TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Οι 91 μέρες της κυβέρνησης Μπαρνιέ: το πιο σύντομο ανέκδοτο

Οι 91 μέρες της κυβέρνησης Μπαρνιέ: το πιο σύντομο ανέκδοτο


Η πιο βραχύβια γαλλική κυβέρνηση μετά το 1958 και την εγκαθίδρυση της 5ης Δημοκρατίας


 

Οι 91 μέρες της κυβέρνησης Μπαρνιέ: το πιο σύντομο ανέκδοτο Facebook Twitter
© Σπύρος Στάβερης


Η αποτυχία του Michel Barnier δείχνει το ανέφικτο ενός δημοκρατικού συμβιβασμού με το κεφάλαιο



Η αποτυχία του Μισέλ Μπαρνιέ δείχνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα δημοκρατικού συμβιβασμού με το κεφάλαιο. Η αναγγελθείσα πτώση του πρωθυπουργού που προκλήθηκε στο πλαίσιο της συζήτησης του προσχέδιου του προϋπολογισμού του δείχνει ότι ο γαλλικός καπιταλισμός δεν είναι έτοιμος για συμβιβασμούς και επιθυμεί μία λιτότητα χωρίς παραχωρήσεις. Μια πολιτική λιτότητας που οδηγεί απαραίτητα σε μία αυταρχική πολιτική.


Romaric Godin

Mediapart - 02.12.2024

Η αποτυχία της κυβέρνησης Μπαρνιέ είναι, πρωτίστως, η αποτυχία της προσπάθειας διαχείρισης των εσωτερικών αντιφάσεων του κεφαλαίου εντός του κοινοβουλευτικού πλαισίου. Με τον διορισμό του πρώην Ευρωπαίου Επιτρόπου στο Matignon [έδρα του Γάλλου πρωθυπουργού - σ.σ.], ο Εμανουέλ Μακρόν προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα μπλοκ ικανό να επιτύχει έναν συμβιβασμό εντός του γαλλικού κεφαλαίου. Και ήταν αυτός ο συμβιβασμός που απέτυχε.

Η αφετηρία της όλης υπόθεσης είναι, φυσικά, η καταστροφή που άφησε πίσω της η διαχείριση του Bruno Le Maire στο Bercy [υπουργείο Οικονομικών - σ.σ.] και, γενικότερα, η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολούθησε ο Εμανουέλ Μακρόν από το 2017. Με τη μαζική μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις και τους ιδιοκτήτες κεφαλαίων, παράλληλα με τη μεγάλη επιδότηση μεγάλου μέρους των μέσων παραγωγής της Γαλλίας, η πολιτική αυτή ήλπιζε να δημιουργήσει ένα αναπτυξιακό σοκ.

Το αντίθετο συνέβη. Η ανάπτυξη υποχώρησε σημαντικά κατά την πενταετή [προεδρική - σ.σ.] περίοδο. Βέβαια, οι αριθμοί μπορεί να φάνηκαν για ένα διάστημα ιδιαίτερα ικανοποιητικά, σε σύγκριση με ορισμένους από τους γείτονές μας, αλλά αυτό συνέβη μόνο επειδή η παραγωγή επιδοτήθηκε μαζικά. Η υποκείμενη παραγωγική βάση ήταν διαλυμένη, και η κατάρρευση της γαλλικής παραγωγικότητας μετά την υγειονομική κρίση ήταν ένα σαφές σύμπτωμα αυτής της πραγματικότητας. Λογικά, τα φορολογικά έσοδα δεν ακολουθούσαν τον ρυθμό της ανάπτυξης, επειδή αυτή η ανάπτυξη αγοράστηκε μόνο από τις πολιτικές στήριξης του κεφαλαίου.

Απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση, σχηματίστηκαν δύο στρατόπεδα εντός του γαλλικού καπιταλισμού. Από τη μία πλευρά, οι παραγωγικοί τομείς εξαρτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις μειώσεις φόρων και τις επιδοτήσεις, δηλαδή από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεδομένης της απουσίας αύξησης της παραγωγικότητας και της ανεπάρκειας περαιτέρω κινητήριων μοχλών για την ανάπτυξη των εξαγωγών (ο γαλλικός καπιταλισμός επικεντρώνεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση), αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποκομίσουν βραχυπρόθεσμα κέρδη.

Στην άλλη πλευρά, βρίσκουμε τους χρηματοπιστωτικούς κύκλους, οι οποίοι, στερούμενοι μετά την υγειονομική κρίση την άνευ όρων στήριξη των κεντρικών τραπεζών, αναζητούν και πάλι εγγυήσεις για τις επενδύσεις τους και απαιτούν την επιστροφή στην πειθαρχία της αγοράς. Τα συμφέροντα αυτά δέχονται επίσης πιέσεις από την αδύναμη ανάπτυξη. Χωρίς αυτήν, οι αποδόσεις είναι βέβαιο ότι θα είναι χαμηλότερες και τα κράτη πιο εύθραυστα. Επομένως, ο χρηματοπιστωτικός κόσμος απαιτεί μία ταχεία δημοσιονομική ενίσχυση, ακόμη και αν αυτό σημαίνει μία αύξηση ορισμένων εταιρικών φόρων και μία περικοπή επιδοτήσεων. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα γι' αυτούς να ζητήσουν την επανεξέταση της μεταρρύθμισης της φορολογίας του κεφαλαίου του 2018, η οποία τους ωφελεί άμεσα.

Αυτή η διαίρεση εντός του κεφαλαίου δεν συμβαίνει μόνο στη Γαλλία, αλλά εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Το πρώτο σύμπτωμα ήταν η πτώση της πρωθυπουργού Liz Truss τον Σεπτέμβριο του 2022, την οποία παρέσυρε μία μίνι κρίση χρέους όταν θέλησε να μειώσει κι άλλο τη φορολογία επιχειρήσεων. Αλλά από τότε, ο χρηματοπιστωτικός αυτός τομέας, ο οποίος είναι εξαιρετικά ισχυρός και διαθέτει κανάλια με μεγάλη διείσδυση στην κοινή γνώμη δεδομένης της χρηματιστιριοποίησης των οικονομιών, οργανώθηκε γύρω από το κίνημα του ελευθερισμού που κέρδισε τις εκλογές στην Αργεντινή και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο δικός μας καπιταλισμός της χαμηλής ανάπτυξης παράγει επομένως εσωτερικές εντάσεις εντός του κεφαλαίου. Αν η ανάπτυξη είναι αδύναμη, τα όποια κέρδη αποκομίζονται είναι εις βάρος ενός άλλου τομέα. Είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου ο καθένας προσπαθεί να ρίξει τον άλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συμβιβασμοί είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν, καθώς κανείς δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει, επειδή τα περιθώρια ελιγμών είναι πολύ περιορισμένα. Το κράτος μετατρέπεται έτσι σε πεδίο μάχης μεταξύ αυτών των συμφερόντων, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε και έναν τρίτο κομπάρσο, τον κόσμο της εργασίας.

Ποιες είναι οι εκδοχές μέσα σε ένα τέτοιο σχήμα; Θεωρητικά, υπάρχουν τρεις. Η πρώτη είναι να αντιταχθεί μετωπικά στο κεφάλαιο ο κόσμος της εργασίας, ακολουθώντας μια πολιτική αύξησης της φορολογίας εις βάρος των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων, με την ελπίδα ότι αυτό θα επιφέρει μία ανάκαμψη των δημόσιων εσόδων ικανή να ηρεμήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην πραγματικότητα, αυτή η επιλογή συνεπάγεται μία περαιτέρω εξέλιξη στο βαθμό που η εργασία, υπό τον καπιταλισμό, κυριαρχείται από το κεφάλαιο.

