- Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο Χαλάνδρι, μια εποχή που ήταν υπέροχο, με τις γειτονιές του, τις μυρωδιές του, την άπλα του. Ήταν πρωτεύουσα, ενώ δεν ήταν πρωτεύουσα, γεμάτο μονοκατοικίες με κήπους που την άνοιξη μοσχοβολούσαν, υπήρχαν παρέες, παιδιά που έπαιζαν μπάλα στις αλάνες και κυνηγούσαν με σφεντόνα πουλιά και γάτες. Και με 17 κινηματογράφους, χειμερινούς και θερινούς.
- Ο πατέρας μου έφυγε όταν ήμουν 8 μηνών. Μας μεγάλωσε, εμένα και τον αδελφό μου, η μητέρα μου, δουλεύοντας. Ήταν δύσκολα, αλλά περήφανα, έντιμα, χαρούμενα και γενναιόδωρα. Προς το τέλος του σχολείου, καταλαβαίνω ότι με έλκει η εικόνα. Δεν είχα δική μου μηχανή, αλλά στις οικογενειακές γιορτές και στις εκδρομές, όταν έπεφτε καμιά Kodak Instamatic στα χέρια μου, τραβούσα φωτογραφίες. Ήταν καθαρές, καλές και σωστές φωτογραφίες.
- Σε ένα πανηγύρι στο Χαλάνδρι υπήρχε μια τέντα μέσα στην παιδική χαρά, με μια μαρκίζα που έλεγε «Η ασώματος κεφαλή». Ήταν η πιο συγκλονιστική εικόνα που είχα δει στη ζωή μου. Την κουβαλάω μέχρι σήμερα. Η περιέργειά μου, η μαγεία που μου άσκησε, το ξάφνιασμα που υπέστην όταν μπήκα στη σκηνή και είδα ένα πιάτο και μέσα σε αυτό ένα κεφάλι ήταν η απόλυτη παραδοξολογία. Προφανώς, είχαν σκάψει στην άμμο, είχε μπει κάποιος και υπήρχε ένα κεφάλι γερμένο μέσα στο πιάτο. Είδα τη φωτογραφία του Γουίτκιν έπειτα από χρόνια, που έδειχνε πραγματικό κεφάλι, κομμένο, σε πιάτο.
- Λίγα χρόνια μετά, σε ένα ταξίδι στην Ύδρα με την τότε φίλη μου, δανείζομαι μια μηχανή Zenith E –που ήταν σαν να είχα ένα εξωγήινο ον στα χέρια μου–, ένα ανεκτίμητο εργαλείο. Τράβηξα 5 φιλμ. Πάλι οι φωτογραφίες ήταν καθαρές, με καλά χρώματα, και βλέποντάς τες σήμερα, όπως και τις οικογενειακές, θα έλεγα ότι έτσι θα τις τράβαγα και τώρα. Τις βλέπει ένας φίλος μου, που ασχολιόταν με φωτογραφία, και μου λέει να δοκιμάσω ασπρόμαυρο.
- Τραβάω ένα ασπρόμαυρο, λοιπόν, και το έχω να κάθεται μήνες, χωρίς να το εμφανίσω. Τότε έδινα εξετάσεις για Πολυτεχνείο, αλλά δεν πέρασα εξαιτίας μιας δυνατής ερωτικής απογοήτευσης. Έχω ήδη εμπλακεί με τη φωτογραφία, όχι με την προοπτική ότι θα ζήσω από αυτό αλλά ότι θα το κάνω ως κάτι που αγαπάω πολύ. Με ενδιέφερε η φωτογραφία δρόμου, έχοντας επηρεαστεί από τον Μπρεσόν. Υπήρχαν ήδη κάποια περιοδικά που ψάχναμε και φίλοι που έφερναν από το εξωτερικό βιβλία.
- Μια μέρα συναντώ έναν γνωστό που είχε σκοτεινό θάλαμο. Του ζητάω να εμφανίσω το ασπρόμαυρο φιλμ που είχα και καθόταν. Η μεγαλύτερη αναρχία που θα μπορούσε να υπάρχει σε σκοτεινό θάλαμο ήταν εκεί μέσα, αλλά σ' εκείνο το χάος έμεινα μέρες, έως ότου έμαθα να εμφανίζω. Από κει ξεκινάει αυτή η διαδρομή. Μία από εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που έδειχνε μία πέτρα, έναν σκύλο, μία καντίνα και ένα αυτοκίνητο, για πολλούς είναι από τις σημαντικότερες φωτογραφίες που έχω κάνει στη ζωή μου.
