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στους ναυτικούς που ζητάνε να πληρώνονται καλά αυτές οι δουλειές και στον καπετάνιο που φροντίζει να κάνει οικονομικά τη δουλειά του, και καλλιεργεί γι’ αυτό τη διάσπαση: διάσπαση ανάμεσα σε ‘Ελληνες κι αλλοδαπούς ναυτικούς, ανάμεσα σε Γ’ και Β’ μηχανικό, κλπ.
Στο Aeolian, υπήρχαν μερικοί αλλοδαποί ναύτες.Πως εμφανίστηκε συγκεκριμένα το θέμα της ενότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ναύτες διαφορετικών εθνικοτήτων;
Στην πλειοψηφία ήμασταν ‘Ελληνες. Υπήρχαν όμως 4-5 Τούρκοι, υπήρχαν Πακιστανοί και Ινδοί. Πρέπει να τονίσω ότι δεν χρειάστηκε καθόλου να τους πείσουμε.
‘Εβλεπαν όπως κι εμείς ότι ο καπετάνιος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του εφοπλισμού. Κι έτσι δέχτηκαν αμέσως την πρόταση που τους κάναμε για κοινό μέτωπο ενάντια στον κοινό εχθρό, δηλαδή τον εφοπλισμό που μας εκμεταλλεύεται όλους. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα κινητοποιήθηκαν δραστήρια, πολλοί απ’ αυτούς συνελήφθησαν και τώρα βρίσκονται και πάλι μαζί μας στις δίκες.
Μίλησες προηγουμένως για μία διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στους ναυτικούς και τους εκπροσώπους του εφοπλισμού.Ωστόσο μία απεργία σε καράβι δεν είναι και τόσο συνηθισμένη μορφή αγώνα. Πως την αποφασίσατε και πως τη μεθοδεύσατε;
Αφού είχαμε δει όλα αυτά τα προβλήματα, αποφασίσαμε στη Βραζιλία, και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Ρίο, να εξετάσουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε για να λυθούν.
Στις 28 Γενάρη, μαζευτήκαμε στην πρύμνη του βαποριού γύρω στα 25 άτομα. Σ’ αυτήν τη συγκέντρωση δε συμμετείχαν 4-5 που είχαν στενούς δεσμούς με τον εφοπλισμό, δηλαδή ο καπετάνιος, ο Β’ καπετάνιος, ο Α’ μηχανικός και ο καμαρότος. Εκεί εξετάσαμε το θέμα της τροφοδοσίας, της ασφάλειας, της μισθοδοσίας και γενικά κάθε θέμα που είχε σχέση με τη ζωή μας. Το σπουδαιότερο που αποφασίσαμε ήταν ότι κανένας άλλος εκτός από μας δεν είχε το δικαίωμα να παρεμβαίνει και να καθορίζει το πως θα λύνονται τα προβλήματά μας. ‘Αποψη όλων ήταν ότι από δω και πέρα, ειδικά η τροφοδοσία έπρεπε να ελέγχεται από μας, Δηλαδή να παραγγέλνουμε εμείς οι ίδιοι τρόφιμα και να φροντίζουμε για τη συντήρησή τους και για τα πάντα.
‘Οπως και στο θέμα της ασφάλειας, αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε σε λιμενάρχες και πρόξενους να παίζουν κορώνα-γράμματα με τη ζωή μας και αποφασίσαμε ότι μόνο εμείς θα είχαμε το δικαίωμα να ελέγχουμε. Για να πετύχουμε όλους αυτούς τους στόχους, αποφασίσαμε να κάνουμε απεργία την επόμενη μέρα, 29 του μήνα. Και πράγματι, απεργήσαμε όλοι από την πρώτη στιγμή. Ο καπετάνιος και η κλίκα της εξουσίας προσπάθησαν να μας τρομοκρατήσουν αλλά ήμασταν τόσο δεμένοι μεταξύ μας που δεν κατάφεραν τίποτα. Το Σάββατο συνεχίσαμε την απεργία, κάναμε έλεγχο στις δεξαμενές πόσιμου νερού, στις αποθήκες και στα ψυγεία και απομακρύναμε ο’τι ήταν άχρηστο. Ο καπετάνιος υποχρεώθηκε να παραγγείλει φρέσκα τρόφιμα όπως το απαιτούσαμε.
