- Ο πατέρας μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος, η μητέρα μου έκανε οικιακά. Δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική. Όταν στην εφηβεία μου είπα στον πατέρα μου ότι ήθελα να γίνω μουσικός, τρελάθηκε. Μου είπε: «Ούτε να το σκέφτεσαι, θα γίνεις οικονομολόγος». Ήθελα να πάω στην Αίγυπτο γιατί υπήρχε μια σχολή αραβικής μουσικής εκεί, για να μάθω νέι, που μου άρεσε. Μου είπε: «Εγώ πήγαινα ξυπόλυτος μια ώρα δρόμο στο σχολείο να μάθω γράμματα κι εσύ δεν εκτιμάς τη δυνατότητα που σου δίνω να σπουδάσεις;». Δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί. Τελικά, έφυγα από το σπίτι και άρχισα να δουλεύω στη Λαχαναγορά.
- Βρήκα μια φλογέρα καλαμένια, ανακάλυψα πώς φυσάνε και ήθελα να μάθω και να παίζω, γιατί μου άρεσε η δημοτική μουσική, παρόλο που άκουγα ροκ. Άρχισα να παίζω δημοτικά, επαγγελματικά, από 18 χρονών. Πήγα στον Πέτρο τον Καλύβα, έναν Τσιγγάνο «αετό» που έπαιζε φλογέρα, κλαρίνο και ζουρνά, πάρα πολύ καλό, στο συγκρότημα της Δόμνας Σαμίου. Έμενε στα Λιόσια και πήγαινα στο σπίτι του κι έκανα μαθήματα. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα φορούσε πράσινο πατούμενο και γούνα και μου είπε μια αστρονομική τιμή. Του λέω: «Δεν γίνεται καπετάνιο, δεν παίζουν τόσα». Παζάρεψα και την κατέβασα την τιμή, μέχρι που συμφώνησε σε κάτι συμβολικό, αλλά ήθελε να του στέλνει ο πατέρας μου κι ένα αρνί κάθε Πάσχα – του είχα πει ότι έμενε στο χωριό. Ήταν εκπληκτικός μουσικός. Στον τοίχο είχε μια φωτογραφία με τον ίδιο μπροστά σε ένα συνθεσάιζερ. Τον ρώτησα: «Ρε συ, Πέτρο, παίζεις και συνθεσάιζερ;». «Όχι», μου λέει, «αλλά είναι η "ονείρωξή" μου». Δίπλα του έμαθα φλογέρα και κλαρίνο, έμαθα και ζουρνά μόνος μου και άρχισα να παίζω στο «Περιβολάκι του λαού μας», μια εκπομπή του Νέστορα Μάτσα στην τηλεόραση που παρουσίαζε η Γωγώ Ατζολετάκη. Διάβαζε ένα δημοτικό ποίημα κι η κάμερα έκανε ζουμ σ' εμένα που έπαιζα φλογέρα. Έπαιζα και στην ταβέρνα της Δήμητρας στα Εξάρχεια, σε μια κομπανία που τη λέγαμε «Κομπανία». Τότε δεν υπήρχε άλλη κομπανία, ήμασταν οι πρώτοι, έτσι δεν χρειαζόταν να έχουμε όνομα. Παίζαμε ρεμπέτικα και δημοτικά, μετά ήρθε η Ρούλα η Λουκούμη, που έλεγε νησιώτικα, και κάθε φορά που παίζαμε είχαμε και άλλον μουσικό. Τότε ζούσε ο Κόρρος, που έπαιζε βιολί, ο Θόδωρος ο Κεκές, που έπαιζε εκπληκτική γκάιντα – ήταν θυρωρός και ζούσε σε ένα υπόγειο. Μας καλούσαν σε πανεπιστήμια και κάναμε συναυλίες.
