Με την Ελένη Ράντου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αποκλειστικά για το «Τζάσμιν» που ανεβάζει φέτος. Έτσι κι αλλιώς, είναι από μόνο του ένα έργο - πρόκληση, ένα σημάδι καιρών βουτηγμένων στο χρήμα (ή την έλλειψη του) και την εικόνα, ένας μικρός ύμνος στη γυναικεία απελπισία και τους αναβαθμούς της ανθρώπινης απόγνωσης – και κατόπιν όλων αυτών, ένα τέλειο ρίσκο η θεατρική μεταφορά του.
Όμως, η Ράντου δεν είναι μία μονοδιάστατη, άκαμπτη ηθοποιός ούτε κάποια που ζει εκτός πραγματικότητας. Αν και μου λέει ότι μεγάλωσε, παραμένει εκείνο το ακομπλεξάριστο, καθόλου εύκολα εντοπίσιμο είδος γυναίκας, που κινείται και ανασαίνει την καθημερινότητα με ευαισθησία και σκληράδα, με ελιγμό και αποφασιστικότητα μαζί. Το #MeToo, η ευθύνη του να μεγαλώνεις κορίτσι, το χάος της Αθήνας, η φτήνια της τηλεόρασης, η απογοήτευση από το «πρώτη φορά αριστερά» είχαν θέση σε μια κουβέντα που ξεκίνησε ανάμεσα σε δύο άγνωστες και κατέληξε σε δυο γυναίκες με παρόμοιο κώδικα και παρόμοια παθήματα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Οι γυναίκες στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια περάσαμε μια επανάσταση, όπου έβλεπες ότι το αγοροκόριτσο, το μοντέλο της ανδροποιημένης γυναίκας, όχι της γατούλας, ήταν το απόλυτο ζητούμενο. Σήμερα, γυρίσαμε πάλι πίσω: στην εύθραυστη εκδοχή της, σ' εκείνη που νιώθει σέξι όλη μέρα και όλη μέρα φοράει τακούνια κι αυτή η ευθραυστότητα των τακουνιών κάνει τον άντρα να νιώθει πιο σημαντικός, γυρίσαμε στην ευάλωτη γυναίκα.
— Γιατί «Τζάσμιν» σκέτο και όχι «Μπλου Τζάσμιν»; Τι άλλαξε;
Ζητήθηκε αν θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον τίτλο κι από τον ίδιο τον Γούντι Άλεν γιατί θεωρεί ότι είναι μία τελείως καινούρια θεατρική προσέγγιση και το πλησιέστερο που σκεφτήκαμε ήταν αυτό γιατί πραγματικά και το αγγλικό “blue” δεν μεταφράζεται καθόλου εύκολα. Δεν είναι το «θλιμμένη» ακριβώς, είναι πολύ πιο σύνθετο. Είναι το ίδιο πρόβλημα που είχα στον «Κατάδικο μου» να μεταφραστεί στα αγγλικά. Καταλήξαμε, λοιπόν, στο «Τζάσμιν» που κάνει αναφορά κι από την άλλη δεν είναι και το “Blue Jasmine”.