Στη συνέχεια τα παραλάβαμε εμείς, αφού πρώτα τα ζυγίσαμε και υπογράψαμε την παραλαβή, για να αποφύγουμε τις λαδιές που γίνονται συνήθως, γιατί τίποτα δεν εμποδίζει έναν καπετάνιο να παραλάβει 70 κιλά κρέας και να γράψει ότι παρέλαβε 200. Κατόπι, απαιτήσαμε για να γυρίσουμε στη δουλειά, τις μπύρες που δικαιούμαστε, επειδή σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο καθένας από μας δικαιούται δύο μπύρες τη μέρα. ‘Ετσι πήραμε επιπλέον και 40 κάσες μπύρες, που βέβαια δεν προλάβαμε να πιούμε.
Αυτές οι κατακτήσεις μπορεί να μη θεωρηθούν και πολύ μεγάλες, αλλά για μας η σημασία τους βρισκόταν κύρια στο γεγονός ότι για πρώτη φορά μπήκε ένα καυτό θέμα, δηλ. το να παραλαβαίνουμε εμείς τα τρόφιμα, το να ελέγχουμε εμείς τα ψυγεία και τις αποθήκες τροφίμων, το να δουλεύουμε εμείς όπως θέλουμε. ‘Ετσι κάναμε τα πρώτα βήματα για να γίνουμε εμείς κύριοι στους χώρους δουλειάς.
Τι μεσολάβησε ώστε ν’ αμφισβητηθεί αυτή η νίκη; Τι ρόλο έπαιξε ο πρόξενος που, ανάμεσα στ’ άλλα, σας κατηγορεί στις πρόσφατες δίκες και για στάση;
Ενώ έδειχνε να υποχωρεί μπροστά στην αποφασιστικότητά μας, ο καπετάνιος έκανε την ίδια στιγμή επαφές με τον ‘Ελληνα πρόξενο του Ρίο, με το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και με την εταιρεία στον Πειραιά.
Προετοίμαζε έτσι την επίθεσή του. Και φτάνουμε στις 31 του μήνα. Το απόγευμα αυτής της μέρας αρχίζει κατά κάποιο τρόπο η επίθεση του εφοπλισμού. Συγκεκριμένα, στις 6 η ώρα, εμφανίζεται ο καπετάνιος με δύο αστυνομικούς και ειδοποιεί τον Β’ μηχανικό ότι σε πέντε λεπτά πρέπει να εγκαταλείψει το βαπόρι. Είχαμε φυσικά προβλέψει ότι αυτά που πετύχαμε, για να τα κρατήσουμε, θα έπρεπε να αγωνιστούμε. Είχαμε προβλέψει ότι ήταν δυνατό να δεχτούμε μία επίθεση αυτού του είδους. Γιατί βασικά οι εφοπλιστές, όπως κι όλοι οι κεφαλαιοκράτες, όταν δεν μπορούν να περάσουν σε μία ολομέτωπη επίθεση ενάντια σε 25 άτομα, είναι φυσικό να προσπαθούν να διώξουν μερικούς για να πέσει το κίνημα.
‘Οταν όμως απαίτησαν από τον Β’ μηχανικό να εγκαταλείψει το βαπόρι, κινητοποιήθηκαν αμέσως όλοι οι συνάδελφοί του που απεργούσαν, καταλάβαμε τους διαδρόμους και τη σκάλα του βαποριού, κι έτσι αναγκάσαμε τους δύο αστυνομικούς να εγκαταλείψουν αυτοί το βαπόρι.