- Με τα πολιτικά ασχολήθηκα πάρα πολύ έντονα, ίσως και λόγω της δικτατορίας, αλλά και μετά συνέχισα να ασχολούμαι, κάπως πιο ισορροπημένα. Στην αρχή γινόταν χαμός, ΚΠΣΠ, ΤΡΟΕΚΕ, ΔΗΠΕΚΕ, μπήκα σε ομάδες. Τότε με ενδιέφερε πάρα πολύ η πολιτική, ξεκίνησα από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, κυρίως ως individualist, όταν το περιοδικό που έβγαζε ο Νίκος ο Μπαλής και πουλάγαμε στον δρόμο έλεγε: «Μπορείτε και να το κλέψετε». Ήταν και πιο ενωμένος τότε ο χώρος. Μαζευόμασταν στα Εξάρχεια – εκείνη την εποχή είχε δρόμους γύρω-γύρω, δεν ήταν πεζόδρομοι. Εκεί, σε μια γωνία, κάθονταν οι παπατζήδες κι έπαιζαν «εδώ παπάς, εκεί παπάς» κι όταν έσκαγε περιπολικό και αρχίζαμε να κάνουμε φασαρίες, τους μάζευαν κι αυτούς. Έπεφτε γιαουρτοπόλεμος με τους παπατζήδες. Ήταν ένα μαγαζί με γιαούρτια στην πλατεία, εκεί όπου είναι σήμερα το Ginger Αle, το οποίο δεν προλάβαινε να πουλάει.
Πιστεύω ότι με τη μουσική μου έχω ένα όπλο να μιλήσω κι εγώ – όλοι πρέπει να μιλήσουμε, γιατί είναι μια εποχή πολύ ιδιαίτερη. Το θέμα είναι ότι δεν σε ακούει κανείς. Ο κόσμος είναι φλασαρισμένος, σε κακό χάλι, είναι όπως μετά τη βόμβα της Χιροσίμα, που οι άνθρωποι είχαν γίνει ζόμπι.
- Στην πλατεία Εξαρχείων παίζαμε μουσική με ηλεκτρικές κιθάρες και φορητά κασετόφωνα. Αυτοσχεδιασμοί και τέτοια. Η δικιά μας χιποκατάσταση ήρθε μετά τη δικτατορία, όπως και το πανκ ήρθε τη δεκαετία του '80. Μεγάλωσα αγαπώντας τα βινύλια, η μουσική ήταν πολύ σημαντική για μένα και σε δύσκολες εποχές με έχει βοηθήσει πολύ. Υπήρξαν χρονικές περίοδοι που έζησα από τη μουσική. Έφτιαχνα φλογέρες, σκάλιζα, έκανα πάνω τους πυρογραφίες και τις πούλαγα στον δρόμο και στον Νάκα. Συνολικά, έχω κάνει καμιά τριανταριά δουλειές. Ξεκίνησα πουλώντας βάσεις για ψυγεία, δούλεψα σε βενζινάδικο, σε ξυλουργείο, ως γκαρσόνι – ήταν πιο εύκολο τότε να είσαι σε φρικοκατάσταση. Μετά, δούλεψα σε ένα μαγαζί με είδη προικός που είχε ο αδελφός μου και έπειτα, με έναν φίλο που ο πατέρας του πούλαγε μύδια στην Κεντρική Αγορά, κάναμε οστρακοτροφείο στον Αμβρακικό. Μόλις άρχισε να πηγαίνει καλά, το πουλήσαμε και πήγα στην Κόρινθο. Μετά χώρισα, γύρισα στην Αθήνα κι έφτιαξα έναν free guide, που ήταν από τα πρώτα free press, το «Welcome to Athens», έναν αγγλόφωνο οδηγό, κυρίως εικαστικό-πολιτιστικό. Παρουσίαζα Ξενάκη και Χρήστου και κανείς δεν μου έδινε διαφήμιση, γιατί οι δισκογραφικές ήθελαν να προωθήσουν τα δικά τους, κυρίως σκυλάδικα. Πάτωσα γιατί ήταν νωρίς και οι άνθρωποι δεν έδειχναν εμπιστοσύνη σε δωρεάν έντυπα. Μετά δούλεψα ως ταξιτζής – δύσκολη δουλειά και λίγο