Το πιο όμορφο επάγγελμα του κόσμου
Στα παρασκήνια της βιομηχανίας της μόδας
*
'Ενα βιβλίο της ιταλίδας ανθρωπολόγου (γεννημένης στη Νάπολη)
Giulia Mensitieri
Παρίσι, Απρίλης 2012.
"Η Μία [τα ονόματα των συνομιλητών είναι αλλαγμένα] μου δίνει ραντεβού στο Chez Jeannette, ένα μπαρ του 10ου διαμερίσματος όπου συχνάζουν εργαζόμενοι στον τομέα της μόδας. 'Εχει ήδη παραγγείλει και κάθεται παρέα με τον Sebastián, τον διευθυντή ενός ανεξάρτητου και πολύ "προχωρημένου" περιοδικού μοδας. Καθώς πλησιάζω, ο Sebastian, ντυμένος με μαύρα ρούχα παράξενα κομμένα, με εξετάζει από την κορυφή ως τα νύχια. Η Μία, με τσαντάκι Prada, τζην, πουλόβερ με κουκούλα και παπούτσια Chanel, ξεσπά: "'Εκλαιγα όλο το σαββατοκύριακο. Δούλεψα με τους πελάτες του Delorge [φανταστικό όνομα] και η πίεση ήταν αφόρητη. 'Επειτα επέστρεψα στο σπίτι, στο κενό, όλα βρώμικα, μηδέν χρήματα για το νοίκι, οι μισθοί που δεν έρχονται, τα χρέη... Δεν μου μένει τίποτα, ούτε για να πάω να πιω κάτι." Ζητάει σε λίγο από τον Sebastian αν μπορεί να της δώσει δύο ευρώ για να πάρει μια μπύρα. "Τα αποτελέσματα της δουλειάς μου τα βλέπω, αλλά δεν αποδίδουν χρήματα. Το Blackberry της χτυπά, κοιτάει την οθόνη, αλλά δεν απαντά. Με καλούν από την Bouygues, με καταδιώκουν, έχω ένα χρέος 273 ευρώ και θα μου κόψουν τη σύνδεση."
Τον Οκτώβρη του 2015, ο Albert Elbaz, καλλιτεχνικός διευθυντής του διάσημου γαλλικού οίκου Lanvin, απολύεται από τους εργοδότες του μετά από 14 χρόνια συνεργασίας. Είχε δηλώσει, προκαλώντας σχόλια: "Εμείς οι σχεδιαστές ξεκινήσαμε τη σταδιοδρομία μας ως μόδιστροι με όνειρα, με διαισθήσεις, με συναισθήματα. [...] Κι έπειτα, το επάγγελμα άλλαξε. Γίναμε καλλιτεχνικοί διευθυντές. Κι ύστερα πάλι άλλαξε και γίναμε κατασκευαστές εικόνων. Ο ρόλος μας πλέον είναι να εγγυηθούμε πως οι δημιουργίες μας δείχνουν όμορφα στην οθόνη. Πρέπει να κάνουμε την οθόνη να εκραγεί, αυτός είναι ο νέος κανόνας."
Η δήλωση του Elbaz φωτίζει τις εντάσεις που προκαλούν οι εξελίξεις στη βιομηχανία της μόδας με τις επιταγές του κέρδους να έρχονται σε αντίθεση με την δημιουργική εργασία πάνω στην οποία στηρίζεται. Η ίδια ασυμβατότητα μεταξύ παραγωγικότητας και δημιουργικότητας είχε προκαλέσει μια βδομάδα πριν από την απόλυση του Elbaz, την αναχώρηση του Raf Simons, τον επί τέσσερα χρόνια καλλιτεχνικό διευθυντή στον Dior. Σε δηλώσεις του στον Τύπο, ο Simons είχε πει πως ήθελε να επικεντρωθεί σε όσα τον ενδιαφέρουν και τον συναρπάζουν. Η Suzy Menkens, μία από τις διασημότερες πέννες της μόδας, σχολίασε την είδηση στη Βρεταννική Vogue ως εξής: "Σαν πουλιά μέσα σε χρυσό κλουβί, οι δημιουργοί των μεγάλων οίκων έχουν τα πάντα: μια στρατιά από βοηθούς, οδηγούς, ταξίδια στην πρώτη θέση, πρόσβαση σε κομψά σπίτια και διάσημους πελάτες. 'Ολα, εκτός από χρόνο."