- Συμμετέχω σε μια ομαδική έκθεση τριών Χαλανδρέων φωτογράφων στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο, όπου δείχνω τους «Χαμηλούς Ορίζοντες», μία σειρά φωτογραφιών στην οποία ακουμπάω στο έδαφος, όλα τα τεκταινόμενα συμβαίνουν στο κάτω μέρος του κάδρου και από πάνω υπάρχει πάρα πολύς ουρανός. Εκείνο, όμως, που απογείωσε τη δουλειά μου σε επίπεδο δημιουργικότητας και κλήθηκε να παρουσιαστεί στα Eυροπάλια του 1982 ήταν μέσα σε ένα κουπέ τρένου στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Ταξιδεύοντας με έναν φίλο για να φωτογραφίσουμε, παρατήρησα ότι οι φάτσες στο κουπέ ήταν συγκλονιστικές.
- Είμαι φωτογράφος που κατεξοχήν βασίζεται στο ένστικτο, μέχρι και σήμερα. Οτιδήποτε έχω σχεδιάσει στη ζωή μου είναι ένα πράγμα αδύναμο και άνοστο. Η φωτογραφία βασίζεται στην έννοια του τυχαίου, στην περίφημη «αποφασιστική στιγμή» του Μπρεσόν. Αν πάψει να είναι τυχαίο, γίνεται μια άλλη φωτογραφία, λίγο πιο ακαδημαϊκή.
- Οι τρεις φίλοι από το Αετοπούλειο καλούμαστε από τον Παπουτσάκη του «Αντί» να κάνουμε ένα βιβλίο πάνω στο νεοελληνικό κιτς, το Κάτι το ωραίον, με ιδεολογικό καθοδηγητή περί του κιτς τον Χάρη Καμπουρίδη. Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια τριών πιτσιρικάδων χωρίς καμία φωτογραφική παιδεία και ενστικτωδώς δρώντων. Ένα καταπληκτικό οδοιπορικό σε όλη την Ελλάδα με έναν σκαραβαίο, φωτογραφίζοντας το καθ' ημάς κιτς, από μνημεία μέχρι ντίσκο που θυμίζουν νεκροταφεία και αγάλματα. Ναυαρχίδα της εμπειρίας μας ο Φουρναράκης στα Φιλιατρά, ένας πύργος του Άιφελ, και ο πύργος των παραμυθιών σε ένα χωριό έξω από τα Φιλιατρά, μια πολυκατοικία-κάστρο και κανόνια δίπλα στη θάλασσα. Ο ναός του κιτς!
- Ο Πλάτων Ριβέλλης μου προτείνει να ανοίξω τον χώρο του. Εκθέτω στον Φωτοχώρο με μία σειρά από διάφορες θεματικές. Εκείνη την εποχή ξεκινάει η συνεργασία μου με τη «Γραμμή», όπου μου συμβαίνει η ευτυχής συγκυρία να συνεργαστώ με το «Τέταρτο» του Χατζιδάκι. Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του.
- Ο Χατζιδάκις είναι με διαφορά ο πιο σημαντικός Έλληνας από όσους έχω γνωρίσει. Τον ήξερα ήδη από τον καιρό που ετοιμάζαμε το Κάτι το ωραίον, που πήγαμε με τον Παπουτσάκη να του δείξουμε υλικό για να γράψει μουσική για το κιτς. Εκεί μου έκανε εντύπωση η δεινότητα του ανδρός. Είδε μια εικόνα από τη Θεσσαλονίκη και με μία πρόταση 15 λέξεων περιέγραψε την πόλη τόσο υπέροχα, τόσο ποιητικά και τόσο φωτεινά και ποιητικά, που ακόμα το θυμάμαι. Με το «Τέταρτο» ομολογώ ότι αρχίζει μια σχέση λατρείας αμφίδρομη. Γίνομαι ο αποκλειστικός φωτογράφος του περιοδικού και κάνω όλα του τα εξώφυλλα. Κάθε εξώφυλλο είναι και μία εμπειρία, γιατί για καθένα από αυτά κάναμε ειδική σύσκεψη. Συναντιόμαστε στο γραφείο του στη Βουκουρεστίου, όπου παραγγέλνει κρασιά και φαγητό, και μου λέει την ιδέα, αφήνοντάς με ελεύθερο. Κάποιες φορές ήταν φωτογραφίες μου τις οποίες του έδινα, τις μελετούσε και αποφάσιζε.
- Ο Χατζιδάκις μου έμαθε τι σημαίνει γενναιότητα και χιούμορ. Μια κολοσσιαία γενναιότητα. Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος παρήγαγε αισθητική, πολιτισμό, πολιτική, τα πάντα. Με επηρέασε όχι γιατί μου έδειχνε σώνει και καλά κάτι, αλλά παρατηρώντας τη στάση ζωής του εγώ έμαθα τη δουλειά μου. Δεν υπήρξα ποτέ στο στενό κοινωνικό του περιβάλλον, αλλά είχαμε μια εξαιρετική επαγγελματική σχέση. Μετανιώνω που δεν προλάβαμε να κάνουμε ένα βιβλίο που θα σχολίαζε φωτογραφίες μου.