επικίνδυνη. Ήταν κουπί σε γαλέρα, αλλά είχε καλό μεροκάματο. Μετά δούλεψα σε ένα ψιλικατζίδικο στον Χολαργό. Την εποχή εκείνη ένας άνθρωπος που είχε απέναντι από το ψιλικατζίδικο μαγαζί με χρώματα μου έδινε το μαγαζί του, επειδή έβγαινε στη σύνταξη. Μου είπε ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά δεν δέχτηκα. Δεν με ενδιέφεραν τα χρώματα, τα καρφιά και οι σκάλες, έτσι πέταξα μια στρωμένη δουλειά. Μετά δούλεψα σε οικοδομές, ως μπογιατζής και υδραυλικός. Σπάγαμε παλιά μπάνια και βρίσκαμε ό,τι άφηναν οι παλιοί μαστόροι, κουτιά από τσιγάρα, παλιές κολόνιες, αποκόμματα από εφημερίδες, σαν μηνύματα. Επίσης, πούλαγα στον δρόμο τα οριγκάμι που έφτιαχνε η γυναίκα μου, ιαπωνική τέχνη που έκανε μια Βραζιλιάνα στην Αθήνα – έζησα πάνω από έναν χρόνο με τα οριγκάμι. Στη συνέχεια, μαζί με έναν φίλο ζωγραφίζαμε ταβέρνες και πλακιώτικα στενά. Κάναμε το σχέδιο, το βάζαμε σε προτζέκτορα και σε ένα βράδυ είχαμε τελειώσει όλον τον τοίχο. Ήταν καλά φράγκα. Πολύ cult ήταν που δούλευα ως κομπάρσος σε μια σαπουνόπερα του ΑΝΤ1 κι έκανα τον κιθαρίστα στην ορχήστρα ενός σκυλά (air guitar).
- Με τον Αντώνη γνωριστήκαμε μέσω του αδελφού του, που ήταν φίλος μου. Κάποια στιγμή που την κοπάνησα από το σπίτι και η αστυνομία με έψαχνε και στο σπίτι τους, ο Αντώνης σκέφτηκε: «Κάτι παίζει μ' αυτόν». Κάναμε παρέα, είδαμε ότι ακούγαμε τα ίδια πράγματα, ήμασταν και οι δυο οπαδοί του φλίπερ και αρχίσαμε τους αυτοσχεδιασμούς. Αληταρίες, κάναμε μαζί ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ο Αντώνης έπαιζε κιθάρα. Φτιάξαμε ένα γκρουπ που λεγόταν Us and Us (Εμείς κι Εμείς), μετά ένα που λεγόταν Μαουρίτσιο Τερσίνι Όρκεστρα και μετά τους Lost Bodies. Νομίζω ότι η φιλοσοφία των Lost Bodies κρατάει ακόμα.
- Στην αρχή βγάλαμε δύο κασέτες, τη «Δο Ντίεση» και την «Αναρρόφηση Τροφής» – η αναρρόφηση τροφής ήταν ένας από τους λόγους που πέθαιναν τα πανκιά εκείνη την εποχή, από πιοτό. Κυκλοφορούσαν στην Αθήνα στο κέντρο και σε μερικά δισκάδικα σε όλη την Ελλάδα.
- Ήταν η εποχή που με κούρασε η Αθήνα και πήγα στην Κόρινθο, όπου ασχολήθηκα με το τρανς – μου άρεσε πολύ το τρανς. Φτιάξαμε μια ομάδα από ανθρώπους που ασχολούνταν με τα ψυχεδελικά, άλλοι με breakbeat, άλλοι με jungle, μιξάραμε τις μουσικές και ήταν πολύ ωραία. Έπεσε χορός με το τουλούμι. Κι επειδή ήμουν ο μεγαλύτερος, εμένα μάζευε πρώτο η αστυνομία – γιατί δεν παίζαμε σε μαγαζιά, κάναμε rave party. Ήταν '90-'92 και τα rave ήταν στο peak. Έπειτα από δύο χρόνια γάμου και με δύο παιδιά, χώρισα κι έφυγα από κει, και ήρθα στην Αθήνα. Ήταν η έξοδος του Μεσολογγίου.