— Σπουδαία ταινία, μεγάλο στοίχημα η μεταφορά της στο θεατρικό πλαίσιο…
Κοίτα, κι εγώ είχα μεγάλη αμηχανία στην αρχή, όταν όμως μας στείλανε και το σενάριο –το οποίο σενάριο έχει διαφορές από την ταινία- κι άρχισα να δουλεύω το κείμενο, άρχισα να μπαίνω στη λογική ενός τελείως καινούριου έργου. Είναι κι αυτό που εντόπισε κι ο ίδιος ο Γούντι Άλεν στην αρχή, ότι καλύτερα να το εμφανίσετε ως ένα νέο έργο γραμμένο από εσάς στηριγμένο στην αρχική ιδέα. Ακριβώς τις ίδιες σκηνές να χρησιμοποιήσεις, όταν οι ηθοποιοί μιλούν την ελληνική, γίνονται άλλοι χαρακτήρες. Οπότε είχα να αντιμετωπίσω ένα έργο που απείχε πολύ απ’ αυτό που μας έχει μείνει από την ταινία. Όταν παίρνεις τέτοιο ρίσκο, οφείλεις να το ξαναγράψεις το έργο. Εκεί μου φύγανε και οι ενοχές για το αν αντέχω να αντιγράψω την πρωταγωνίστρια που ‘χει πάρει Όσκαρ… Όλα αυτά σου φεύγουν, αν ακολουθήσεις το κείμενο. Και το κείμενο όταν μιλάει ελληνικά συνειδητοποιείς ότι είναι παγκόσμιο. Ναι, γιατί μιλάει για αισθήματα, μιλάει για ακραίες στιγμές, εμείς τώρα τελευταία τις έχουμε ζήσει για τα καλά και γιατί αυτά που αφηγείται δεν έχουν εθνική ταυτότητα. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί παντού, σ’ όλον τον κόσμο. Το βλέπεις ότι ξεκινάει από έναν επεκτατικό καπιταλισμό που όταν ξεπεράσει και το τελευταίο όριο της απληστίας, επικρατεί απόλυτος παραλογισμός. Κι η ηρωίδα είναι αυτός ο παραλογισμός. Ο παραλογισμός που λέει ότι όταν έχω τα πάντα, ουσιαστικά δεν ανήκω πουθενά και δεν μου ανήκει τίποτα.
— Είναι και λίγο έργο – σπουδή πάνω στο χρήμα και τον γυναικείο ψυχισμό.
Νομίζω ότι το χρήμα από μόνο του –όποια κι αν είναι η παιδεία σου, όπου κι αν κατοικείς στον πλανήτη- θα σε διαβρώσει αδιανόητα. Το ενδιαφέρον σ’ αυτό το έργο νομίζω είναι ακριβώς αυτό: η δύναμη που έχει ένα αντικείμενο που φτιάξαμε για να συναλλασσόμαστε, να μας ξεπερνά, να βγάζει τον σκοτεινό εαυτό μας και όχι μόνο στους πλούσιους: γεννά μεγάλο κανιβαλισμό και στους φτωχούς. Είναι δύο όψεις του ίδιους νομίσματος. Γιατί κι ο φτωχός λειτουργεί κομπλεξικά απέναντι στο χρήμα, γιατί θα ‘θελε να το έχει. Ποιος δεν θα ‘θελε; Ποιον να ρωτήσεις στον δρόμο και θα σου πει «όχι, δεν θέλω!». Λέει κάτι ο κεντρικός ήρωας –ο σύζυγος, ο πιο άπληστος απ’ όλους- που μ’ αρέσει πάρα πολύ και μπορώ να το καταλάβω: ότι με το χρήμα αγοράζεις πολλές ζωές, ζεις παραπάνω από μία ζωή. Αυτό πλέον είναι υπαρξιακό, ξεφεύγει από το στενό όριο της απληστίας. Το να είσαι άπληστος με τη ζωή είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω και ως ηθοποιός το θεωρώ θείο δώρο μέσω της δουλειάς μας. Φαντάσου να μπορείς σήμερα να ξυπνάς στη Νέα Υόρκη, αύριο στο Παρίσι και μεθαύριο στο Μαρόκο. Μυρίζεις διαφορετικές μυρωδιές, ζεις τις ζωές 100 ανθρώπων. Αυτό νομίζω διαβρώνει τους ανθρώπους με κτηνώδη λεφτά. Η απληστία για τη ζωή την ίδια και το αίσθημα ότι γίνεσαι θεός, ότι μπορείς τη μια στιγμή να είσαι εδώ και την άλλη εκεί, τη μια στιγμή να κάνεις αυτό και την άλλη κάτι άλλο.