Την ίδια ώρα, κάτω από το βαπόρι, ήταν περίπου 20 ένοπλοι αστυνομικοί που προσπάθησαν ν’ ανέβουν. Σηκώσαμε όμως τη σκάλα και αποφύγαμε προς στιγμή τη σύλληψη. Μετά απ’ αυτό, στις 11 το βράδυ, καταφθάνει κι ο έλληνας πρόξενος. Στην αρχή δεν δεχτήκαμε ν’ ανέβει στο βαπόρι για να κάνει διαπραγματεύσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι ξέρουμε ξεκάθαρα πως υπερασπίζεται τα συμφέροντα του εφοπλισμού. Τελικά όμως τον αφήσαμε, αλλά όπως αποδείχτηκε, όπως φαίνεται και σήμερα στις δίκες, αυτός ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα νεκροθάφτης μας.
‘Οταν λοιπόν ανέβηκε επάνω και αντιμετώπισε σχεδόν όλο το πλήρωμα ξεσηκωμένο ενάντια στον εφοπλισμό, αναγκάστηκε κι αυτός να δαγκώσει τη γλώσσα του και να “αναγνωρίσει” ότι είναι δίκαια τα αιτήματά μας, ότι θα λυθούν, κλπ. Μας “συνέστησε ψυχραιμία” και “να πάμε να κοιμηθούμε ήρεμοι στα κρεβάτια μας”. Πάνω σ’ αυτό, βέβαια, δεν ξεγέλασε κανέναν. Ξέραμε ότι προσπαθούσε να μας στείλει για ύπνο για να διευκολύνει το έργο της αστυνομίας, που έξω ετοιμαζόταν για το μεγάλο “ντου”. Πράγματι, κατά τις 1 τη νύχτα, έφυγε ο πρόξενος από το βαπόρι, και κατά τις 2.30 άρχισαν να καταφθάνουν πυροσβεστικά οχήματα και να στήνουν σκάλες στο βαπόρι, οπότε έγινε και η τελική επίθεση.
‘Εγινε γνωστός ο αγώνας σας στους Βραζιλιάνους εργάτες που δούλευαν στο λιμάνι;
Κατ’ αρχή, είχαμε την υποστήριξη των Βραζιλιάνων εργατών που δούλευαν πάνω στο βαπόρι, και που είδαν από κοντά τι συνέβαινε. Μάλιστα, στις φωτογραφίες που τράβηξε η βραζιλιάνικη αστυνομία, υπήρχαν σημαδεμένοι με βέλος μερικοί Βραζιλιάνοι εργάτες και μας ανέκριναν αργότερα συνέχεια για να τους ανακαλύψουν. Στο λιμάνι, όμως, επειδή ήταν κάπως αργά, και μας είχαν απομονώσει δυνάμεις της αστυνομίας μαζί με 40-50 ασφαλίτες με πολιτικά και οπλισμένους με αυτόματα, που πιστεύω πως θα ήταν το “ανφάν γκατέ” και το καλύτερο στήριγμα της Βραζιλιάνικης χούντας, η κινητοποίηση δεν μπόρεσε να πάρει έκταση. Νομίζω όμως ότι ο αγώνας μας πρέπει να είχε απήχηση στους Βραζιλιάνους εργάτες που βρίσκονταν εκεί. Εξάλλου, είχαμε φροντίσει να βάλουμε και δύο πανό πάνω στη σκάλα με τα συνθήματα “Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη” και “Απεργούμε”, μεταφρασμένα στα βραζιλιάνικα.
Βέβαια, αν είχαμε μπορέσει να κρατήσει η απεργία αρκετές μέρες ακόμα, πιστεύω ότι θα υπήρχε μεγαλύτερη κινητοποίηση και συμπαράσταση των Βραζιλιάνων εργατών.
