Όλοι γνωρίζουμε τον Βασίλη Λογοθετίδη (1898 – 20 Φεβρουαρίου 1960) μέσα από τις λιγοστές ταινίες του. Λέμε, βασικά, για εννέα ταινίες, που γυρίστηκαν και προβλήθηκαν όλες μέσα σε μια δεκαετία, από το 1948 έως το 1958.
Οι ταινίες αυτές είναι: Οι Γερμανοί Ξανάρχονται... (σκην. Αλέκος Σακελλάριος, 1948), Ένα Βότσαλο στη Λίμνη... (Αλέκος Σακελλάριος, 1952), Σάντα Τσικίτα (Αλέκος Σακελλάριος, 1953), Δεσποινίς Ετών "39" (Αλέκος Σακελλάριος, 1954), Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά (Αλέκος Σακελλάριος, 1955), Ιστορία μιας Κάλπικης Λίρας ή Κάλπικη Λίρα, όπως έγινε γνωστή (σκην. Γιώργος Τζαβέλλας, 1955), Ο Ζηλιαρόγατος (Γιώργος Τζαβέλλας, 1956), Δελησταύρου και Υιός (σκην. Αλέκος Σακελλάριος, 1957) και Ένας Ήρως με Παντούφλες (Αλέκος Σακελλάριος, 1958).
Εννέα ταινίες, που έγραψαν, γράφουν και θα γράφουν τον διαχρονικό μύθο του Βασίλη Λογοθετίδη, ενός άφθαστου ηθοποιού με άπλετη υποκριτική γκάμα, που μπορούσε να συνδυάζει στο παίξιμό του, με τρόπο φυσικό και ανεπανάληπτο, κωμικά με δραματικά στοιχεία.
Αυτό το τελείως αθόρυβο σήμα-κατατεθέν παίξιμο τού Λογοθετίδη δεν ήταν κάτι που το ανακάλυψε και το καλλιέργησε ο ίδιος μέσα στα χρόνια, αφού φαίνεται πως ήταν έμφυτό του – μια και γινόταν λόγος για τις συγκεκριμένες υποκριτικές ικανότητές του από τα πρώτα χρόνια της θεατρικής καριέρας του.
Περιττό να πούμε πως άνευ των παραστάσεων του Λογοθετίδη θα ήταν απέραντα φτωχή όχι μόνον η κωμωδία στο ελληνικό θέατρο, αλλά ακόμη και ο σχετικός κινηματογράφος, αφού πολλές ταινίες που γυρίστηκαν τα μετέπειτα χρόνια, ακολούθησαν τον επιτυχημένο δρόμο των αντίστοιχων θεατρικών.
Μέχρι πριν από κάποιο καιρό δεν είχε πέσει στην αντίληψή μου κάποια συνέντευξη του Βασίλη Λογοθετίδη. Κάτι, έστω λίγο, που να δείχνει ποιος ήταν έξω από τα φώτα και πώς σκεφτόταν μακριά από το σανίδι ή το κινηματογραφικό πλατό.
Ως άνθρωπος, πάντως, φαίνεται πως ήταν μοναχικός και μελαγχολικός –αυτό αφήνουν οι μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν– και πως η δουλειά του, το θέατρο βασικά, ήταν το αληθινό σπίτι του.
Κατ' αρχάς να πούμε πως υπάρχει ένα μπέρδεμα σε σχέση με το πότε γεννήθηκε ο Βασίλης Λογοθετίδης. Η Βικιπαίδεια γράφει 1898, αλλά και αυτό δεν είναι 100% σίγουρο. Υπάρχουν πληροφορίες που λένε ότι μπορεί να γεννήθηκε ακόμη και το 1893, ενώ άλλες τον εμφανίζουν γεννημένο το 1900.
Ο ίδιος ο Λογοθετίδης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εμφανίζεται να λέει πως στις αρχές του 1929 ήταν 33 ετών – άρα είχε γεννηθεί το 1896 ή και το 1895. Υπάρχει λοιπόν αυτή η αβεβαιότητα, αλλά από 'κει πέρα πολλά από τα δεδομένα της καλλιτεχνικής διαδρομής του είναι πάνω-κάτω γνωστά.