- Όταν γύρισα, μετά τον χωρισμό, και ήμουν σε «ελεύθερη κατάθλιψη, ρίξτε μου σχοινί ν' ανέβω στο πάτωμα», με πήρε τηλέφωνο ο Γιάννης Αγγελάκας. Μου είπε ότι του άρεσε η δουλειά μας και ήθελε να την κυκλοφορήσει από την εταιρεία που είχε τότε στη Virgin, τη ΧΑ!!! Records. Ο πρώτος δίσκος μας, όμως, βγήκε στη Lazy Dog, γιατί είχαμε συμφωνήσει ήδη ένα CD με επιλογές από τις δύο κασέτες μας. Το θεωρούσαμε προδοσία να βγει σε βινύλιο, γιατί είχαμε τη φιλοσοφία της κασέτας που είχε σκάσει εκείνη την εποχή και δίναμε σημασία στο χειροποίητο. Τις έφτιαχνες μία-μία στο χέρι, όπως και τα φανζίν, τα χρωμάτιζες με μαρκαδόρους, κόλλαγες και καθρεφτάκια κι έβγαζες όλο σου το μεράκι.
Η ζωή με έμαθε να έχω υπομονή με τους ανθρώπους, να μην τσαλαπατάω για να μην πατήσω κανέναν. Να προσπαθώ να είμαι ευγενικός και να είμαι αισιόδοξος.
- Όλα ήταν χειροποίητα, ακόμα και ο τρόπος που ηχογραφούσαμε. Κι όλες οι παραμορφώσεις και οι θόρυβοι ήταν handmade. Φρενάραμε τις στροφές από το κασετόφωνο, ανοίγαμε σελοτέιπ μπροστά στο μικρόφωνο, ηχογραφούσαμε ήχους από το πλυντήριο που δούλευε, κόβαμε και κολλάγαμε την ταινία. Θυμάμαι, άκουγαν στο στούντιο ένα κομμάτι για να το μαστεράρουν για τον δίσκο, νομίζω το «Αναρρόφηση Τροφής», που κάνει σε σημεία καθυστέρηση στις στροφές, και νόμιζαν ότι το μηχάνημα μάσαγε την κασέτα. «Στοπ, στοπ» φώναζαν. «Όχι», τους λέω, «ρε παιδιά, έτσι είναι το κομμάτι».
- Το δεύτερο άλμπουμ μας, το «Γενετικά Καθαροί», βγήκε στην εταιρεία του Αγγελάκα. Ήταν ένας πολύ σκληρός δίσκος κι όταν τον άκουσε η εταιρεία τρόμαξε. Είχε αλλάξει ο ήχος μας μετά το drum'n'bass. Συνολικά, έχουμε βγάλει 12 CD κι ετοιμαζόμαστε να κυκλοφορήσουμε ένα διπλό βινύλιο με επιλογές από τη μουσική που έχουμε κάνει για θέατρο, χορό και σινεμά. Θα λέγεται «Ειδικός Ωκεανός» και θα το βγάλει η Underflow. Θα έχει μουσική που έχουμε κάνει για τα Χάρτινα Λουλούδια, τον Φιλοκτήτη του Μαρμαρινού, τον Προμηθέα Δεσμώτη, το Κακό, την ταινία με ζόμπι στην οποία παίζαμε garage...