‘Οταν έγινε η επίθεση της Βραζιλιάνικης αστυνομίας, πως την αντιμετωπίσατε; Και πως καταφέρατε στη συνέχεια να γλιτώσετε από τα μπουντρούμια της χούντας;
Βλέποντας ότι κάθε λεπτό κατέφθαναν και καινούργιες δυνάμεις της αστυνομίας κι ‘οτι από στιγμή σε στιγμή θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε την επίθεσή τους, συζητήσαμε στα γρήγορα διάφορες προτάσεις για το τι θα έπρεπε να κάνουμε. Μία πρόταση ήταν να αντιμετωπίσουμε δυναμικά τους αστυνομικούς για να μη μπορέσουν ν’ ανεβούν επάνω, η δεύτερη ήταν να παραδωθούμε αμέσως.
Η τρίτη λύση, που φάνηκε και η πιο σωστή, ήταν να κρυφτούμε σε καλά σημεία, να κάνουμε συσκοτισμό του βαποριού, ώστε να μη μας συλλάβουν τη νύχτα και να έχουμε την επόμενη μέρα την υποστήριξη των Βραζιλιάνων λιμενεργατών και ναυτών. Αυτό κι έγινε. Μόλις οι πρώτοι έκαναν να ανέβουν πάνω στο βαπόρι, εμείς τρέξαμε κατευθείαν στις ηλεκτρομηχανές, τις σταματήσαμε, κάναμε συσκότιση και κρυφτήκαμε σε πολλά σημεία του βαποριού, σε αμπάρια λόγου χάρη κι οι περισσότεροι στο μηχανοστάσιο.
Προς στιγμή, οι Βραζιλιάνοι αστυνομικοί βρέθηκαν σε αμηχανία και τους καθυστερήσαμε πολύ. ‘Αρχισαν την επίθεση στις 2.30 και ο τελευταίος συνελήφθη στις 7 το πρωί μέσα σε μία δεξαμενή γεμάτη λάδια απ’ όπου έπλεε μόνο το κεφάλι του. Αλλά και πάλι θα μας είχαν πιάσει πολύ αργότερα αν δεν είχαν χρησιμοποιήσει, κι αυτοί με τη σειρά τους, ορισμένες μεθόδους αντάξιες αστυνομικών κι ιδιαίτερα Βραζιλιάνων αστυνομικών. ‘Οχι μόνο γιατί δέχτηκαν βοήθεια από πολεμικά βραζιλιάνικα πλοία -είμαστε και κοντά στο ναύσταθμο- που έριξαν τους προβολείς τους πάνω στο Aeolian.
Αλλά το χειρότερο ήταν ότι όποιον συνελάμβαναν, και συνέλαβαν αμέσως ένα-δύο άτομα που δυστυχώς άκουσαν τον πρόξενο και πήγαν να κοιμηθούν, τον σάπιζαν κυριολεκτικά στο ξύλο και τον ανάγκαζαν να ομολογήσει τα πιθανά μέρη όπου κρυβόντουσαν οι άλλοι συνάδελφοι. Πρέπει να πω εδώ ότι κανένα από τα παιδιά αυτά δεν ήθελε φυσικά να καταδώσει τους συναδέλφους του, αλλά οι βασανισμοί ήταν τόσο τρομεροί -να σκεφτείς ότι σ’ ένα συνάδελφο έσβυσαν και τσιγάρο πάνω στο χέρι του, ενώ όλους τους χτυπούσαν με γκλομπς ακόμα και στο κεφάλι- που κατάφεραν κατά τις 7 το πρωί να μας έχουν συλλάβει όλους.
Τότε μας οδήγησαν μπροστά στον καπετάνιο, ο οποίος κατέδιδε έναν-έναν αυτούς που θεωρούσε πρωτεργάτες και μας παρέδιδε στην αστυνομία. Δώδεκα από μας μπήκαν έτσι σε κλούβες, και μάλιστα στο πορτ-μπαγκάζ τους, που είναι φαίνεται για τους υπερβολικά επικίνδυνους, και μας οδήγησαν κατευθείαν στα κρατητήρια της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Βραζιλίας.