Πως γεννήθηκε, δηλαδή, στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης, πως βρέθηκε πολύ νωρίς στην Κωνσταντινούπολη, πως ξεκίνησε τη θεατρική πορεία του στην Πόλη και πως όταν αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, στην Αθήνα, μετά το 1918, δεν άργησε να αναδειχθεί μέσα από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (η οποία τον είχε δει για πρώτη φορά, να παίζει, ερασιτεχνικά, στην Κωνσταντινούπολη).
Το 1929, όταν ο Βασίλης ή και Βασιλάκης Λογοθετίδης (όπως τον αποκαλούσαν τότε, ίσως γιατί ήταν ακόμη νέος και μικροκαμωμένος) δίνει μια συνέντευξη στο περιοδικό Εβδομάς, που διηύθυνε ο Φώτος Γιοφύλλης, είχε ήδη 10 χρόνια επαγγελματικής καριέρας.
Οι μεγάλες επιτυχίες του στο θέατρο είχαν προλάβει να δημιουργήσουν αίσθηση, με αποτέλεσμα ο κόσμος να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τον ίδιον, το έργο του και τις απόψεις του.
Έτσι, στο τεύχος 68 της Εβδομάδος, που θα κυκλοφορούσε την 26η Ιανουαρίου 1929, υπήρχε μια σελίδα αφιερωμένη στον Βασίλη Λογοθετίδη. Το κείμενο το υπέγραφε Ο ΠΙΜΠΡΙΝΕΤ (μάλλον επρόκειτο για τον γνωστό στους πιο παλαιούς δημοσιογράφο και συγγραφέα Σώτο Πετρά), ο οποίος παρουσιάζει τον Λογοθετίδη ως τον «πρύτανη των νέων κωμικών»!
Την εποχή που μεσουρανούσε το αστέρι του Βασίλη Αργυρόπουλου (1894-1953) ένας τέτοιος τίτλος θα μπορούσε να ακουγόταν ακόμη και προκλητικός – αλλά δεν ήταν.
Μεταφέρουμε, λοιπόν, το κείμενο του ΠΙΜΠΡΙΝΕΤ (χωρίς να το προσαρμόσουμε στη σημερινή καθομιλουμένη), που είναι ένας συνδυασμός τοποθετήσεων (του δημοσιογράφου), χαλαρής κουβέντας και συνέντευξης για-τον και-με-τον Βασίλη Λογοθετίδη...
— Είναι πασίγνωστος. Αγαπημένος του αθηναϊκού κοινού κωμικός, αμίμητος, άφθαστος, ασύγκριτος, μοναδικός στο είδος του, έχει κατακτήσει τους Αθηναίους και τας Αθηναίας. Νέος ακόμη στη σκηνή, έχει στο ενεργητικόν του, ως γνωστόν, πάμπολλες επιτυχίες. Και τι επιτυχίες; Υπερεπιτυχίες! Ποιος ξεχνάει τον «Αγνό γλεντζέ», το «Καπόνι», το «Κορδόνι»; Ποιος ξεχνάει τον «Βαρνάβαν του Κορδονιού»; Ε, λοιπόν, αγαπητοί μου, ο Βασίλης ο Λογοθετίδης, ο κωμικός που κάνει τον κόσμο κάθε βράδυ όταν παίζη να κρατάη την κοιλιά του από τα γέλια, δεν ήτανε κωμικός! Ήτανε κωμικός, αλλά δεν το είχε καταλάβει!
Δεν μου περνούσε ποτέ απ' την ιδέα ότι εγώ είμαι κωμικός. Έφυγα από την Πόλη, που παίζαμε τότε ερασιτεχνικώς εγώ μαζί με τον Παντόπουλο, τον Αυλωνίτη και μερικούς άλλους κ' ήρθα στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Τότε ο θίασος είχε κωμικό τον Βασίλη τον Αργυρόπουλο. Εγώ πήγαινα για δραματικός ηθοποιός... Εδώ που τα λέμε δεν το χώνευα το «κωμικικλήκι». Δεν το θεωρούσα είδος θεατρικό, βρε αδερφέ! Μ' αρέσανε οι δραματικοί ρόλοι. Όταν η Μαρίκα μου 'δωσε να παίξω τον πρώτο κωμικό ρόλο έγινα έξω φρενών και κόντεψα να φύγω από τη δουλειά! Ηπείλησα παραίτησι! Κατ' ουδένα τρόπον δεν παραδεχόμουνα να βγαίνω στη σκηνή και να βλέπω τον κόσμο να γελάη μαζί μου!