— Αλήθεια, με τι αίσθημα στέκεστε απέναντι στον Άλεν, που, μοιραία έχει εμπλακεί σε όλο αυτό το κυνηγητό από την πρώην σύζυγο και εν μέσω θύελλας που λέγεται #MeToo;
Θεωρώ ότι είναι ένας σκηνοθέτης που εξυμνεί τις γυναίκες. Ειδικά, η «Τζάσμιν» ήταν ένας ύμνος στη γυναικεία ψυχολογία. Δεν την εκθέτει την ηρωίδα. Την αγαπάει πάρα πολύ, την υποστηρίζει πάρα πολύ, τη δικαιολογεί στα πάντα. Εγώ το βρίσκω μεγαλειώδες όλο αυτό και εντοπίζω τεράστια γενναιοδωρία στο να μην κακιώσεις με όλες τις γυναίκες, επειδή με μία γυναίκα σου έχεις μία τέτοια θανάσιμη διένεξη, γιατί η Μία Φάροου, για παράδειγμα, είναι αποφασισμένη να τον καταστρέψει. Βέβαια, βρίσκω κι ακραίο αυτό που ζουν οι Αμερικανοί τους τελευταίους μήνες. Παθαίνουν κάτι νευρώσεις όταν κάνουν τα κινήματά τους, επαναστατούν τόσο άτσαλα και χωρίς ιστορική μνήμη. Τα ίδια είχαν κάνει και με τους κομμουνιστές, πετώντας έξω από το σύστημα ολόκληρες φουρνιές σκηνοθετών και καλλιτεχνών με τη ρετσινιά του κομμουνιστή. Θέλω να πω, σε τέτοιου μεγέθους καλλιτέχνες, ρίξε όση πόρτα θέλεις στα της προσωπικής τους ζωής. Αλλά αυτοί διαγράφουν τα πάντα, όταν προκύψει κάτι, ακόμη κι ως υπόνοια. Όλο αυτό που έχει συμβεί με το #MeToo αγγίζει τη νεύρωση. Με τον ίδιο τρόπο διαχειρίζονται τα χαμηλά λιπαρά, το κάπνισμα, τη vegan διατροφή, τα γυναικεία δικαιώματα, μαζικοποιημένα και προβατοειδώς.
— Εμείς πού βρισκόμαστε, λέτε, απέναντι σ’ αυτή τη φεμινιστική ανασυγκρότηση; Ρωτώ γιατί το #MeToo, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι σα να μην το υποδεχθήκαμε και με τρελό ενθουσιασμό ακριβώς…
Το #MeToo δεν έχει φτάσει ακόμη σ’ εμάς. Και δεν είναι ότι ακόμη ζούμε μια μακρά φαλλοκρατική περίοδο. Είναι κυρίως οικονομικό το θέμα. Στην Ελλάδα υπάρχει τέτοιο πρόβλημα με την εύρεση εργασίας, που η γυναίκα αυτή τη στιγμή δεν μάχεται για τη διεκδίκηση ίσης αμοιβής με τον άντρα στην εργασία. Βασικά, μάχεται για να βρει εργασία! Ας λύσουμε πρώτα τα βασικά -το πρόβλημα των ίσων ευκαιριών για αρχή- και μετά βλέπουμε και τα υπόλοιπα. Εδώ ζούμε το φαινόμενο, ακριβώς επειδή μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας, οι άντρες να είναι έτοιμοι να ποδοπατήσουν μια γυναίκα για να διατηρήσουν τα εργασιακά κεκτημένα τους, οπότε έχουμε ακόμη πολλή δουλειά στα βασικά.