Με... κανόνια επιτέθηκαν σε ναυτικούς μας στη Βραζιλία
Σταύρος Αλατάς
Αυγή, 19.02.1977
[...] Στο λιμάνι του Ρίο, όπου είχε αγκυροβολήσει το πλοίο, το πλήρωμα ζήτησε να δημιουργηθεί επιτροπή από μέλη του που θα ελέγξει την ποιότητα των τροφίμων. Δεν βρέθηκε ίχνος φρέσκου κρέατος, ενώ επεσήμαναν φουσκομένες κονσέρβες, ζυμαρικά με σκουλίκια, σαπισμένες ντομάτες, και άλλα σκάρτα φαγητά.
Ο πλοίαρχος, μάλιστα, απευθύνθηκε στον Μηχανικό και του είπε: "Δεύτερε, ετοιμάσου, έχεις απολυθεί και σε πέντε λεπτά πρέπει να έχεις εγκαταλείψει μετά συνοδεία αστυνομικών τους οποίους έχει διατάξει ο πρόξενος να σε συλλάβουν. Ο Β' Μηχανικός ρώτησε τον καπετάνιο: "Γιατί, κύριε πλοίαρχε, απολύομαι; Με ποιο αιτιολογικό με απολύεις; Και πως έγινε η απόλυση εν αγνοία μου, ενώ ο νόμος λέει να βρίσκομαι παρών κατά την απόλυσίν μου". Ο πλοίαρχος δεν του απάντησε, αλλά έδωσε εντολή στους αστυνομικούς ότι σε πέντε λεπτά πρέπει να τον απομακρύνουν από το πλοίο. Στο διάστημα αυτών των γεγονότων, το υπόλοιπο πλήρωμα είχε αντιληφθεί ότι η αστυνομία προσπαθούσε να πάρει τον Β' μηχανικό.
Μαζεύτηκε λοιπόν στην τραπεζαρία και διαμαρτυρόντανε προς τον πλοίαρχο.
Οι αστυνομικοί, βλέποντας αυτή τη διαμαρτυρία, πιθανώς κατάλαβαν ότι υπάρχει κάποιο γενικότερο πρόβλημα. Παραιτήθηκαν της προσπάθειας απομάκρυνσης του Β' μηχανικού και ζήτησαν να μάθουν τι συμβαίνει, στο μεταξύ είχε εμφανισθεί και ο πράκτορας του βαποριού, ο οποίος και μιλούσε εγγλέζικα. Δια μέσου του πράκτορα, ενημερώσαν τους αστυνομικούς ότι υπάρχει γενικότερο πρόβλημα στο βαπόρι και ότι δεν θα απομακρυνθεί ο Β' μηχανικός. Εν συνεχεία, ο πλοίαρχος κάλεσε τον πράκτορα και τους δύο αστυνομικούς στη καμπίνα του.
Κοντά στη σκάλα του βαποριού βρισκόταν όχημα της τοπικής αστυνομίας με δύναμη 10 ανδρών οπλισμένων και προτεταμένα τα όπλα προς το πλοίο. 'Ακουσαν να τα οπλίζουν. Αμέσως μετά αποχώρησαν από το πλοίο οι δύο αστυνομικοί και ο πράκτορας. Οι αστυνομικοί πρσπάθησαν να ανέβουν από τη σκάλα με τα όπλα στραμμένα κατά πάνω. Η ώρα ήταν 17.50. Μη ξέροντας τις διθέσεις τους οι ναυτικοί σήκωσαν τη σκπάλα και στη συνέχεια τοποθέτησαν την ελληνική σημαία. Η αστυνομία βλέποντας την ελληνική σημαία στη σκάλα παραιτήθηκε από την προσπάθεια ν' ανέβει στο πλοίο. Απομακρύνθηκαν περίπου στα 10 μέτρα και περίμεναν παρατεταγμένοι με τα όπλα στραμμένα πάντα έναντι των ναυτικών.