— Το θυμάμαι κι εγώ το επεισόδιο της παραιτήσεως. Γιορταζόταν τότε η 50ετηρίδα του Αννίνου (σ.σ. Μπάμπης Άννινος: δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, διάσημος στην εποχή του) στο Δημοτικό Θέατρο, τη πρωτοβουλία της κ. Μαρίκας Κοτοπούλη. Ελάμβανε μέρος τμήμα του θιάσου Κοτοπούλη, ο αγαπημένος μας Τζαννέτος κ. Γονίδης (σ.σ. Αλέκος Γονίδης ή Τζανέττος: ηθοποιός και κομπέρ) και ο τενόρος κ. Λάππας (σ.σ. Οδυσσέας Λάππας: διεθνούς φήμης τενόρος). Ο Λογοθετίδης έπρεπε να κάνει έναν υπηρέτη κωμικό που του είχε δώσει η Μαρίκα. Ήταν γεμάτος νεύρα. Είχε βαφτή, είχε φορέσει την ποδιά του υπηρέτη, κάπνιζε νευρικά κ' έκοβε βόλτες στη σκηνή. «Να δουλειά τώρα. Να βγαίνης να γίνεσαι γελοίος. Κατάλαβες φίλε μου;», έλεγε με θυμό. Βγήκε όμως, έπαιξε, και ο κόσμος έμεινε κατενθουσιασμένος... Ο Βασίλης Λογοθετίδης είναι γεννημένος για κωμικός! Απαθέστατος, ανεπηρέαστος πάντοτε, σοβαρώτατος κωμικός και ποτέ υπερβολικός. Τουναντίον είναι φυσικός πάντοτε και συναρπάζει το κοινόν μόλις βγη στη σκηνή και πη την πρώτη κουβέντα. Όπως είναι σοβαρός και απαθής στη σκηνή είναι και στο δρόμο. Τον επισκέπτομαι στο καμαρίνι του. Όχι πολύ ευπρόσωπο καμαρίνι. Ούτε καλλιτεχνικό...
Θα το κάνω καλλιτεχνικό το καμαρίνι μου. Μα την Παναγιά!...
— (γελάω)
Μη γελάς. Οι επιθεωρησιακοί ηθοποιοί τώρα που λείπαμε μας καταστρέψανε τα πάντα.
— Και πραγματικώς. Τι τσαπατσούληδες και τι ακαλαίσθητοι που είναι αυτοί οι επιθεωρησιακοί ηθοποιοί. Βρώμες στους τοίχους, σκίτσα, μουτζούρες, στις πόρτες στίχοι και αφιερώσεις με μολύβια, ονόματα διάφορα, ημερομηνίες, καρδιές τρυπημένες με βέλη και τα τοιαύτα. Μέσα σ' αυτό καμαρίνι ντύνεται και ο Βασιλάκης. Δεν πρόφτασε να το διορθώση ακόμη. Καπνίζουμε το πούρο μας –μου προσέφερε και πούρο– και μιλάμε. Μου λέει για τη ζωή του στο θέατρο...
Ήσυχη και ομαλή ζωή. Τίποτε το φαιδρόν. Πεζή πολύ η ζωή μου, μάλλον ανιαρή, χωρίς όμως στενοχώριες, χωρίς περιπέτειες, χωρίς στερήσεις. Από τον καιρό που βγήκα στο θέατρο... που έγινα δηλαδή κωμικός, δεν θυμάμαι να στεναχωρήθηκα ποτέ! Όλο ευχαριστημένος ήμουνα... κι αυτό είναι ξέρεις πολύ ανιαρό! Ο θίασος της Μαρίκας, που βγήκα σ' αυτόν κωμικός, δεν είχε την ευτυχία να με αφίση να στεναχωρηθώ. Πιστεύεις ένα πράγμα; Από τον καιρό που παίζω στη Μαρίκα, έχω ξεχάσει ότι είμαι ηθοποιός!