Ο κίνδυνος μιας αντεπίθεσης με τη μορφή μιας διπλής χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης συνεπάγεται ότι πρέπει να ακολουθηθεί τότε μια πολιτική μετασχηματισμού, οικοδομώντας με άλλα λόγια μια κοινωνία στην οποία θα μπορούμε να κάνουμε χωρίς το κεφάλαιο. Αυτή η θέση δεν είναι του παρόντος.

Η δεύτερη εκδοχή επιχειρεί να παρακάμψει τη δυσκολία της πρώτης, οργανώνοντας μια συμμαχία μεταξύ του κόσμου της εργασίας, ή ενός πλειοψηφικού μέρους του, και μιας από τις παρατάξεις του κεφαλαίου εναντίον της άλλης παράταξης. Σε γενικές γραμμές, αυτό θα σήμαινε τη διατήρηση μέρους της κοινωνικής προστασίας με αντάλλαγμα την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων ή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η δυσκολία εδώ είναι εν μέρει η ίδια όπως και πριν: η οικονομική κατάσταση είναι τόσο τεταμένη που μια αντίδραση από τη στοχευόμενη παράταξη του κεφαλαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση.

Η τελευταία εκδοχή είναι να διαμορφωθεί ένας συμβιβασμός εντός του κεφαλαίου για τη διατήρηση των συμφερόντων και των δύο ομάδων, κάνοντας την εργασία να πληρώσει καταστρέφοντας το κοινωνικό κράτος και εισάγοντας νέες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η ιδανική επιλογή για το κεφάλαιο. Το παραγωγικό κεφάλαιο διατηρεί την πρόσβασή του στο δημόσιο χρήμα και, με τη λιτότητα, βλέπει τη δυνατότητα να μειώσει το κόστος εργασίας και να αποκτήσει πρόσβαση σε νέους τομείς που παραδίδονται από το κράτος σε ιδιωτικοποιήσεις. Από την άλλη πλευρά, το χρηματιστικό κεφάλαιο βλέπει τις επενδύσεις του εγγυημένες από τη μείωση του ελλείμματος που παράγεται από την καταστροφή του κράτους πρόνοιας και τη διατήρηση των φορολογικών του πλεονεκτημάτων.

Φυσικά, αυτή την επιλογή προσπάθησε να προωθήσει ο Εμανουέλ Μακρόν με τον διορισμό του Μισέλ Μπαρνιέ. Αλλά το έργο του περιπλέκεται από την πολιτική κατάσταση. Το πρόβλημα με την επιλογή του συμβιβασμού εντός του κεφαλαίου είναι ότι είναι καταστροφική για την κοινωνία. Σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, και ακόμη περισσότερο στο γαλλικό πλαίσιο, είναι πολιτικά δύσκολο να εφαρμοστεί, παρά τη συνεχή καταιγιστική εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης υπέρ της λιτότητας.

Δεν χωρεί καμία αμφισβήτηση ότι οι Γάλλοι έχουν απορρίψει τις πολιτικές του Εμανουέλ Μακρόν, καθώς ζητούν ενισχυμένες δημόσιες υπηρεσίες και πιο αξιοπρεπείς μισθούς. Σίγουρα δεν συμφωνούν με τα μέσα για να το επιτύχουν αυτό, αλλά η βίαιη λιτότητα υπέρ του κεφαλαίου δεν έχει καμία υποστήριξη μέσα στην κοινωνία.