- Την πόλη όπου ζω στη Βραζιλία την λένε Belo Horizonte, Καλό Ορίζοντα, και είναι η πόλη των Sepultura. Δεν έχει θάλασσα, είναι στην ενδοχώρα, αλλά έχει συγκροτήματα που παίζουν διασκευές κομματιών θρυλικών συγκροτημάτων και βλέπεις παντού αφίσες με Beatles και Iron Maiden. Η χώρα είναι μαγική. Οι παραλίες είναι εκπληκτικές και πάμε κάθε τόσο. Είναι δέκα-είκοσι χιλιομέτρων μονοκοπανιά, με άμμο πλάτους έως και πενήντα μέτρα. Από κει ξεκινάει δάσος ασύλληπτο, στο οποίο κατά τις πέντε η ώρα γυρνάνε κοπάδια από πουλιά, παπαγάλοι πολύχρωμοι που πάνε στις φωλιές τους, το βράδυ έχει πυγολαμπίδες, είναι μια χώρα παραδείσια. Βέβαια, γι' αυτούς που έχουν φράγκα είναι παράδεισος, οι φτωχοί υποφέρουν. Είναι πολλά χρόνια η ίδια δύσκολη φάση: ο μέσος μισθός είναι 200 ευρώ και για να νοικιάσεις ένα σπίτι θέλεις 700. Έτσι, οι πιο πολλοί μένουν σε φαβέλες. Και στη φαβέλα πληρώνουν νοίκι στη μαφία. Είναι δύο μαφίες, ιταλικές και οι δύο. Η μία είναι η Καμόρα και όλα τα λεφτά που μαζεύουν τα στέλνουν στην Ελβετία. Στη φαβέλα οι κάτοικοι δίνουν 20 ευρώ τον μήνα, αλλά όλος ο τζίρος γίνεται από το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων. Οι πόλεις είναι γιγαντιαίες και βλέπεις να ανεβαίνουν στο βάθος έξι χαρταετοί, κόκκινοι ή άσπροι, ανάλογα με το είδος του ναρκωτικού που έχει έρθει κάθε φορά. Το βράδυ ρίχνουν πυροτεχνήματα, με τα ίδια χρώματα. Οι μαφιόζοι φτιάχνουν ένα κέντρο υγείας με έναν γιατρό, δηλαδή, εκεί που βγάζουν εκατομμύρια, δίνουν και δύο χιλιάδες για τους εξαθλιωμένους, οπότε φαίνεται ότι κάνουν κάτι.
Οι Έλληνες του Belo Horizonte, πενήντα οικογένειες, έφυγαν από την Ελλάδα κυνηγημένοι, οι περισσότεροι μετά τον Εμφύλιο. Βρήκαν κάποιον συμπατριώτη μας «εξαίρετο», που τους είπε ότι θα τους πάει στην Αμερική, τους πήρε τα μισά από ό,τι έπαιρναν οι άλλοι και τους πήγε στη Βραζιλία. Τους είπε «Αμερική είναι» κι αυτοί νόμισαν ότι πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι μεσαία τάξη, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, παπουτσήδες, είναι και κάνα-δυο που έκαναν εμπόριο κι έχουν βγάλει κάνα φράγκο παραπάνω. Αλλά στο Belo Horizonte είναι φτωχός ο κόσμος. Στο Σάο Πάολο υπάρχει μεγάλη κοινότητα Ελλήνων, μέχρι και Έλληνες βουλευτές. Βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι ζουν με την εικόνα μιας ιδανικής Ελλάδας στο μυαλό τους. Ήρθαν κάποια στιγμή εδώ και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα γιατί έκλαιγαν, ζούσαν με την ανάμνηση των γονιών τους. Δεν μπορώ να πω ότι νιώθω νοσταλγία, γιατί κάθε τρεις μήνες είμαι εδώ. Δεν προλαβαίνω να νοσταλγήσω.
- Με ενδιαφέρει ο χώρος της αναρχίας ως κατάσταση, ως κριτική θέση, ως αυτο-οργάνωση αλλά και γιατί δίνει χώρο σε όλες τις αιρετικές απόψεις. Πιστεύω ότι με τη μουσική μου έχω ένα όπλο να μιλήσω κι εγώ – όλοι πρέπει να μιλήσουμε, γιατί είναι μια εποχή πολύ ιδιαίτερη. Το θέμα είναι ότι δεν σε ακούει κανείς. Ο κόσμος είναι φλασαρισμένος, σε κακό χάλι, είναι όπως μετά τη βόμβα της Χιροσίμα, που οι άνθρωποι είχαν γίνει ζόμπι.