— Να μια μεγάλη αλήθεια...
Ποτέ δεν γνώρισα «ναυάγιο»! Ποτέ δεν ένοιωσα τη γλυκειά αυτή πίκρα. Είναι ζωή αυτή αδερφέ; Νοστάλγησα να στεναχωρηθώ λίγο...
— Εξακολουθεί να μιλάη και να γδύνεται συνάμα ο Βασίλης. Ετοιμάζεται για να γίνη «Εραστής της κ. Βιντάλ». Είν' αλήθεια ότι ο Βασίλης ευπορεί... Έχεις και ιδιόκτητο σπίτι του λέω...
Ναι, το χρωστάω όμως!
— Από έρωτες; Έχεις στη ζωή σου καμμιά ωραία κατάκτησι; Δεν μπορεί εσύ να μην έχης;
Άπαπα! Ο Θεός να με φυλάη...
— Από ποια; Από τις κατακτήσεις ή από την Αμαλία; (H Αμαλία είναι η κ. Λογοθετίδου).
Κι' από τα δύο! Δεν τα' αφήνουμε αυτά; Γράψε ότι είμαι ο «Εραστής της κ. Βιντάλ» προς το παρόν!
— Ας αλλάξουμε λοιπόν την κουβέντα...
Το όνειρό μου ήταν να πάω έξω να παρακολουθήσω το ξένο θέατρο. Αυτό το επέτυχα πέρυσι. Πήγα στο Παρίσι και έμεινα αρκετό καιρό, παρακολούθησα ξένους καλλιτέχνας και κατόπιν γύρισα πάλι εδώ, στην αγαπημένη μου Αθήνα. Είμαι μόλις 33 ετών. Αλλά η ηλικία μου αρχίζει από το «Καπόνι» και μετά. Από την ημέρα που είχα την πρώτη μου επιτυχία.
— Να τα κατοστήσης (ενώ χτυπάει το πρώτο κουδούνι). Είσαι άντυτος ακόμη...
Μπα, δεν πειράζει. Η κ. Βιντάλ με περιμένει στο μέσον της πρώτης πράξεως! Έχω καιρό... Τι διάβολο, και να μη με περίμενε, τι εραστής είμαι; Πρέπει να την κάνω να περιμένη!
— Και τώρα πες μου τίποτα για να συμπληρώσω τη σελίδα. Θέλω μια ανάμνησί σου θεατρική, ένα επεισόδιο, έστω ιστορία, ό,τι θέλεις...
Δεν θυμάμαι τίποτα. Τι να πω; Δεν έχω... ή μάλλον θυμάμαι κάτι...
Έχω παίξει μια ωραία φάρσα εγώ με τον Βασιλάκη τον Αργυρόπουλο μαζί. Δύο Βασίληδες. Είναι το μόνο αστείο της ζωής μου. Έπαιξα μια φάρσα που δεν είχε συγγραφέα. Οι συγγραφείς είμαστε εμείς, οι δυο Βασίληδες...
Ήρθε μια μέρα στο θίασό μας μια πενηντάρα χοντρή, ασουλούπωτη, παλαβή. Για τα σίδερα, κυριολεκτικώς. Θυμάμαι τη λέγανε κ. Ρόδα. Είχε τη λόξα να βγη στο θέατρο, να παίξη στο δράμα, και φορτώθηκε στην κ. Μαρίκα να την κάνη δραματική ηθοποιό. Η κ. Μαρίκα τη φόρτωσε σε μας, και μεις για να την ξεφορτωθούμε, της παίξαμε μια φάρσα που θα την θυμάται χρόνια.