Νέα αστυνομική δύναμη με δέκα οχήματα πλησίασε στο πλοίο. Επίσης άρχισαν να καταφθάνουν διάφορα οχήματα της τοπικής αστυνομίας. Συζητήσανε με τους ναυτικούς και τους ρωτήσανε γιατί ανέβασαν τη σκπάλα. Κι εκείνοι απάντησαν:
"Ανεβάσαμε τη σκάλα διότι δεν ξέρουμε τον λόγο που βρίσκονται οι αστυνομικές δυνάμεις στο ντόκο. Για να κατεβάσουμε δε τη σκάλα όπως μας ζητούσαν αυτοί, τους είπαμε και πάλι ότι πρώτα πρέπει να έλθει ο έλληνας πρόξενος διοτί δεν έχουνε κανένα πρόβλημα με τις βραζιλιάνικες αρχές. Και ότι τα προβλήματά μας είναι θέματα ελληνικά. Δεν πήραμε απάντηση."
Καταφθάσανε και άλλα αστυνομικά οχήματα. Ερχόμαστε σε συζήτηση και με αυτούς. Οπλοφορούσαν όλοι.
Κι αυτοί μας υποσχέθηκαν ότι ήδη ψάχνουν τον πρόξενο που σε λίγο θα έλθει στο πλοίο. Στο διάστημα αυτό γράψαμε δύο πανό. Στο ένα, στα ελληνικά "Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη" και στα βραζιλιάνικα "Κάνουμε απεργία".
Η αστυνομική δύναμη ενισχυόταν συνεχώς και περικύκλωνε όλο το παπόρι, από τη μεριά δε της θάλασσας είχαν έλθει δύο ρυμουλκά και ένα ταχυκίνητο της δίωξης, από την πρύμνη δε του βαποριού βρίσκονταν δεμένο ένα πολεμικό με τα κανόνια να έχουν στραφεί εναντίον μας. 'Αλλα δύο πολεμικά στο απέναντι μέρος της προβλήτας έχοντας και αυτά τα κανόνια στραμμένα επάνω μας."
Στη συνέχεια ανέβηκε πάνω ένας αξιωματικός της βραζιλιανικής αστυνομίας και κατηγόρησε το πλήρωμα ότι κρατούσε κλειδωμένο τον καπετάνιο. 'Οπως όμως και ο ίδιος διαπίστωσε, τέτοιο πράγμα δεν συνέβαινε.
Στις 11.30 το βράδι φτάνει ο 'Ελληνας πρόξενος μαζί με αστυνομικούς.
Διαβεβαίωσε το πλήρωμα ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Δηλώνει επίσης ότι αυτός δεν έστειλε την αστυνομία.
Προθυμοποείται κιόλας να δοκιμάσει -για να πειστεί- κάποια κονσέρβα. Αηδιάζει και δεν προχωρεί.
Η αστυνομία εξακολουθεί να βρίσκεται γύρω από το πλοίο
Η επίθεση
Αργά το βράδι φτάνουν πυροσβεστικές αντλίες και ανεβάζουν τις σκάλες τους στο πλοίο.
Στις 2.10 μετά τα μεσαύχτα εισβάλουν οι αστυνομικοί στο πλοίο πυροβολώντας και φωνάζοντας.
Οι ναυτικοί σβήνουν τα φώτα του πλοίου.
Στις 2.20 αρχίζουν οι πρώτες συλλήψεις σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια και πριόνια, ενώ τα πολεμικά πλοία έχουν στραμμένα τα πυροβόλα τους κατά του πληρώματος.
Κάθε άτομο που συλλαμβάνεται μεταφερόταν με άγριους ξυλοδαρμούς στην προβλήτα.
Ο πλοίαρχος ρωτούσε έναν έναν το πλήρωμα: "Με ποιον είσαι;"
Στην αρνητική απάντηση συνεχιζόνταν οι ξυλοδαρμοί και λυπόθυμα το πλήρωμα οδηγήθηκε στις κλούβες.
'Οταν οι αστυνομικοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες για την ανεύρεση των υπολοίπων, ξαναέσερναν δεμένα πλέον ορισμένα άτομα και τα βασάνιζαν για να μαρτυρίσουν που ευρίσκονται οι υπόλοιποι ή που είναι τα φιλμ που είχαν τραβήξει κατά τις προηγούμενες διαδραματισθέντες σκηνές, τα οποία και μετά κατέσχεσαν.