- Η πολιτική δεν είναι αυτό που ζούμε. Πολιτική είναι το πώς θα οργανώσουμε τη ζωή μας καλύτερα. Αυτό που ζούμε είναι ό,τι να 'ναι, τσαρλατανισμός και ξεπούλημα. Τον κόσμο τον ξεφτίλισαν, τον έβρισαν και του είπαν ότι είναι διεφθαρμένος και ότι έφαγε λεφτά. Για πρώτη φορά στην ιστορία άρχισαν και οι Έλληνες να τσιμπάνε κάτι, γιατί για πρώτη φορά είχαν ειρήνη. Συνέχεια είχαμε πολέμους και ταραχές, τόσο κακό ήταν; Μας φόρτωσαν με ενοχές και τα πήραν όλα πίσω. Μετά έπεσαν κι άλλοι από πίσω να πουν στον κόσμο ότι ήταν μικροαστοί, επειδή βγήκαν στον δρόμο, και ρώταγαν πού ήταν όλοι αυτοί πριν. Όταν έγινε ο Μάης του '68, ρώταγε κανείς πού ήταν όλοι αυτοί τον Μάρτιο ή τον Δεκέμβριο και τι έκαναν το 1967; Ή, όταν έγινε η Οκτωβριανή Επανάσταση, ρώταγε κανείς πού ήταν όλοι αυτοί τον Αύγουστο; Δεν θυμάμαι και άλλο κίνημα μετά τη δικτατορία να έχει κρατήσει τόσο καιρό.
- Δεν είμαστε hardcore πολιτικοποιημένοι, οι μουσικές μας και οι στίχοι μας παίζουν σε πολλά επίπεδα. Είναι εξίσου σημαντικός για μας ο έρωτας, ο θάνατος, η πολιτική, όλα είναι στο ίδιο επίπεδο. Αν αφήσεις κάτι έξω, είναι αναπηρία από καλλιτεχνικής πλευράς. Αν μια εποχή αρρωσταίνει, κάτι ορμάει και παίρνει τον χώρο και των άλλων. Και αυτό είναι ένδειξη ότι κάτι είναι αρρωστημένο.
- Μου αρέσουν οι συναυλίες, παρόλο που είναι κουραστικές. Μου αρέσει το διάβασμα, το μπάνιο, η θάλασσα, οι συζητήσεις με ωραίους ανθρώπους, το σεξ πάρα πολύ. Το μαγείρεμα. Με εκνευρίζει η αναισθησία των επαγγελματιών πολιτικών, το ότι ψηφίζουν απίστευτα πράγματα και δεν τρέχει τίποτα. Και τα ξαναψηφίζουν. Τα ΜΜΕ και το πώς μανιπουλάρουν τον κόσμο είναι εξοργιστικά.
- Ο έρωτας έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι από τους αδικημένους, μάλλον είμαι από τους ευνοημένους, γιατί είχα μακροχρόνιες σχέσεις και κάτι σημαίνει αυτό. Βέβαια, έχω συνηθίσει και να συζώ. Οπότε σημαίνει ότι ξέρω πότε ο άλλος θέλει τον χώρο του. Με τη δεύτερη γυναίκα μου ζήσαμε επτά χρόνια μαζί. Η πρώτη ήταν Ελβετίδα, η δεύτερη Ελληνίδα, η τρίτη Βραζιλιάνα. Από την εμπειρία μου με τα διαζύγια, έχω καταλάβει το εξής: στις δύο τραγωδίες, παίρνεις δώρο μία κωμωδία. Είναι σαν τις πίτσες.
- Διάβαζα προχθές σε ένα βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν κάτι πολύ ωραίο, ότι ο θάνατος είναι ένας ποιητής που κανείς δεν θέλει να τον ξέρει στη χώρα του ή ένας προφήτης που αγνοούν όλοι. Έρχεται κάτι να σου πει, κάποιον ρόλο παίζει. Στην αρχή, όταν έμαθα για την αρρώστια μου, με έπιασε πανικός, αλλά στην πορεία συνειδητοποιείς ότι μπορείς να έχεις καλή ποιότητα ζωής με τα φάρμακα που υπάρχουν.
- Η ζωή με έμαθε να έχω υπομονή με τους ανθρώπους, να μην τσαλαπατάω για να μην πατήσω κανέναν. Να προσπαθώ να είμαι ευγενικός και να είμαι αισιόδοξος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO τον Ιούνιο του 2016
σχόλια