Την καλέσαμε να κάνη μια δοκιμαστική πρόβα και παρουσία όλου του θιάσου ένα απόγευμα τη ντύσαμε «Γενοβέφα», τη βάψαμε μαύρη και της ξεμπλέξαμε και τα μαλλιά της, της τα στολίσαμε με λουλούδια, της δώσαμε για παιδί στο χέρι της ένα καδρόνι, που ζύγιζε καμμιά τριανταριά οκάδες, και τη βάλαμε νε βγη στη σκηνή.
— Και τι έλεγε;
Ό,τι μας κατέβαινε εμένα και του Αργυρόπουλου της τα σερβίραμε αυτής. Όλος ο θίασος είχε μαυρίσει στα γέλια κι αυτή σοβαρώτατα εξακολουθούσε να παίζη. Κλάψε τώρα και γονάτισε, της έλεγε ο Βασίλης! Έκλαιγε και γονάτιζε. Τώρα σήκω και μπήξε μια φωνή πολύ δυνατή, της έλεγα εγώ. Ξελαρυγγιαζώτανε. Ώσπου ήρθε το τέλος της! Τώρα πρέπει να πεθάνης, της φωνάζει ο Βασίλης ο Αργυρόπουλος. Ξαπλώθηκε και πέθανε... Ο θάνατός της ήταν έξοχο πράγμα. Κλαίγαμε όλοι μας από τα γέλια! Ένα τέταρτο χαροπάλεψε η άμοιρη, χτυπήθηκε, έβγαλε τα μαλλιά της, και τέλος... πέθανε!
Εμείς πεθάναμε στα γέλια. Την προγκάραμε άγρια την κακομοίρα, είναι αλήθεια, ώσπου το κατάλαβε και έτσι η κυρία Ρόδα έκοψε ρόδα μυρωμένα και δεν ξαναπάτησε στο θέατρο!
— Είναι η ώρα περασμένη, ο «Εραστής της κ. Βιντάλ» είναι έτοιμος. Ας τον αφήσω να κατεβή εις την σκηνή να συναντήση την κ. Βιντάλ και ας κατεβώ και γω στην πλατεία να τον θαυμάσω!
Ο Εραστής της Κυρίας Βιντάλ (L' amant de madame Vidal) του Louis Verneuil, σε μετάφραση Βασίλη Λογοθετίδη (ο Λογοθετίδης ήταν γνώστης της γαλλικής γλώσσας) ανέβηκε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, την 27η Δεκεμβρίου 1928, στο Θέατρο Κοτοπούλη (στην Πλατεία Ομονοίας) και αποτέλεσε μία ακόμη μεγάλη επιτυχία για τον νεαρό κωμικό.
Θα ακολουθήσουν νέα έργα κυρίως του γαλλικού ρεπερτορίου, που θα αναδείξουν ακόμη πιο πολύ το ταλέντο του Λογοθετίδη (Οι Μαιτρέσσες του Μπαμπά του Jacques Deval, Παρντόν Μαντάμ των André Rivoire & Romain Coolus, Η Δικηγορίνα των Georges Berr & Louis Verneuil, Δεν Είμαστε Καλά του Leopold Marchand κ.ά.), πριν ο ίδιος αποχωρήσει πρόσκαιρα από τον θίασο της Κοτοπούλη, για να συνεργαστεί με τον θίασο Αλίκης (Θεοδωρίδου)-Κώστα Μουσούρη, ανεβάζοντας ανάμεσα σε άλλα τα έργα του Δημήτρη Μπόγρη Το Μπουρίνι και Ο Γαμπρός μου ο Εξοχώτατος, το Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται του Σπύρου Μελά κ.ά. (όλα στο Θέατρον Αλίκης, τη σεζόν 1934-35).
Την επόμενη θεατρική σεζόν 1935-36 ο Βασίλης Λογοθετίδης θα επιστρέψει στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στον οποίον θα παραμείνει μέχρι το 1946, θα συνεργαστεί για λίγο με το θίασο της Κατερίνας, ενώ από τα τέλη του 1947, και μετά την επιτυχία του στο έργο των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου Οι Γερμανοί Ξανάρχονται, θα συγκροτήσει δικούς του θιάσους (ως θιασάρχης ο ίδιος), μέσα από τους οποίους θα αναδείξει όχι μόνο το δικό του ταλέντο και των συνεργατών του (Ίλια Λιβυκού, Σμάρω Στεφανίδου, Θάνος Τζενεράλης, Ευάγγελος Πρωτοπαπάς, Στέφανος Στρατηγός, Καίτη Λαμπροπούλου, Βύρων Πάλλης...), αλλά και των συγγραφέων με τους οποίους είχε ευτυχήσει να συνεργάζεται.