- Με το που φεύγει ο Μάνος από το «Τέταρτο», πηγαίνω στον «Ταχυδρόμο». Εκεί στήνεται, χτίζεται, αυτό που θα ακολουθούσε. Είμαι πια ένας επαγγελματίας φωτογράφος. Ξεκινάει το lifestyle και συνεργάζομαι με πολλά γυναικεία περιοδικά. Κάνω πολλή μόδα, πολλά πορτρέτα και πάρα πολλά εξώφυλλα δίσκων.
- Όταν συνειδητοποιώ, κάποια στιγμή, ότι βουλιάζω, χάνοντας τη δημιουργικότητά μου, έχοντας κάνει ένα βιβλίο με τον Διονύση Φωτόπουλο, τις Αποκαλύψεις, παράλληλα με μια πετυχημένη έκθεση στη Ζουμπουλάκη –μεγάλη εμπειρία και «ταξίδι»–, με πολύ κόπο επιδιώκω να αφιερώνω ένα κομμάτι χρόνου και στην προσωπική μου δουλειά. Είμαι ο μοναδικός φωτογράφος ο οποίος παίζει μπάλα και στον εικαστικό χώρο, παράλληλα με τον επαγγελματικό χώρο.
- Είναι μια εποχή που τα περιοδικά μόδας και οι φωτογραφίσεις εκρήγνυνται κι εκεί χάνουμε ένα πολύ μεγάλο στοίχημα ως φωτογράφοι. Κυριαρχεί στην Ελλάδα η κόπια. Είμαι από τους ελάχιστους φωτογράφους που δεν μπήκαν σε αυτό, και κατ' επέκταση πληρώνω ένα τεράστιο τίμημα. Η ελληνική φωτογραφία μόδας θα μπορούσε να αποκτήσει δική της ταυτότητα – υπήρχαν λεφτά, μοντέλα, ρούχα. Να ξεπεταχτούν άνθρωποι που είχαν τις δυνατότητες, με μια γραφή που θα ήταν αποδεκτή στο εξωτερικό. Αυτό δεν έγινε. Ταλαντούχα παιδιά δεν αρνήθηκαν να κοπιάρουν. Προσωπικά, πειραματίστηκα πολύ με τη μόδα, με διάφορους τρόπους και μέσα, δανειζόμενος στοιχεία που κουβαλούσα ως εμπειρία και γραφή προσωπική από το παρελθόν. Αντιμετώπισα τη μόδα λίγο ως πορτρέτο.
- Θεωρώ ότι δημιούργησα μια προσωπική γραφή στον επαγγελματικό χώρο, όχι μόνο της μόδας, αλλά στο σύνολο της εικόνας, στη φωτογραφία. Η κάθε ιστορία, η εμπειρία μου στο lifestyle είχε πολύ ενδιαφέρον, ήταν χαριτωμένο μάθημα ζωής, αλλά οι διαδρομές μου στις προσωπικές δουλειές ήταν αφορμή ψυχανάλυσης και αυτογνωσίας. Έχω επηρεαστεί πολύ και από τον κινηματογράφο. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες είναι τεράστια πηγή έμπνευσης. Φωτογραφίζω, πια, μόνο οριζόντια, ποτέ κάθετα, έχοντας χάσει πάρα πολλές καλές φωτογραφίες, που θα ήταν πολύ πιο δυνατές κάθετες.
- Η επανεκκίνηση της δημιουργικότητάς μου έγινε αρχές του 2000, με τις «Εμφιαλώσεις» που εξέθεσα στο Επίκεντρο. Σώματα παραμορφωμένα που βυθίζω μέσα σε μπουκάλια, χωρίς καμία ψηφιακή επέμβαση. Είναι η πιο ασφυκτική δουλειά που έχω κάνει ποτέ και από κει και μετά μπαίνω σε ένα παραλήρημα δημιουργικότητας. Συνεχή πρότζεκτ, που άλλα έχουν δειχθεί και άλλα όχι. Όπως μια έκθεση στο στριπτιτζάδικο ΤΕΣΣΕΡΑ, όπου δείχνω ένα πορτφόλιο με φωτογραφίες που τραβούσα πέντε χρόνια σε διάφορα παράξενα κλαμπ και shows. Μπήκα στο απόλυτο άβατο.