— Ναι, αλλά κι εμείς είναι κάπως σα να το αποδεχόμαστε πια όλο αυτό. Όλη αυτή τη μανία με την εικόνα μας, την ομορφιά, το «με το ζόρι σέξι» το αποδίδετε κάπου;
Οι γυναίκες στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια περάσαμε μια επανάσταση, όπου έβλεπες ότι το αγοροκόριτσο, το μοντέλο της ανδροποιημένης γυναίκας, όχι της γατούλας, ήταν το απόλυτο ζητούμενο. Σήμερα, γυρίσαμε πάλι πίσω: στην εύθραυστη εκδοχή της, σ’ εκείνη που νιώθει σέξι όλη μέρα και όλη μέρα φοράει τακούνια κι αυτή η ευθραυστότητα των τακουνιών κάνει τον άντρα να νιώθει πιο σημαντικός, γυρίσαμε στην ευάλωτη γυναίκα. Στη δική μου τη γενιά καλώς ή κακώς η κοπέλα μπορεί και να φορούσε άρβυλο, έπρεπε να βγει και να διεκδικήσει αγρίως πράγματα, μια θέση στην αγορά εργασίας πρωτίστως, να πετάξει για λίγο από πάνω της τα θηλυκά της στοιχεία, να αγωνιστεί. Κι αυτό ήταν μαγκιά μεγάλη, κάτι τρομερά αποδεκτό ως στάση ζωής. Σήμερα, που δουλειές δεν υπάρχουν, η τάση είναι «ξαναγύρνα, κυρία μου στην κουζίνα σου, μη διεκδικείς κάτι που δεν υπάρχει». Γι’ αυτό και βλέπεις τέτοια επιστροφή στο πρότυπο της εύθραυστης, της λιγότερο ανταγωνιστικής προς τους άντρες.
— Πρότυπο Next Top Model, κάπως…
Αυτό πια! Ώρες – ώρες αναρωτιέμαι μήπως με την κρίση όλο αυτό το ψευτο–lifestyle είχε βρει τη θέση του, είχε βρεθεί στην αχρηστία που του αξίζει. Και ξαφνικά, λίγο μ’ αυτό το παραμύθι ότι βγήκαμε από τα μνημόνια, βλέπεις την ανάγκη του κόσμου πάλι για εικόνα. Την ανάγκη να πετάξει την ουσία, γιατί –βλέπεις- η ουσία μας ζόρισε μια πενταετία. Οπότε, τώρα ξαναγυρίσαμε στη χειρότερη μορφή αποβλάκωσης.
— Έχετε μια κόρη. Με όλη αυτή την επέλαση της εικόνας –της πλαστικοποιημένης ομορφιάς- που παίζει παντού πια –στην καθημερινότητα, στα social media, στην τηλεόραση- ανησυχήσατε ποτέ;
Α, βρίσκει τον δικό της δρόμο. Κι είναι ένας δρόμος που με αφορά πάρα πολύ, γιατί με γυρίζει στην αγνότητα των πραγμάτων. Οι απορίες της είναι τόσο ζωτικές που με γειώνει με έναν τρόπο απίστευτα υγιή. Εκείνη μου δείχνει πια ότι το γύρω – γύρω ποτέ δεν έπαιζε ρόλο, γιατί να παίξει τώρα, λοιπόν; Μου θυμίζει ποια ήμουν στα 20 και στα 30 μου, που δεν το έχω χάσει, αλλά αν θες έχει λίγο αμβλυνθεί ο θυμός μου έχει γίνει πιο φιλοσοφικός, κάτι πιο υπόγειο, πιο βαθύ, πιο δημιουργικό. Επίσης, παθαίνω λιγότερες κρίσεις πανικού. Βέβαια, αυτό σε κάνει και πιο επιεική με τα πράγματα κι αυτό έχει μέσα του μια πολύ ελαφριά μορφή παραίτησης. Δεν σου κρύβω ότι μετά τις πολιτικές μας περιπέτειες των τελευταίων 10 χρόνων, έχω πάθει μία ελαφρά…
— Ακηδία.
Ωραία λέξη! Ναι, περίπου. Κυρίως, δεν πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει τίποτα πια. Επιμένω: μπορεί να φταίει και η ηλικία.
— Λέτε, φταίει το «πρώτη φορά αριστερά»;
Λοιπόν, δεν φοβάμαι να σου πω ότι εμένα αυτό το «πρώτη φορά αριστερά» με σόκαρε. Μου μετακίνησε έναν πολύ σημαντικό άξονα μέσα μου. Ήθελα να πιστεύω ότι υπάρχει ένας χώρος που δεν θα βρεθεί ποτέ στην εξουσία γιατί είναι ιδανικός. Κι ότι αν βρεθεί θα συνεχίσει να είναι ιδανικός. Ε, εντάξει. Αυτό καταλύθηκε! Με άφησε ορφανή πολιτικά αυτό το πράγμα, με άφησε χωρίς πολιτική πατρίδα. Πολλή ορφάνια.