Λογικά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης που επιθυμούσαν να έρθουν στην εξουσία δεν μπορούσαν να αποδεχθούν αυτόν τον εσωτερικό συμβιβασμό του κεφαλαίου χωρίς να χάσουν κάθε αξιοπιστία απέναντι στο εκλογικό σώμα. Για το λόγο αυτό, οι προσπάθειες να υιοθετήσουν οι Σοσιαλιστές ή το Rassemblement National αυτή την επιλογή ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Ο Μισέλ Μπαρνιέ το συνειδητοποίησε γρήγορα και προσπάθησε να ορίσει μία τέταρτη οδό: μία οδό που θα συνίστατο στην "εξαγορά" του δικαιώματος άσκησης της λιτότητας με μερικά φορολογικά μέτρα.

Αυτή η στρατηγική ήταν η μέση λύση μεταξύ ενός συμβιβασμού εντός του κεφαλαίου και ενός συμβιβασμού μεταξύ μιας μερίδας του κεφαλαίου, στην προκειμένη περίπτωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, και του κόσμου της εργασίας. Οι αυξήσεις φόρων που επηρέαζαν την παραγωγική βάση μειώθηκαν, αλλά κατέστησαν δυνατή τη δικαιολόγηση σημαντικών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες. Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια πολιτική πλειοψηφία υπέρ της λιτότητας. Το νομοσχέδιο για τα δημοσιονομικά του 2025 είναι το προϊόν αυτής της προσπάθειας.

Αλλά έτσι υποτιμόταν η πραγματική κατάσταση του γαλλικού καπιταλισμού. Όπως έχει ειπωθεί, σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, ο συμβιβασμός είναι αδύνατος. Η αντιπολίτευση δεν μπορούσε να αποδεχτεί τη λιτότητα με αντάλλαγμα προσωρινές αυξήσεις φόρων που θα διατηρούσαν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που έχει αποκομίσει το κεφάλαιο από το 2017 και μετά. Αλλά, από την πλευρά του, το κεφάλαιο δεν θα μπορούσε να δεχτεί καμία παραχώρηση, δεδομένης, όπως είδαμε, της κατάστασής του.

Τους τελευταίους δύο μήνες, το Medef [η ισχυρότερη ένωση επιχειρηματιών - σ.σ.] φωνάζει αδιάκοπα για τις λίγες φορολογικές αυξήσεις που προβλέπονται, ενώ το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ασκεί πιέσεις, μέσω της αγοράς επιτοκίων, για να πετύχει μία δραστική μείωση του ελλείμματος. Πολιτικά, αυτό αντανακλάται στη γκρίνια του στρατοπέδου των Μακρονιστών και στην έλλειψη ενθουσιασμού για τη στήριξη της εκτελεστικής εξουσίας.

Η διαμόρφωση του προϋπολογισμού έγινε τότε μία σπαζοκεφαλιά που δεν επιδεχόταν λύση: κάθε παραχώρηση από τη μία πλευρά οδηγούσε σε μια ανισορροπία όπου η κυβέρνηση θα έχανε την πλειοψηφία της ή την εμπιστοσύνη των αγορών. Η αναγγελθείσα πτώση του Μισέλ Μπαρνιέ αποτελεί σαφή ένδειξη της αδυναμίας επίλυσης αυτής της κατάστασης εντός του  κοινοβουλευτικού και δημοκρατικού πλαισίου.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την υπόθεση αυτή είναι προφανές. Κατ' αρχάς, στην τρέχουσα οικονομική κατάσταση, το κεφάλαιο δεν είναι διατεθειμένο να δεχτεί καμία παραχώρηση υπέρ του κόσμου της εργασίας και του κοινωνικού κράτους. Αιτείται μία βίαιη λιτότητα, ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η ροή του χρήματος από το κράτος προς το παραγωγικό κεφάλαιο, διατηρώντας παράλληλα τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου.