- Με ενδιέφερε πολύ το κιτς. Έχω κάνει όλα τα κοστούμια του Φλωρινιώτη. Όσον αφορά το lifestyle, ενώ ήμουν από τους ανθρώπους που το φτιάχνανε, δεν συμμετείχα ποτέ στο πανηγύρι. Ήταν σαφές ότι όλο αυτό ήταν παράλογο. Άπειρα περιοδικά μόδας, περισσότερα απ' όσα έχει η Ιταλία, άπειρες φωτογραφίσεις μόδας σε μια χώρα που δεν παρήγαγε μόδα. Αλλά και κολοσσιαία εμπειρία. Όλο το ματαιόδοξο κομμάτι που έχει ο καθένας μας ικανοποιήθηκε πάρα πολύ. Μπαινόβγαινα στον χώρο αφοσιωμένος στη δουλειά μου. Γι' αυτό και κάνω ακόμα φωτογραφία, επειδή δεν με ρούφηξε κοινωνικά αυτό το περιβάλλον .
- Το πιο αξιοσημείωτο, πέρα από τη δυναμική των περιοδικών, ήταν τα μπουζούκια. Όλο αυτό το κομμάτι του Έλληνα, η ιερότητα του χώρου των μπουζουκιών, που ασκούσε εξουσία στην αισθητική. Με το τέλος του lifestyle, επιτέλους, εκλείπει ο αρχοντοχωριατισμός. Η κρίση ήταν απότομη, αλλά έφερε στα ίσα του όλο αυτό το παράλογο. Αυτή είναι η Ελλάδα, αυτά τα περιοδικά και τη μόδα μπορεί να έχει. Η Ελλάδα της δημιουργικότητας επανεκκινεί ανθρώπους ή ομάδες που είναι πραγματικά δημιουργικοί, ώστε να ξαναφτιάξουμε τον πολιτισμό που χάσαμε. Κοιμηθήκαμε πολύ καιρό σε ένα πάρτι και ξυπνήσαμε γυμνοί.
- Είναι σαν να έχω ζήσει πολλές και διαφορετικές, παράλληλες μεταξύ τους ζωές. Για μένα η φωτογραφία ήταν πέρα από το ταξίδι. Η περιέργειά μου περνούσε πάντα μέσα από τη μηχανή. Ουσιαστικά, η παρατήρησή μου στα πρότζεκτ στα οποία μπήκα και ταξίδεψα ήταν από μια περιέργεια. Άκουσα πριν από τρία χρόνια για μια Ανάσταση που γίνεται στην αιθιοπική εκκλησία και είχα την περιέργεια να τη δω. Έφτασα στον αιθιοπικό ναό στο Πολύγωνο, όπου μου έδωσαν τη δυνατότητα να φωτογραφίσω. Έτσι ξεκίνησε η αναζήτηση λατρευτικών χώρων μέσα στον λαβύρινθο της πόλης. Δεν είναι κρυφοί. Εκείνο που ενώνει όλους αυτούς τους χώρους είναι η πίστη. Κι όπως μου είπε ένα παιδί σε έναν ναό ιρακινών χριστιανών, είναι «η πατρίδα, η οικογένεια, το κομμάτι της ζωής τους το οποίο κουβαλάνε το μοναδικό μέρος όπου νιώθουν οικεία». Ο τρόπος που εκφράζεται, από θρησκεία σε θρησκεία, ακόμα και από ναό σε ναό της ίδιας θρησκείας, είναι διαφορετικός. Ήταν όλοι τους εξαιρετικά φιλόξενοι μαζί μου.
- Οι δύο χώροι, των στριπτιτζάδικων και των λατρευτικών τόπων, είχαν την έννοια του άβατου για μένα. Το άβατο με έλκυε πάντα. Η τέντα με την «ασώματο κεφαλή» εμπεριείχε ως έννοια και το άβατο. Τα backstages των στριπτιτζάδικων είχαν την αίσθηση του άβατου και μια ιερότητα. Επί της ουσίας, ήμουν ωσεί παρών, φροντίζοντας να παραμένω αόρατος. Έχω χάσει και στις δύο περιπτώσεις πολύ σημαντικές εικόνες γιατί ένιωθα ότι δεν μπορούσα να περάσω τη γραμμή όπου στάθηκα με απίστευτη περιέργεια και δέος, φωτογραφίζοντας πολλές φορές με σηκωμένη την τρίχα. Η «ασώματος κεφαλή» που επανέρχεται. Χώροι με μια μαγεία. Μια αίσθηση σαν να το βλέπω στον ύπνο μου ή σαν να το ζω.
- Η Αθήνα είναι αυτό πια. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να το αποδεχτούν, αλλά η πόλη αλλάζει. Δεν είναι μόνο δική μας η Αθήνα, ανήκει και σε αυτούς. Είναι το νέο της πρόσωπο και δεν θα έπρεπε να είναι κρυφό.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO το Νοέμβριο του 2015
σχόλια