Στις καρυδιές του Αιγίου
Κείμενο-φωτογραφίες:
Λίνα Παπαδιώτη
"Είχαμε φτιάξει ένα αμάξι με καρυδότσουφλο. Μια κουβαρίστρα βάλαμε για ρόδες. Ζέψαμε δυό μυρμήγκια και φορτώσαμε τριφύλλι... Σε κανέναν μην πεις που πηγαίνουμε."
Γιάννης Ρίτσος,
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Παλιά πίστευα πώς τα καρύδια είναι ξύλινα. Ξυλόγλυπτα. Ίσως επηρεασμένη από το χρώμα και τις γραμμώσεις του καρπού, ίσως από το παραμύθι του Άντερσεν -εκείνο που αφηγείται την ιστορία της Τοσοδούλας, η οποία ήταν τόσο μικρή, που είχε για βάρκα και κρεβάτι της ένα καρυδότσουφλο. Ζώντας στην Αθήνα, τα καρύδια τα ήξερα κυρίως αποφλοιωμένα, έτοιμα προς βρώση, και το ξύλινο, όπως πίστευα, περίβλημα, το είχα συναντήσει ελάχιστα, κυρίως σαν διακοσμητικό, γι'αυτό και διατηρούσε τον μύθο του.
Πριν λίγες μέρες, λοιπόν, που βρέθηκα στη Λάκκα, ένα όμορφο χωριό του Αιγίου, άδραξα την ευκαιρία να επισκεφτώ τις κοντινές καρυδιές και να μαζέψω καρπούς για πρώτη φορά. Σαν μικρή περιπέτεια φάνταζε, όπως στο παραμύθι. Είχε μόλις σταματήσει να βρέχει, η γη ανέδιδε το άρωμά της κι οι σταγόνες στα φύλλα άστραφταν στο φως. Με μια σακούλα κρεμασμένη στο χέρι και τη φωτογραφική μου μηχανή ακολουθούσα το δρόμο που άνοιγαν μπροστά οι φίλοι που γνώριζαν το μονοπάτι, αν και οι εκπλήξεις του τοπίου με έκαναν διαρκώς να ξεστρατίζω.
Στην πρώτη καρυδιά που πλησιάσαμε αισθάνθηκα αμέσως τη χαρακτηριστική της μυρωδιά. Κοίταξα ερευνητικά στα κλαδιά της, μα οι άλλοι έσκυψαν στο έδαφος- Πρώτα ψάχνεις κάτω, μου είπαν. Μαζέψαμε όσα καρύδια είχαν πέσει στο χώμα κι έπειτα άρχισα να κρεμιέμαι από τα φύλλα της. Τα καρύδια ξεπρόβαλαν μισάνοιχτα μέσα από ένα στρογγυλό, πράσινο περίβλημα -δεν ξεχώριζες πάντα την ξύλινη μορφή τους- μα ήταν απολαυστικό να το ραγίζεις για να αποκτάς το μαργαριτάρι τους. Κι ας μαύριζαν λίγο τα χέρια σου στη διαδικασία.. (Τα παλιά χρόνια οι γυναίκες έχοντας ανακαλύψει το χρώμα που άφηνε, έβαφαν τα υφαντά και σκούραιναν τα μαλλιά τους βράζοντας φύλλα καρυδιάς).
Τα καρύδια πρέπει να τα μαζέψεις έγκαιρα, προτού σαπίσουν και προτού τα ανακαλύψουν άλλοι επισκέπτες, όπως τα ποντίκια (το έμαθα κουβαλώντας μερικά κούφια στο σπίτι)- Όχι κάθε καρυδιάς καρύδι, λοιπόν! Γιατί σε κάθε δέντρο που σταματούσαμε εγώ γινόμουν και πιο άπληστη, να βρω όσα μπορώ πριν βρέξει πάλι. Στις καρυδιές μάλιστα που ήταν σε κατηφόρα, προσπαθούσα να σχεδιάσω νοητά τη διαδρομή που ακολούθησε το καρύδι πέφτοντας. Κι έπεφτα κι εγώ, γλιστρώντας στα βρεγμένα χορτάρια, και το γέλιο μας αντηχούσε λες και ζούσαμε μέσα στο κέλυφος. Γέμισα τη σακούλα μου και συνέχισα να φωτογραφίζω για να σώσω εκείνες τις στιγμές - Ήξερα ότι κοιτώντας τες μετά θα μπορούσα να νιώσω πάλι εκείνο το άρωμα.
Επιστρέφοντας στο σπίτι ήμουν χαρούμενη, λαχανιασμένη ακόμα να προλάβω τους άλλους και το τελευταίο φως. Κρατούσα σφιχτά αυτόν τον νόστιμο και θρεπτικό καρπό και σκεφτόμουν πόσο σπουδαίο είναι να τον συλλέγεις ο ίδιος, πόσο περισσότερο τον εκτιμάς και τον ευχαριστιέσαι. (Χρειάζεται βέβαια να περιμένεις λιγάκι προτού δοκιμάσεις, για να αποξηρανθεί). Κι έτσι, εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκα σαν την Κλάρα του Αλέξανδρου Δουμά, και αντί για πρίγκηπα-Καρυοθραύστη ονειρεύτηκα καρυδόπιτες, μουσταλευριές και μελομακάρονα...
* Το παραμύθι που έγραψε το 1816 ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν (Ernst Theodor Amadeus Hoffmann) Ο Καρυοθραύστης και ο Βασιλιάς των Ποντικών, διασκευάστηκε το 1844 από τον Αλέξανδρο Δουμά, ο οποίος με ιδιαίτερη ευαισθησία έκανε την ιστορία του Καρυοθραύστη ένα τρυφερό παιδικό παραμύθι. Στα ξύλινα όνειρα της παιδικής ηλικίας, ένας Πρίγκηπας καρυοθραύστης πολεμά τον Βασιλιά των ποντικών για το ποιος θα κερδίσει το καρύδι (και την καρδιά, ίσως, της Κλάρας).
Η πρεμιέρα του μπαλέτου Καρυοθραύστης έγινε στις 18 Δεκεμβρίου του 1892 στην Αγία Πετρούπολη. Η ονειρική μουσική του Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι μέχρι και σήμερα μας κάνει να νιώθουμε πάλι παιδιά που κρέμονται απ'τα χείλη του παραμυθιού...