Ο Raf Simons έφυγε από τον Dior επειδή, παρά τα χρήματα και το γόητρο, όπως εξηγεί η δημοσιογράφος, έπρεπε να παράγει δέκα συλλογές το χρόνο, και δεν του έμενε πια χρόνος για εμπνεύσεις. Ζουν όμως όλοι οι δημιουργικοί εργαζόμενοι στη μόδα μέσα σε ένα χρυσό κλουβί; Τα λόγια της Suzy Menkens παρουσιάζουν ενδιαφέρουν τόσο γι' αυτά που λένε όσο και γ' αυτά που αποσιωπούν. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Raf Simons. Για την πρώτη του επίδειξη στον Dior, θέλησε να καλύψει με λουλούδια τους τοίχους ενός μεγάρου σε σικ συνοικία του Παρισιού. Χρησιμοποιήθηκαν εκατομμύρια τριαντάφυλλα, κρίνα και ορχιδέες, και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ δαπανήθηκαν από τον οίκο για να παρουσιαστεί η κολεξιόν σε ένα απαράμιλλο σκηνικό. Τα ειδησεογραφικά μέσα όλου του κόσμου κάλυψαν το γεγονός, φωτογραφίες και βίντεο κυκλοφόρησαν σε όλο τον πλανήτη με τα μοντέλα να διασχίζουν με αυτοπεποίθηση την καταστόλιστη με λουλούδια αίθουσα φορώντας πολυτελή ρούχα. Ωστόσο, παρά την τόση ορατότητα, κάποιες άλλες πλευρές που σχετίζονται με το γεγονός παραμένουν άγνωστες. Τα περισσότερα από τα μοντέλα εργάστηκαν σχεδόν δωρεάν. Επίσης, κάποιοι από τους στυλίστες που μεταμόρφωσαν σε ρούχα τις διαισθήσεις του Raf Simons αμείφθηκαν με τον κατώτατο μισθό, ή και λίγο παραπάνω.
Μόδα είναι κι αυτά όλα, και εν προκειμένω αυτή η μόδα βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου: ένας κόσμος που παράγει την πολυτέλεια και την ομορφιά με άθλιους μισθούς και εργασία που δεν αμείβεται. Η μόδα όπως την παρατήρησα είναι η Μία, στυλίστρια σε φωτογραφίσεις, που ζει σε ένα σαλόνι, στο δυάρι μιας λαϊκής γειτονιάς του Παρισιού, η Μία που την επόμενη μέρα βρίσκεται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Χονγκ Κονγκ οργανώνοντας ιδιωτικές επιδείξεις για κινέζους εκατομμυριούχους. Η μόδα είναι ένας δημοσιογράφος σαν τον Sebastián, ο οποίος, επειδή διευθύνει ένα πρωτοποριακό και "προχώ" περιοδικό, δεν αμείβει τους φωτογράφους, τους φωτιστές, τα μοντέλα, τους στυλίστες, τους εκπαιδευόμενους, τους βοηθούς στο πλατό, τους ρετουσέρ, τους μακιγιέρ, τους κομμωτές, τις μανικιουρίστες, που παράγουν τις εικόνες που δημοσιεύονται. Η μόδα είναι εκείνο το μοντέλο που παίρνει μέρος στις επιδείξεις της Chanel και πληρώνεται με κραγιόν. Η μόδα είναι εκείνος ο φωτογράφος που χρηματοδοτεί ο ίδιος ένα ρεπορτάζ για την ιταλική Vogue σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο της Ντοβίλ, χωρίς να πληρώνει τους συνεργάτες του. Η μόδα είναι εκείνα τα ρούχα που πωλούνται 30.000 ευρώ και κατασκευάζονται από στυλίστες και κεντήστρες που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θύματα εκμετάλλευσης από οίκους που αποκομίζουν ένα τεράστιο περιθώριο κέρδους πάνω στην εργασία τους. Η μόδα είναι εκείνες οι τσάντες που στοιχίζουν 10.000 ευρώ επειδή έχουν μια ετικέτα Made in Italy, ενώ κατασκευάζονται στην Κίνα. Η μόδα είναι όλα αυτά, κι ακόμη περισσότερα, και γι' αυτήν τη μόδα, όπου η επισφάλεια κρύβεται πίσω από την απαστράπτουσα πρόσοψη του καπιταλισμού, θα μιλήσουμε σ' αυτό το βιβλίο. [...]
Giulia Mensitieri, Το πιο όμορφο επάγγελμα του κόσμου - Στα παρασκήνια της βιομηχανίας της μόδας
Éditions La Découverte, Παρίσι, 2018.
(Οι πρώτες σελίδες από τον Πρόλογο, μτφ. Σ.Σ.)
Dior and I (2014), ντοκιμαντέρ του Frédéric Tcheng.