'Επειτα, δεν υπάρχει καμία πολιτική πλειοψηφία υπέρ μιας τέτοιας πολιτικής στη σημερινή συγκυρία. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο: κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει συμφέρον να διατηρήσει την παρουσία ενός Μισέλ Μπαρνιέ στο Matignon με το κόστος της απώλειας της αξιοπιστίας του πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις μελλοντικές πολιτικές. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το RN (ή μέρος της κεντροαριστεράς) είναι έτοιμο να εφαρμόσει τις πολιτικές που απαιτεί το κεφάλαιο. Αλλά αυτό που διακυβεύεται για το RN είναι η διατήρηση των πιθανοτήτων του να έρθει στην εξουσία. Η υποστήριξη μιας τέτοιας πολιτικής λιτότητας πριν από τις προεδρικές εκλογές θα ήταν αυτοκτονική.

Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, τα πράγματα γίνονται πολύ σαφή. Εφόσον η κοινωνική λιτότητα είναι η μόνη γι' αυτό αποδεκτή επιλογή και η κοινωνία δεν τη θέλει, πρέπει να επιβληθεί παρά την κοινωνία. Με άλλα λόγια, η μόνη δυνατή πολιτική είναι μια αυταρχική πολιτική.

Η τρέχουσα πολιτική κρίση στη Γαλλία αντανακλά αυτό το γεγονός: η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός γίνονται εμπόδια για τον γαλλικό καπιταλισμό. Φυσικά, αυτό το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο- είναι το προϊόν μιας μακράς διαδικασίας κατά την οποία, κατά τη διάρκεια των δύο πενταετιών της θητείας του Εμμανουέλ Μακρόν, ο αυταρχισμός στην υπηρεσία του κεφαλαίου δεν έπαψε να εντείνεται. Αλλά καθώς το 2024 πλησιάζει στο τέλος του, δεν χωράει πλέον καμία αμφιβολία.

Υπάρχουν δύο πιθανοί δρόμοι. Είτε μια de facto αναστολή των δημοκρατικών θεσμών, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης σε αρκετές χώρες μεταξύ 2010 και 2015. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αδιάφορο - η πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών οδηγεί σε μια de facto συσπείρωση των πολιτικών δυνάμεων γύρω από την πολιτική που επιθυμεί το κεφάλαιο. Μια τεχνική κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας μπορεί τότε να αναλάβει μια τέτοια επιλογή. Αλλά και η Αριστερά μπορεί επίσης να παίξει τον ίδιο ακριβώς ρόλο, αν χρειαστεί, όπως στην Ελλάδα το 2015 ή στη Σρι Λάνκα σήμερα.

Η δεύτερη εκδοχή είναι αυτή της ακροδεξιάς. Σε αυτή την περίπτωση, η λιτότητα κρύβεται πίσω από μια πολιτική καταστολής κατά των μειονοτήτων. Στο "παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος" που ισχύει σήμερα, ένα μέρος του κόσμου της εργασίας μπορεί τότε να συσπειρωθεί γύρω από την επιλογή που επιθυμεί το κεφάλαιο με μοναδικό όφελος να δει ένα μέρος της κοινωνίας να μεταχειρίζεται με χειρότερο τρόπο από τον ίδιο.

Στη σημερινή πολιτιστική και πολιτική συγκυρία της Γαλλίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να υποστηριχτεί από ένα μέρος του κεφαλαίου. Ας θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των βουλευτικών εκλογών, τον Ιούνιο, ο πρόεδρος του RN, Jordan Bardella, είχε προετοιμάσει το έδαφος με τον "έλεγχο των δημόσιων οικονομικών" πριν από οποιαδήποτε πολιτική αυστηρής λιτότητας, τον οποία τώρα προσποιείται ότι απορρίπτει.

Η γαλλική συγκυρία δεν είναι μοναδική. Επιβεβαιώνει ότι η τρέχουσα κατάσταση βάζει τέλος στην ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι αδιαχώριστοι. Αντίθετα, η πρόκληση τώρα είναι να συνειδητοποιήσουμε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και να κατανοήσουμε ότι η υπεράσπιση του κράτους δικαίου και των ελευθεριών απαιτεί έναν αγώνα για έναν εκτεταμένο οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