TO BLOG ΤΟΥ M.HULOT
Facebook Twitter

Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου»

Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου»

Ή πίτσες μπλε. Πώς μια γενιά από γαστρονομικά αστοιχείωτους influencers δημιούργησαν μια υπερβολική (και ψεύτικη) εικόνα για το φαγητό. 

Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
Οι food bloggers (οι περισσότεροι γαστρονομικά αστοιχείωτοι και εντελώς αναξιόπιστοι) είναι πλέον μάστιγα, στην τηλεόραση, στα site, στο YouTube, στο TikTok, γιατί δημιουργούν μια εικόνα για το φαγητό που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.   .

Νάπολη, Σάββατο μεσημέρι, ο καιρός είναι αυτό που λες «χαρά Θεού». Φεύγουμε από το αρχαιολογικό μουσείο με πολύ καλή διάθεση, γιατί είναι η πρώτη φορά που έχουμε πετύχει σχεδόν όλες τις αίθουσες ανοιχτές, η προηγούμενη ήταν Αύγουστος και τα πάντα υπολειτουργούσαν. Είναι λίγο μετά τις δώδεκα και αποφασίζουμε να πάμε στην L'Antica Pizzeria da Michele να φάμε πίτσα -γιατί δεν νοείται να πας στην Νάπολη χωρίς να φας πίτσα, «την καλύτερη πίτσα του κόσμου», -που για τους περισσότερους ξένους tour operators είναι πάνω από κάθε αξιοθέατο, αρχαίο, νέο, ακόμα και την κοντινή Πομπηία. Το αρχαιολογικό μουσείο με τα ψηφιδωτά της Πομπηίας και τα λοιπά αριστουργήματα δεν βρίσκεται καν στην πρώτη πεντάδα. Ο Τόνι, ντόπιος ξεναγός που μας έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο στο σπίτι του, μάς λέει ότι πολλοί από τους τουρίστες δεν ενδιαφέρονται να επισκεφτούν ούτε το «μυστικό δωμάτιο» με τα ερωτικά, τούς αρκεί να δουν τις φωτογραφίες στο κινητό τους. 

Η Pizzeria da Michele είναι από τις πιτσαρίες της Νάπολης που θεωρούνται ιστορικές και το γεύμα εκεί είναι must για κάθε γαστροτουρίστα, γαστροδημοσιογράφο, food blogger, τον κόσμο δηλαδή που έδωσε σε πολλά μαγαζιά μυθικές διστάσεις τα τελευταία χρόνια. Δημιούργησαν μια κατάσταση σχεδόν ενοχική -νιώθεις ότι αν δεν φας πίτσα στα συγκεκριμένα μαγαζιά, δεν πήγες καθόλου στη Νάπολη. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τη Νάπολη. Αυτή τη στιγμή το (ντόπιο) φαγητό δεν είναι μόνο τεράστια μπίζνα, είναι και το βασικό ενδιαφέρον όλων, ταξιδιωτών και τουριστών, πλούσιων και φτωχών, μορφωμένων και ακαλλιέργητων, ίσως επειδή είναι η πρώτη ανάγκη που πρέπει να ικανοποιήσει κάποιος: είναι αδύνατο να ζήσεις χωρίς τροφή, ενώ ζεις άνετα π.χ. χωρίς να έχεις δει τα εκθέματα ενός μουσείου. Δεν είναι τυχαίο που το φαγητό εξελίχθηκε στην νούμερο ένα ατραξιόν κάθε τόπου και η εστίαση έγινε βασικός παράγοντας της εθνικής οικονομίας. Κι ως ατραξιόν γέμισε από ειδήμονες, κυριολεκτικά και σε εισαγωγικά. Οι food bloggers (οι περισσότεροι γαστρονομικά αστοιχείωτοι και εντελώς αναξιόπιστοι) είναι πλέον μάστιγα, στην τηλεόραση, στα site, στο YouTube, στο TikTok, γιατί δημιουργούν μια εικόνα για το φαγητό που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.   .

Η L'Antica Pizzeria da Michele μαζί με την Antica Pizzeria Di Matteo παίζουν εναλλάξ στο νούμερο ένα και στο νούμερο δύο στις λίστες με «την καλύτερη πίτσα του κόσμου» (υπάρχουν τουλάχιστον πέντε πιτσαρίες στη Νάπολη που διεκδικούν τον τίτλο) και είναι κάτι σαν επιβεβλημένη επίσκεψη αν θέλεις να φύγεις από την πόλη χωρίς τύψεις. Οι ειδικοί πιτσολόγοι παθαίνουν κάτι σαν απανωτούς γευστικούς ταμπλάδες με κάθε δαγκωνιά πίτσας μαργαρίτα μπροστά στην κάμερα, με τα μάτια τους να γυρνάνε ανάποδα από την ευχαρίστηση, όπως στο κοριτσάκι στον «Εξορκιστή», απαγγέλοντας γαστρονομικούς ύμνους –και ορίζοντάς σου παράλληλα τι είναι «μεγαλειώδες». «Πόσο μεγαλειώδες μπορεί να είναι ένα κομμάτι ζυμάρι με σάλτσα;» αναρωτιέται ο φίλος που τραβολογάω μέχρι το da Michele -και με προσγειώνει.   

Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
Η Pizzeria da Michele είναι από τις πιτσαρίες της Νάπολης που θεωρούνται ιστορικές και το γεύμα εκεί είναι must για κάθε γαστροτουρίστα, γαστροδημοσιογράφο, food blogger, τον κόσμο δηλαδή που έδωσε σε πολλά μαγαζιά μυθικές διστάσεις τα τελευταία χρόνια.
Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
Τα άδεια κουτιά έχουν γίνει στοίβα, η οποία όλο και μεγαλώνει, αλλά η εικόνα δεν ενοχλεί κανέναν, έτσι κι αλλιώς η Νάπολη φαίνεται να είναι ανεκτική στα σκουπίδια και στη βρόμα.

Φτάνοντας στο μαγαζί (το οποίο ανοίγει στις 12 το μεσημέρι) οι ουρές είναι ήδη τεράστιες, πλήθη κόσμου από κάθε μέρος της γης έχουν έρθει για να ζήσουν την γευστική εμπειρία που αναφέρουν οι οδηγοί, που έχουν δει στις υπερβολικές αντιδράσεις των γαστρονομικών ταξιδιωτών στο YouTube, στο Google, το Trip Advisor, το TikTok. Τουλάχιστον εκατό άτομα έχουν πάρει θέση πριν από μας σε τρεις ουρές που έχουν από τριάντα με σαράντα άτομα η κάθε μία. Οι υπόλοιποι είναι ένα μπούγιο φίλων και συγγενών που περιμένει την περίφημη μαργαρίτα στο απέναντι πεζοδρόμιο, σιωπηλά και με λαχτάρα. Το μαγαζί φτιάχνει μόνο δυο πίτσες, μαργαρίτα και μαρινάρα, 5 ευρώ έκαστη, και βλέποντας την τιμή καταλαβαίνεις ποιος είναι ο βασικός λόγος που γίνεται λαϊκό προσκύνημα: επειδή είναι το πιο φτηνό φαγητό που μπορείς να φας στη Νάπολη. Ο δεύτερος λόγος είναι η Τζούλια Ρόμπερτς. Στον χώρο του μαγαζιού γυρίστηκε το «Eat Pray Love» και από τότε που η ταινία βγήκε στις αίθουσες το μαγαζί έγινε προορισμός κάθε ρομαντικής ψυχής που ψάχνει παρηγοριά σε ένα κομμάτι ψημένο ζυμάρι. Το εξωφρενικό είναι ότι με τη δύναμη της αυθυποβολής όντως τη βρίσκει, γιατί μετά τον Γολγοθά που περνάει μέχρι να αποκτήσει το λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο ζυμάρι με την σάλτσα ντομάτας και τα φύλλα βασιλικού, η πρώτη μπουκιά φαίνεται κάτι σαν θαύμα.

Το μαγαζί έχει μόλις ανοίξει και το πλήθος του κόσμου είναι τρομακτικό, αλλά από την ανοιχτή πόρτα στα πλάγια του κτιρίου βλέπουμε τον φούρνο με τα ξύλα και την διάρκεια ψησίματος της πίτσας (λιγότερο από τρία λεπτά), οπότε εμφανίζεται μια αμυδρή ελπίδα να εξυπηρετηθούμε πριν μας πιάσει η νύχτα. Πλησιάζω τον νεαρό στην κεντρική πόρτα για να ρωτήσω σε ποια ουρά πρέπει να στηθούμε (οι ανόητοι ευελπιστούμε να βρούμε και τραπέζι). Δεν μιλάει γρι αγγλικά, μου δείχνει την ουρά στα αριστερά του και πάμε και στεκόμαστε πίσω από σαράντα άτομα, ανάμεσα σε μια οικογένεια Ελβετών και ένα ζευγάρι Ασιατών. Η διάθεσή μας είναι ακόμα καλή, μέχρι να προχωρήσει τρία μέτρα η ουρά έχουμε πιεί και από ένα Aperol Spritz από το μπαρ της γωνίας -που κάνει χρυσές δουλειές, η αναμονή το τραβάει το Aperol της.