— Τι παρομοίωση..!
Ναι, γιατί από την αρχή πίστευα ότι δεν έπρεπε να αναμιχθεί η αριστερά με την εξουσία. Και πολύ καλά έκανε το κλασικό ΚΚΕ που έμεινε μακριά από αυτή την ιστορία. Μερικοί χώροι δεν είναι για να πραγματοποιήσουν ποτέ μία κυβερνητική αλλαγή – είναι για να βάζουν το όριο. Εννοείται ότι δεν πιστεύω ότι ο κομμουνισμός είναι κάτι εφαρμόσιμο. Είναι, όμως, κάποιες αξίες που οφείλουν να υπάρχουν για να δημιουργούν ενοχές και αντιστάσεις στην κοινωνία, όταν αρχίσει να κανιβαλίζεται πολύ άσχημα.
— Αισθάνεστε αλλαγμένη απ' όλο αυτό το ταξίδι σε ιδανικά -που δεν επαληθεύτηκαν- και σε δουλειές; Νιώθετε πλέον ότι αυτολογοκρίνεστε -και λόγω πολιτικής ορθότητας;
Μεγάλωσα. Από τις επαναλήψεις των σειρών, ο θεατής έχει την εντύπωση ότι δεν έχει περάσει μέρα, αλλά έχουν περάσει 20 χρόνια. Κοιτάω πίσω μου με νοσταλγία και τρυφερότητα, όχι «α, τι καλά που περάσαμε». Είχε την ανεμελιά, την αθωότητα, την αγνότητα (και τη μαλακία!) της ηλικίας, είχε και ελευθερίες παραπάνω, είχε και το «γιατί, όχι;». Τώρα είναι πιο εύκολο το «όχι» από το «γιατί, όχι;». Δεν έχει να κάνει μόνο με την πολιτική ορθότητα, έχει να κάνει και με την ηλικιακή ορθότητα. Στα 25 μου, περπατούσα στον δρόμο και αν μ’ ενοχλούσε κανείς, το έλυνα με ένα «άντε, γ@@σου, ρε μ@λ@κ@». Τώρα, νιώθω ακριβώς το ίδιο, αλλά είμαι η Ράντου και είναι πολύ πιθανό να με ξέρει και δεν θα του το πω. Δυστυχώς, άρχισα να προσαρμόζομαι. Τότε, ήμουν ευχάριστα απροσάρμοστη, έτσι όπως θα έπρεπε να είμαι, λιγότερο αυτολογοκριμένη. Μεγαλώνοντας, δε νιώθω την ανάγκη να είμαι τόσο επιθετική. Το καλό είναι ότι ο θυμός γίνεται πιο φιλοσοφικός, κάτι πιο υπόγειο, πιο βαθύ, πιο δημιουργικό.
Μεγάλωσα. Από τις επαναλήψεις των σειρών, ο θεατής έχει την εντύπωση ότι δεν έχει περάσει μέρα, αλλά έχουν περάσει 20 χρόνια. Κοιτάω πίσω μου με νοσταλγία και τρυφερότητα, όχι «α, τι καλά που περάσαμε». Είχε την ανεμελιά, την αθωότητα, την αγνότητα (και τη μαλακία!) της ηλικίας, είχε και ελευθερίες παραπάνω, είχε και το «γιατί, όχι;». Τώρα είναι πιο εύκολο το «όχι» από το «γιατί, όχι;».