Περιττό να πούμε πως άνευ των παραστάσεων του Λογοθετίδη θα ήταν απέραντα φτωχή όχι μόνον η κωμωδία στο ελληνικό θέατρο, αλλά ακόμη και ο σχετικός κινηματογράφος, αφού πολλές ταινίες που γυρίστηκαν τα μετέπειτα χρόνια (είτε με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Λογοθετίδη είτε άλλους ηθοποιούς), ακολούθησαν τον επιτυχημένο δρόμο των αντίστοιχων θεατρικών.
Να υπενθυμίσουμε μερικούς συγγραφείς και τους σχετικούς τίτλους: Αλέκος Σακελλάριος-Χρήστος Γιαννακόπουλος: Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά (1951-52), Ένα Βότσαλο στη Λίμνη (1951-52), Δελησταύρου και Υιός (1951-52), Η Ρένα Εξώκειλε (1952-53), Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λόπεζ (1952-53), Θα σε Κάνω Βασίλισσα (1956), Ο Ηλίας του 16ου (1958), Κάθε Πράγμα στον Καιρό του (1959), Δημήτρης Ψαθάς: Η Ζωή είναι Ωραία (1952), Ένας Βλάκας και Μισός (1956), Γιώργος Τζαβέλλας: Η Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα (1959), Γεώργιος Ρούσσος: Τρίτη και 13 (1954-55), Ευτυχώς Τρελλάθηκα (1956), Στέφανος Φωτιάδης: Ο Γαμπρός μου ο Δικηγόρος (1959) κ.ά.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε ξαφνικά, αλλά όχι χωρίς αιτία, από την καρδιά του, το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου 1960. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, τα οποία όμως, ο ίδιος, δεν τα άφησε ποτέ να σταθούν εμπόδιο στη υποκριτική δημιουργικότητά του.
Βρισκόταν εξάλλου στο πληρέστερο και υψηλότερο σημείο της καριέρας του. Η τέχνη του είχε φθάσει σε πρωτόφαντα επίπεδα, η υποκριτική ήταν για 'κείνον η ίδια του η ύπαρξη.
Κατά βάση πέθανε πάνω στο σανίδι, όπως λέμε σ' αυτές τις περιπτώσεις. (Το τελευταίο έργο που ανέβασε, στο θέατρο Αθηνών, ήταν το πασίγνωστο Η Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα, του Γιώργου Τζαβέλλα). Να τι έγραψαν οι εφημερίδες την άλλη μέρα:
«Απέθανε χθες εκ συγκοπής ο ηθοποιός Β. Λογοθετίδης / Εντός του λουτήρος της οικίας του»
Το Ελληνικό Θέατρο έχασε χθες ξαφνικά μιαν από τις πιο λαμπρές και πιο αγαπημένες μορφές του. Ο Βασίλης Λογοθετίδης ο "ελέω Θεού" κωμικός, η αστείρευτη αυτή πηγή γέλιου και ευθυμίας απέθανε χθες το απόγευμα στις 5:45 από συγκοπή της καρδιάς. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το θέατρό του και να προσφέρη, όπως κάθε μέρα, απλόχερα την χαρά στο κοινό, τον κεραυνοβόλησε μέσα στο μπάνιο του ο θάνατος, κόβοντας το νήμα μιας πλούσιας ζωής σε θριάμβους. (...)
