Θα φορέσει και πάλι το βελούδινο καπέλο της και θα πάρει τους δρόμους. Μια βιτρίνα με ξεθωριασμένα νυφικά, μια γυάλινη στάση λεωφορείου και κάπου ανάμεσα τα μπουμπούκια μιας ανοιξιάτικης αμυγδαλιάς. Λίγο πιο κει, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, μπορεί και μεγαλύτερη, με ένα παλιομοδίτικο καπέλο, στέκει από ώρα γυρισμένη προς την αμυγδαλιά.
Αν έχει πράσινο καθώς επιστρέφεις από το γραφείο κουρασμένος, τα νούμερα των δρόμων φθίνουν γρήγορα και μάλλον δεν θα προλάβεις να δεις τίποτε από όλα αυτά. Αν όμως σε πετύχει κόκκινο και αναγκαστικά μείνεις για δευτερόλεπτα σταματημένος, ίσως να δεις τη βιτρίνα ή τη στάση και μπορεί λόγω της άνοιξης και την αμυγδαλιά. Ίσως πάλι να πάρει το μάτι σου και τούτη τη γυναίκα.
Και αν είσαι εκ φύσεως λιγάκι πιο παρατηρητικός, τότε θα την έχεις σίγουρα προσέξει πολλά απογεύματα να κάθεται στην ίδια πάντα θέση κουνώντας αργά τα χείλη λες και ψιθυρίζει προσευχές –και ας είναι ολομόναχη- σα να νανουρίζει τα μπουμπούκια της αμυγδαλιάς.
«Θεότρελη», θα πεις. «Όλοι στο Δαφνί θα καταλήξουμε», θα συμπληρώσει κάποιος άλλος.
Μην ξαναπείς αυτές τις λέξεις και ας τις σκεφτείς. Μην κοιτάξεις τη γυναίκα με συμπάθεια, περιφρόνηση, φόβο ή οίκτο. Κοίταξέ την με περιέργεια. Πλησίασέ την. Κάτσε δύο βήματα διαγώνια να μην της κρύβεις το απογευματινό φως, τέντωσε καλά τα αυτιά και άκου τον ψίθυρό της.
Ένας άνδρας, γεμάτος αυτοπεποίθηση και νεανική ορμή, σ’ έναν από τους στόχους του συναντά ένα εξαιρετικό κορίτσι και το κάνει δικό του. Μα την προδίδει γρήγορα και το κορίτσι αλλάζει, γίνεται ανάπηρο, απόκοσμα σκληρό και τότε ο παππούς της ο ήλιος αφού αγκαλιάσει στοργικά τη μικρή του, σέρνει το σπαρασσόμενο σώμα της ίσια στο σκοτάδι.
Δεύτερη πράξη: Μεσημέρι στον ουρανό[2]
Κάτω από τον βαρύ ήλιο ενός ατελείωτου μεσημεριού, στη γέφυρα ενός καραβιού, ανάμεσα σε ξεπλυμένα καντήλια ενός νεκροταφείου, στο πάτωμα ενός βρώμικου δωματίου, μια μυστηριώδης γυναίκα λαχταρά βαθιά να βρει στο πρόσωπο ενός άνδρα την ευτυχία. Μα αφού αγκαλιαστούν για λίγο, ο άνδρας απελπισμένος θα της πει «Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου» και το μεσημέρι θα τελειώσει πιο γρήγορα για τη γυναίκα.
Σε μια μικρή πόλη του Νότου μια ξεχασμένη γυναικεία ψυχή, μην αντέχοντας την θλιβερότητα του κόσμου, γλιστράει –έστω και κάπως αργά- στην φαντασία για να βρει μιαν υπνωτική λύτρωση σαν την ευτυχία. Μα η ψυχή, καθώς βυθίζεται όλο και πιο πολύ στις γειτονιές ενός φανταστικού κόσμου, εκεί όπου οι πληγές δεν πονούν και οι ρυτίδες δεν φαίνονται άλλο, όλο και περισσότερο ξεμακραίνει, ξέροντας καλά πως άργησε.
Κοίταξε τούτη τη γυναίκα.
Έτσι, όπως φοράει το παλιομοδίτικο αυτό καπέλο μοιάζει στα αλήθεια με γριά αμυγδαλιά.«Ήμουν καλή;», θα σε ρωτήσει γυρνώντας προς το μέρος σου. Και καθώς θα κάνει μια μικρή υπόκλιση μια προς τα ανθάκια, μια προς τα ’σένα, χειροκρότησέ την με όλη σου τη δύναμη, και αν έχεις όρεξη πες της να συνεχίσει για λίγο ακόμη - σαν ένα μικρό encore.
Γιατί για τούτη τη γυναίκα αυτή ακριβώς η στιγμή είναι όλοκληρος ο κόσμος της, σαν φωτισμένη θεατρική σκηνή και αυτή η ηρωίδα-πρωταγωνίστρια και συ ο μονάκριβος θεατής της και το μυαλό της γεμάτο ξεχασμένες ονειροπολήσεις, παλιά θεατρικά αναγνώσματα και ίσως θαμπές αναμνήσεις. Αυτή η γυναίκα είναι αληθινά εύθραυστη και συ κρατάς για λίγο μες τα χέρια σου ολόκληρο τον κόσμο της. Ακούμπησέ την απαλά, χάρισέ της ένα μικρό αληθινό χαμόγελο και ύστερα άφησέ την ήσυχα, έτσι μονάχα ταιριάζει να χωρίσετε.
Η γυναίκα αυτή, πολλά απογεύματα κάνει έναν μεγάλο περίπατο στην πόλη. Από το Ζάππειο ως το παλιό πιλοποιείο. Φορά πάντα το ίδιο βελούδινο καπέλο και βαστά συχνά μια βαλίτσα. Σαν ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς, λίγο μετά την καταχνιά.
Και είναι όμορφη.
[1] Η ιστορία της Μήδειας.
[2] Η ιστορία της Υζέ στον Κλήρο του Μεσημεριού του Paul Claudel.
[3] Η ιστορία της Άλμα στο Καλοκαίρι και Καταχνιά του TennesseeWilliams, τρεις γυναικείες μορφές από τις πιο αγαπημένες μου.