— Έχετε «μετάφραση» γι’ αυτό που συνέβη με τον Ζακ Κωστόπουλο; Και σε δεύτερη ανάγνωση, γι’ αυτό που συνέβη με το πλήθος που είχε δημιουργήσει αρένα και απλώς παρατηρούσε το περιστατικό;
Θα σου πω κάτι: πριν από 5 χρόνια στην Ιπποκράτους πέρασε κάποιος και μου τράβαγε την τσάντα. Γύρω, υπήρχαν τουλάχιστον 100 άτομα. Φώναζα «βοήθεια» και δεν πλησίασε κανείς. Δεν είναι ότι δεν πλησίασαν επειδή αδιαφόρησαν, αλλά επειδή πάγωσαν. Χάνονται τα αντανακλαστικά. Το ‘χα επεξεργαστεί πολύ αυτό τότε και είχα καταλήξει ότι είναι σα να κάνεις delete την πληροφορία, γιατί δεν μπορείς να τη διαχειριστείς. Φυσικά, αυτό έχει εξέλιξη. Εκπαιδεύεσαι σ’ αυτή την ασχήμια. Αυτά που κάποτε βλέπαμε να συμβαίνουν στο εξωτερικό και λέγαμε «πω, πω, ντροπή», τώρα συμβαίνουν εδώ. Όταν είχα πάει πρώτη φορά στο Λονδίνο, μου είχε φανεί μια απάνθρωπη πόλη. Έχουμε γίνει τόσο πιο απάνθρωποι, που, όταν πια πηγαίνω, μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι νοιάζονται λίγο περισσότερο από ‘μας. Φαντάσου πού έχουμε φτάσει. Πλέον εδώ το ποθούμενο είναι το «δόξα τω Θεώ που δεν συνέβη σε ‘μένα» και τέλος!
— Θα μου λύσετε μια απορία για την τηλεόραση;
Αν μπορώ, με χαρά.
— Γιατί πάντα η ελληνική τηλεόραση ήταν υπόθεση ενός δωματίου; Όλες οι επιτυχημένες ελληνικές σειρές γυρίστηκαν κεκλεισμένων των θυρών. Μεγάλη τηλεόραση –με εξαίρεση «Το Νησί», «Το 10» και κάποια σίριαλ ακόμη- δεν κάναμε ποτέ, ούτε όταν λεφτά υπήρχαν. Γιατί;
Να ξέρεις ότι το φτηνό στην τηλεόραση είναι πιο δύσκολο. Γιατί απαιτεί πολύ καλό κείμενο. Όταν κλείσεις δυο ανθρώπους να μιλάνε σ’ ένα πλατό και τίποτα άλλο, για να κρατήσεις τον θεατή, πρέπει να λένε πράγματα που τον αφορούν ή να ‘χουν αλήθεια μέσα. Η «Μουρμούρα», για παράδειγμα, έχει πιάσει όλη τη γκρίνια την ελληνική και το μπίρι – μπίρι. Το «Νησί» ήταν πολύ πιο ακριβό, αλλά πολύ πιο εύκολο. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνεις το «Σ’ αγαπώ – Μ’ αγαπάς», από το να κάνεις το “Voice” ή το “Next Top Model”. Το γιατί τα προτιμούν τα κανάλια, αφορά τη δυσκολία και όχι μόνο το οικονομικό. Είναι πολύ πιο εύκολο να πάρεις το format μιας ξένης σειράς και να πατήσεις πάνω, παρά να στήσεις από την αρχή έναν μηχανισμό. Είναι ετοιμάκια και εμείς αντιγραφάκηδες. Τα κανάλια είναι της φιλοσοφίας της ταχύτητας: θα το βγάλω, θα παίξει, θα βγάλει τα λεφτά του, θα φύγω. Δεν χτίζει. Γι’ αυτό!
Info:
"Τζάσμιν" - από 01/11
Θέατρο ΔΙΑΝΑ
Συγγραφέας: Γούντυ Άλλεν
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Πρωταγωνιστούν: Ελένη Ράντου, Μάξιμος Μουμούρης, Παντελής Δεντάκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη κ.α. Συντελεστές: Θεατρική απόδοση: Ελένη Ράντου, Βαγγέλης Χατζηνικολάου
σχόλια