Η δεύτερη ουρά είναι για αυτούς που θέλουν να πάρουν πίτσα στο χέρι και η τρίτη ουρά είναι κάτι ασαφές και απροσδιόριστο, στην πορεία καταλαβαίνουμε ότι είναι οι Ιταλοί πελάτες που έχουν προτεραιότητα και μπαίνουν ξεδιάντροπα, σφήνα στους υπόλοιπους. Όλοι το βρίσκουν λογικό και κανείς δεν διαμαρτύρεται, αλλά και να διαμαρτυρηθεί, ο τύπος στην πόρτα κοιτάει βλοσυρός και ατάραχος, γιατί δεν καταλαβαίνει ούτε λέξη από άλλη γλώσσα. Ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει.

Η ώρα περνάει, η ουρά έχει μείνει ακίνητη για περισσότερο από εξήντα λεπτά (έχουμε συμπληρώσει δυόμισι ώρες αναμονής), και κοιτάζουμε με ζήλεια τους τυχερούς που κατάφεραν να πάρουν ένα κουτί πίτσα και την «τσακίζουν», λερώνοντας το απέναντι πεζοδρόμιο. Τα άδεια κουτιά έχουν γίνει στοίβα, η οποία όλο και μεγαλώνει, αλλά η εικόνα δεν ενοχλεί κανέναν, έτσι κι αλλιώς η Νάπολη φαίνεται να είναι ανεκτική στα σκουπίδια και στη βρόμα. Δεν πρέπει να υπάρχει πιο βρόμικη πόλη στην Ευρώπη, αλλά αυτό είναι κάτι που την κάνει ακόμα πιο γοητευτική στους τουρίστες που μπορούν να δικαιολογήσουν τα πάντα στο όνομα της εξωτικότητας και της ελευθερίας που αποπνέει (με όλα τα στραβά της, την λατρεύω τη Νάπολη).

Η μυρωδιά που σκάει απ’ τον φούρνο είναι λιγωτική, σάλτσα ντομάτας και βασιλικός, έντονος βασιλικός -που για κάποιον λόγο μου θυμίζει επιτάφιο ή κηδεία. Ο φίλος δίπλα μου έχει αρχίσει να αγανακτεί, η υπομονή έχει εξανεμιστεί, η πείνα έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη, όταν έρχεται η σειρά μας για να μπούμε στο μαγαζί ο βλοσυρός τύπος μας δείχνει ότι όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα, οπότε μας στέλνει στη διπλανή σειρά που είναι για την πίτσα-πακέτο. Η Ελβετίδα που βρισκόταν μπροστά μας επεμβαίνει, λέει κάτι στα ιταλικά που ακούγονται σαν βρισιές και τότε ο τύπος μας δίνει ένα νούμερο για να πάρουμε το πακέτο εκτός σειράς. Ευχαριστούμε θερμά την Ελβετίδα και προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς μεταφράζεται ο αριθμός που έχουμε σε χρόνο αναμονής, γιατί πλέον έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Είμαστε δύο ώρες και 45 λεπτά στην ουρά κι είναι άγνωστο πότε θα έρθει η σειρά μας, γιατί -όλως παραδόξως- εξακολουθούν να προηγούνται σχεδόν σαράντα νούμερα. Στο μεταξύ, όλοι οι Ιταλοί που έρχονται εξυπηρετούνται χωρίς καμία καθυστέρηση. Φεύγουμε σιχτιρίζοντας (δε γαμιέται κι η πίτσα) και πάμε στην τρατορία μου μας είχε προτείνει η κυρία που πούλαγε φιγούρες του Μαραντόνα κάτω απ’ το δωμάτιο που μένουμε. Την πετύχουμε την ώρα που κλείνει για μεσημέρι (είναι 2.59 και η κουζίνα κλείνει στις τρεις) και καταλήγουμε στην πρώτη πιτσαρία που βρίσκουμε μπροστά μας. Ο φίλος μου, που έχει πιαστεί ολόκληρος από την ορθοστασία και έχει αγριέψει από την ανοργανωσιά και την αγένεια, ορκίζεται ότι δεν θα με ακολουθήσει ξανά ποτέ και πουθενά, τρώμε την πίτσα με χάλια διάθεση και σιωπηλοί γιατί η ατμόσφαιρα είναι τόσο δυναμιτισμένη που με την παραμικρή λέξη μπορεί να καταστραφεί μια σχέση χρόνων. Αισθάνομαι ακριβώς την ίδια αγανάκτηση (και κοροϊδία), αλλά δεν τολμάω να το παραδεχτώ. (Η πίτσα, ωστόσο, είναι πολύ ωραία).

Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
Aπό την ανοιχτή πόρτα στα πλάγια του κτιρίου βλέπουμε τον φούρνο με τα ξύλα και την διάρκεια ψησίματος της πίτσας (λιγότερο από τρία λεπτά), οπότε εμφανίζεται μια αμυδρή ελπίδα να εξυπηρετηθούμε πριν μας πιάσει η νύχτα.
Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
Η ώρα περνάει, η ουρά έχει μείνει ακίνητη για περισσότερο από εξήντα λεπτά (έχουμε συμπληρώσει δυόμισι ώρες αναμονής), και κοιτάζουμε με ζήλεια τους τυχερούς που κατάφεραν να πάρουν ένα κουτί πίτσα και την «τσακίζουν», λερώνοντας το απέναντι πεζοδρόμιο.

Αργά το απόγευμα, την ώρα που περιμένουμε να αρχίσουν οι «Πουριτανοί» του Μπελίνι στο Θέατρο του Σαν Κάρλο (την όπερα της Νάπολης), σκέφτομαι πόσο μεγάλη ζημιά έχουν κάνει οι προτάσεις του κάθε σαβουροφάγου και της κάθε γαστροκακομοίρας που μεγάλωσαν με chicken nuggets και ψαροκροκέτες και το παίζουν food experts, προτείνοντας αβέρτα ό,τι φαγώσιμο συναντάνε μπροστά τους και ό,τι θεωρούν ότι είναι «συγκλονιστικό» και «ανεπανάληπτο», συνήθως χωρίς να έχουν κανένα μέτρο σύγκρισης. Φυσικά, δεν είναι μόνο δική τους η ευθύνη, φταίει και το κοινό που τους παρακολουθεί και τους έκανε influencers. Εμείς, δηλαδή.

«Η πίτσα των συγκεκριμένων μαγαζιών είναι πολύ καλή, αλλά ΔΕΝ υπάρχει πίτσα ανεπανάληπτη, που να αξίζει τέτοια ταλαιπωρία» μας λέει ο Τόνι, «έτσι κι αλλιώς, στη Νάπολη δύσκολα θε πετύχεις κακή πίτσα». Ο Τόνι θεωρεί τους influencers «το τέλος των πόλεων». «Όσο περισσότεροι γίνονται, τόσο περισσότερο αποβλακώνονται οι τουρίστες και μπορούν να δεχτούν με ευκολία ό,τι τους σερβίρεις» λέει εξοργισμένος. «Το πρώτο πράγμα που με ρωτάνε οι άνθρωποι που έρχονται να μείνουν στο σπίτι μου είναι πού είναι αυτή ή η άλλη πιτσαρία που έχουν μάθει ότι είναι “οι καλύτερες”. Δεν θέλουν καν να τους δώσω συμβουλές. Μπορούν υποστούν τα πάντα για ένα κομμάτι πίτσα με σάλτσα ντομάτας, και μάλιστα χωρίς τυρί!».  

Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
«Η πίτσα των συγκεκριμένων μαγαζιών είναι πολύ καλή, αλλά ΔΕΝ υπάρχει πίτσα ανεπανάληπτη, που να αξίζει τέτοια ταλαιπωρία» μας λέει ο Τόνι, «έτσι κι αλλιώς, στη Νάπολη δύσκολα θε πετύχεις κακή πίτσα».
Στην ουρά για την «καλύτερη πίτσα του κόσμου» Facebook Twitter
«Το πρώτο πράγμα που με ρωτάνε οι άνθρωποι που έρχονται να μείνουν στο σπίτι μου είναι πού είναι αυτή ή η άλλη πιτσαρία που έχουν μάθει ότι είναι “οι καλύτερες”. Δεν θέλουν καν να τους δώσω συμβουλές. Μπορούν υποστούν τα πάντα για ένα κομμάτι πίτσα με σάλτσα ντομάτας, και μάλιστα χωρίς τυρί!».  

Την επόμενη μέρα -αφού είχα καταφέρει να δοκιμάσω την πίτσα και στις δύο «καλύτερες πιτσαρίες του κόσμου»- κάναμε ταξίδι μιας ώρας (που το είχα προγραμματίσει πριν από καιρό) για να φάμε και αυτή τη «θεϊκή» πίτσα που είχε αφιερώσει ολόκληρο επεισόδιο το Νέτφλιξ. Η άλλη επιλογή που είχαμε ήταν να δούμε το Herculaneum (και, φυσικά, νίκησαν οι εμμονές μου). Μετά το γεύμα ο φίλος μου -που με ακολούθησε αδιαμαρτύρητα για να μη μου χαλάσει το χατίρι- σταμάτησε να μου μιλάει. Ok, ήταν μια πολύ καλή πίτσα, αλλά καμία σχέση με το «θεϊκή» -κι αυτό επειδή δεν υπάρχουν «θεϊκές πίτσες». Ή τουλάχιστον, δεν υπάρχει τίποτα «θεϊκό» σε μία πίτσα που να αξίζει να χαλάσεις μια σχέση γι’ αυτό.

Αργά το κατάλαβα. Καλά να πάθω.

Nothing Days

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