Ο Λογοθετίδης ήταν πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και Γενικός Γραμματεύς της ΠΕΕΘ (Πανελλήνια Ένωση Ελευθέρου Θεάτρου). Είχε τιμηθή με το έπαθλο Ξενόπουλου το 1952 και με τον Χρυσούν Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος. Ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής, λαβών γνώσιν του θανάτου του Λογοθετίδη, έδωσεν εντολήν όπως η κηδεία γίνει δημοσία δαπάνη. Η κηδεία του Λογοθετίδη θα γίνει αύριον εις τον ναόν της Μητροπόλεως.
[εφημερίδα Ελευθερία 21 Φεβρουαρίου 1960]
Η κηδεία του Βασίλη Λογοθετίδη, όπως μαρτυρούν και οι φωτογραφίες της εποχής, υπήρξε πάνδημος – με χιλιάδες ανθρώπων στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, στη διαδρομή από την Μητρόπολη μέχρι το Πρώτο Νεκροταφείο, να τον αποχαιρετούν για τελευταία φορά εκείνη τη Δευτέρα της 22 Φεβρουαρίου 1960.
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του ο συνάδελφός του Δημήτρης Μυράτ έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο, για τον μεγάλο κωμικό, κάπως σαν μνημόσυνο, στην εφημερίδα Ελευθερία (στο φύλλο τής 28ης Απριλίου 1963), φωτίζοντας ορισμένες πιο μύχιες διαστάσεις του χαρακτήρα του θρύλου κωμικού. Ας κλείσουμε μ' ένα απόσπασμα απ' αυτό το κείμενο:
Ο Μοντερλάν (σ.σ. Henry de Montherlant, γάλλος δοκιμιογράφος, δραματουργός κ.λπ.) σ' ένα τελευταίο άρθρο του για τον θάνατο του Ανρύ Μπορντώ (σ.σ. Henry Bordeaux, γάλλος συγγραφέας) λυπάται που δεν λέμε για τους ανθρώπους, όσο βρίσκονται στη ζωή, τα καλά λόγια που τους αφιερώνουμε μετά το θάνατό τους. Για το Βασίλη Λογοθετίδη αυτό δεν ισχύει. Άκουσε άπειρους επαίνους, αμέτρητους ύμνους όσο ζούσε, κι επειδή έζησε όσο έπαιζε, και πέθανε ανάμεσα σε μια πρόβα και μια παράστασι, τους άκουσε ως την τελευταία του πνοή.
Θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένος, κάτι παραπάνω, ευτυχισμένος, γιατί ο Θεός του τα είχε προσφέρει όλα με δαψίλεια (δαψίλεια βαλκανική, φυσικά, να εξηγούμεθα). Κι όμως δεν ήταν. Ακολουθούσε τη μοίρα όλων των κωμικών όλων των εποχών: ήταν βαθύτατα μελαγχολικός.
Οι κωμικοί, οι μεγάλοι κωμικοί, ξοδεύουν πολύ απ' το απόθεμα του κεφιού που διαθέτουν για να διασκεδάζουν το κοινό, ώστε να μην τους περισσεύη τίποτα για τον εαυτό τους. Κι ακόμα υπάρχει ένας άλλος βαθύτερος λόγος: το είδος των έργων που παίζουν, η κωμωδία, είναι το είδος της απαισιοδοξίας. Όταν γελούμε με τον ζηλιάρη, τον ψεύτη ή τον φιλάργυρο, γελούμε ουσιαστικά με την ανθρώπινη αθλιότητα, που δεν έχει λύτρωσι. Θέλοντας και μη εκείνος που μυκτηρίζει όλη του τη ζωή τα ανθρώπινα ελαττώματα, επηρεάζεται στο τέλος απ' το πικρό κατακάθι του γέλιου. Κι είναι κι αυτό ένας λόγος, μαζί με την προσπάθεια για καλή διάθεσι σε κάθε παράστασι, που κάνει τους κωμικούς πότες, μερικούς δε αλκοολικούς σαν τον Παντόπουλο (σ.σ Ευάγγελος Παντόπουλος, σημαντικός κωμικός στο γύρισμα 19ου αιώνα προς τον 20ον). Πιστεύω όμως πως ο πρώτος λόγος είναι πιο ισχυρός, γιατί στη μακρά μου θητεία στο θέατρο, και είναι μακρότατη όταν συλλογιστή κανείς πως γεννήθηκα σε θεατρική οικογένεια, παρατήρησα πως οι κωμικοί πίνουνε κυρίως μετά την παράστασι και σπάνια στη διάρκειά της.