Δακρυγόνα και γκλομπς
'Αρχισαν επίσης να ρίχνουν δακρυγόνα, ενώ άνδρες του πολεμικού ναυτικού χρησιμοποιόντας στιλέτα, σιδηρόβεργες και κάνοντας χρήση υποκοπάνων και γκλομπς εισέβαλαν στο πλοίο.
Οι αστυνομικοί ανεβάζουν τον Β' μηχανικό σέρνοντάς τον μισόγυμνο και σε κακή κατάσταση, συνέχισαν να τον βασανίζουν για να τους αποκαλύψει που κρυβόταν ο ανθυποπλοίαρχος. Μετά από αρκετή ώρα βασανισμού του Β' μηχανικού και μη κατορθώνοντας να βρουν τον ανθυποπλοίαρχο, έφυγαν αφήνοντας το πλοίο μετά από την βάρβαρη επίδρομή τους να θυμίζει πεδίο από μάχη μεταξύ εχθρικών στρατευμάτων. Πήρανε μαζί τους δώδεκα άτομα τους οποίους προηγούμενα είχε υποδείξει ο πλοίαρχος.
'Ολους τους μετέφεραν στη φυλακή, όπου ανακρίθηκαν κάτω από βάρβαρες συνθήκες.
Στις 4 Φεβρουαρίου οι ναυτικοί ήταν σε άθλια κατάσταση. Και όμως, στις 6 Φεβρουαρίου, αποφασίζουν να κάνουν απεργία πείνας.
Στις 11 Φεβρουαρίου, η αστυνομία ανακοινώνει ότι εφτά άτομα θα φύγουν με δικά τους έξοδα για την Ελλάδα. Πρόκειται γι' αυτούς που κατήγγειλαν τα γεγονότα στην Αυγή.
Αυτοπυρπολήθηκε "αντάρτης" του Αιόλιαν Γουιντ
Δ. Μαυρογένη
Ελευθεροτυπία, 23.08.1977
Αυτοπυρπολήθηκε χθες τα ξημερώματα στην ταράτσα του σπιτιού του στο 'Ανω Καλαμάκι, ο ναυτικός Παναγιώτης Λιβερέτος, 29 χρονών, αρχιμηχανικός. Ο Λιβερέτος ήταν ο αρχηγός στην "ανταρσία" του πληρώματος του φορτηγού Αιόλιαν Γουίντ σε λιμάνι της Βραζιλίας πριν από μερικούς μήνες. Το πλήρωμα που διαμαρτυρόταν για τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης, κατέληξε στις βραζιλιάνικες φυλακές και όταν γύρισε στην Ελλάδα, κατηγορήθηκε για ανταρσία.
Στο πειθαρχικό, όπου παραπέμφθηκαν, καταδικάστηκαν σε αφαίρεση του ναυτικού φυλλαδίου για διάστημα από 8 ως 30 μήνες.
Η υπόθεση της ανταρσίας θα δικάζονταν και ποινικά στο Κακουργιοδικείο. Ο αρχημηχανικός - ένας πραγματικός αγωνιστής όπως τον περιγράφουν οι φίλοι του- είχε ξαναπάει στα δικαστήρια γιατί το 1974, όταν έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο, είχε υψώσει την κυπριακή σημαία στο πλοίο του που ήταν στον Περσικό Κόλπο. Είχε συλληφθεί από τις περσικές Αρχές και στη δίκη του στην Αθήνα είχε αθωωθεί.
"Η τελευταία, όμως, περιπέτεια τον τσάκισε", μας είπε στενός του φίλος.
Ο Λιβερέτος άρχισε να απομονώνεται και να μελαγχολεί. Χθες τα ξημερώματα, στις 4.10, οι αδελφές του βρήκαν το καβουρνιασμενο πτώμα του στην ταράτσα του σπιτιού του.