Ο Λογοθετίδης δεν ήταν φυσικά αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί.
Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδος Λαμπέτη-Παππά-Χορν για την Λουίζα Μίλλερ του Σίλλερ. Την είχαν αναγγείλη και την διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία, και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ' το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιη πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα... γιατί αυτοκτονεί.
«Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή(...).
Πώς μπορούσε να συνταιριαστή η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα.
Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια(...) να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξι, που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν.
Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε –έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα– πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα, χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο (εγώ που είμαι καλός χριστιανός δώσε μου!), αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου (θα 'θελα να 'ξερα στο βάθος ποιος δεν είναι), που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώση τη βαρημένη ψυχή του.(...)
Μια άλλη όψι του, γνωστή μόνο στους φίλους του, ήταν η απίστευτη παιδικότης του. Έπαιζε σαν μικρό παιδί, ίσως για να σπάη την μελαγχολία που τον κυνηγούσε.
Κάποτε ντάλα καλοκαίρι κόλλησε ένα μουστάκι, φόρεσε παράσημα, που υπήρχαν άφθονα στο φροντιστήριο του θεάτρου, και πήγε να κάνη επίσκεψη σ' ένα φίλο του, που απολάμβανε τον μεσημεριάτικο ύπνο του. Αυτή η μανία του για φάρσες και παιχνίδι επικυρώνει περισσότερο τον μελαγχολικό χαρακτήρα του. Φτάνει μόνο, για παράδειγμα, να θυμηθούμε τι μεγάλος φαρσέρ ήταν ο Καρυωτάκης. (...)
Μετά το θάνατό του –που όλοι τον περιμέναμε, κι αυτός, από μέρα σε μέρα, κι όμως μας φάνηκε τόσο αδόκητος– σκαλίζοντας κάτι παλιά λησμονημένα χαρτιά μου, βρήκα με συγκίνησι ένα σημείωμά του, που μου έστειλε την ημέρα της πρεμιέρας του Συρανό ντε Μπερζεράκ, του Ροστάν, στο Βασιλικό Θέατρο.
Ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή της σταδιοδρομίας μου – αν απετύγχανα σ' εκείνη την παράστασι θα έπρεπε ή να δεχθώ μια μέτρια καριέρα ή να φύγω από το θέατρο. Το 'ξερα. Και περίμενα στο καμαρίνι ολομόναχος, ντυμένος και μακιγιαρισμένος πριν από ώρες, αδειάζοντας πακέτα με τσιγάρα. Σε τέτοιες στιγμές οι φίλοι σπανίζουν, είναι επιφυλακτικοί, περιμένουν το αποτέλεσμα για να ορμήσουν να εκφράσουν τα εγκάρδια συναισθήματά τους. Κι αυτό το 'ξερα. Ξάφνου χτυπάει η πόρτα και κάποιος κλητήρας μού εγχειρίζει ένα φάκελο με τούτο το σημείωμα:
«Κουράγιο Δημήτρη. Έβγα στη σκηνή απόψε και μοίρασε σπαθιές, κι απόδειξέ τους τι αξίζει το Ελεύθερο Θέατρο. Όλοι οι Γασκώνοι του αυτή τη βραδυά σε ακολουθούν και πολεμάνε μαζί σου. Βασίλης».
Αποφασιστικότερη ενθάρρυνσι δεν μπορούσα να λάβω. Έγινε όπως μου παράγγειλε. Και τη νύχτα, μετά την παράστασι, του έστειλα κι εγώ το δικό μου σημείωμα: «Νενικήκαμεν Βασίλη μου. Ο Συρανό σου».(...)
O στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας, το φωταγωγημένο άγαλμά του, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και η ελληνική σημαία, που σκεπάζει, εν ζωή, τον αληθινό ήρωα...
To φινάλε της ταινίας Ένας ήρωας με παντούφλες
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 20.2.2019
σχόλια