Κομμένα δάχτυλα, ζαρωμένα πλάσματα, μάτια δίχως βλέφαρα. Γυναίκες με γένια στέλνουν προφητικούς χαιρετισμούς: Ο γενναίος στρατηγός, λένε, θα γίνει βασιλιάς.
Πράγματι. Για να το πετύχει, όμως, θα χρειαστεί να διαπράξει φόνο. Πράξη τόσο βέβηλη, που αποσυντονίζεται η Φύση. Η γη τρέμει, οι κουκουβάγιες σκοτώνουν τα γεράκια, τα άλογα τρελαίνονται και τρώνε το ένα το άλλο.
Η εγκληματική παράνοια απλώνεται παντού. Πράξεις αφύσικες γεννούν αφύσικες διαταραχές. Μια χώρα έχει χάσει τον ύπνο της. Το πολύτιμο έχει γίνει ευτελές και η ανθρώπινη ζωή ασήμαντη. Το γάλα, χολή. Οι υπήκοοι πεθαίνουν προτού καν αρρωστήσουν.¹ Τίποτε, όμως, δεν σταματάει τον σφετεριστή. Κανένας φόνος δεν είναι αρκετά απεχθής, καμία σφαγή αδιανόητη προκειμένου να διατηρήσει τον θρόνο του. Άξιοι στρατηγοί, αθώες γυναίκες, μικρά παιδιά, όλα τα αλέθει ο μαύρος μύλος του Μακμπέθ. Ασφαλείς είναι μόνον οι νεκροί. Όλοι οι άλλοι, ακόμα κι εμείς, κινδυνεύουμε: «Ενόσω βλέπω ανθρώπους ζωντανούς, οι μαχαιριές / καλύτερα σ' αυτούς ταιριάζουνε παρά σε μένα» θα πει ο ίδιος.
Αυτός ο «γεννημένος δολοφόνος» είναι ταυτόχρονα «γεννημένος ποιητής». Κάνει το φριχτό να ακούγεται ωραίο, κι ας νιώθει μονίμως φοβισμένος, επιδιώκοντάς το. Τα «μαρτύρια της ψυχής», όπως τα αποκαλεί, δεν μπορούν να ανατρέψουν την πορεία προς τον όλεθρο, που μοιάζει προαποφασισμένη.
«Η θηριωδία του Μακμπέθ ως φονικής μηχανής ξεπερνάει ακόμα κι εκείνη των σπουδαίων σαιξπηρικών χασάπηδων, όπως ο Μαυριτανός Ααρών και ο Ριχάρδος ο Γ» σημειώνει ο Χάρολντ Μπλουμ για τον ήρωα.² Και είναι πράγματι σοκαριστική η κόκκινη θύελλα που μαίνεται ασύστολα μέσα του: αυτό που κερδήθηκε βάναυσα ζητάει διαρκώς κι άλλο αίμα για να τραφεί.
Πώς εξηγείται, συνεπώς, η προθυμία μας να ταυτιστούμε μαζί του; Πέραν του καλού και του κακού, γιατί ο Μακμπέθ μάς έλκει; Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί επί του θέματος.
Ίσως είναι η ακόρεστη δύναμη της φαντασίας του, που τολμά να οραματιστεί τα πιο τολμηρά και ανομολόγητα σχέδια. Ίσως είναι η ταχύτητα της δράσης του, που δεν αφήνει τις σκέψεις να μουχλιάσουν στη στασιμότητα της περισυλλογής αλλά τις εκθέτει άμεσα στη θέρμη της παραφοράς. Ίσως είναι η ποιητική φύση των λόγων του, που παρουσιάζουν ακόμα και την πιο ανήθικη ή αποκρουστική επιθυμία ως κάτι όμορφο, σαγηνευτικό. Αυτός ο «γεννημένος δολοφόνος» είναι ταυτόχρονα «γεννημένος ποιητής».² Κάνει το φριχτό να ακούγεται ωραίο, κι ας νιώθει μονίμως φοβισμένος, επιδιώκοντάς το. Τα «μαρτύρια της ψυχής», όπως τα αποκαλεί, δεν μπορούν να ανατρέψουν την πορεία προς τον όλεθρο, που μοιάζει προαποφασισμένη.
Ο Σαίξπηρ αναδεικνύει αριστοτεχνικά την επίδραση ενός αποχαλινωμένου και εμμονικού μυαλού στον κόσμο γύρω του: στην ξέρα αυτή του χρόνου, όχι μόνον «η Φύση έχει όψη νεκρού» αλλά «με κάθε νέα μέρα, νέες χήρες ολολύζουν / νέα ορφανά θρηνούν, νέες μάστιγες / ραπίζουν κατά πρόσωπο τον ουρανό».
Αυτήν τη ζοφερότητα, αυτή την αγωνία, αυτόν τον τρόμο που εκλύεται σε όλα τα επίπεδα εμείς ουδέποτε τα εισπράττουμε ως θεατές της παράστασης του Εθνικού. Ο Μακμπέθ που ενσαρκώνει ο Δημήτρης Λιγνάδης χαρακτηρίζεται από μια ανεξήγητη στασιμότητα. Δεν ακολουθεί καμία εξελικτική πορεία. Η μία άψυχη στιγμή διαδέχεται την άλλη. Η εντυπωσιακά μειωμένη εσωτερική έντασή του θαμπώνει ανεπανόρθωτα την ταυτότητα του ήρωα.
Με κάθε νέο μονόλογο, η ελπίδα αναπτερώνεται. «Τώρα θα βρει το νήμα» ευχόμαστε. Κι όμως, αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Το ένα ποιητικό διαμάντι πέφτει στο πάτωμα μετά το άλλο. Αδυνατώντας να δαμάσει τον ρυθμό του λόγου που εκφέρει, όχι μόνο δεν εμπνέει την ταραχή, το δέος ή τη συγκίνηση αλλά ούτε και κανένα άλλο συναίσθημα.
Η ίδια απουσία νοήματος, ρυθμού και παλμού χαρακτηρίζει το σύνολο της παράστασης. Ποια είναι η κινητήριος δύναμη πίσω απ' όλα αυτά τα πήγαινε-έλα, τις ομίχλες και τις κουρτίνες; Τι είναι αυτό που κατατρώει τον Μακμπέθ; Τι συνδέει εκείνον και το σύμπαν του με το δικό μας έκρυθμο εδώ και τώρα; Ποτέ δεν λαμβάνουμε απάντηση στα ερωτήματα αυτά και το σύμπαν του Μακμπέθ το γνωρίζουμε μόνον σε μια χαρτονένια εκδοχή του.
Κέλυφος δίχως ψυχή, πόζα δίχως ουσία. Περνώντας από τη σκηνή της πειθούς (όπου η λαίδη ατσαλώνει τη θέληση του συζύγου της) στη σκηνή του φόνου (που συμβαίνει εκτός σκηνής) και κατόπιν στη σκηνή της ανακάλυψης (όταν η είδηση της βασιλοκτονίας σκάει σαν βόμβα στο κάστρο), συνειδητοποιούμε ότι όλες οικοδομήθηκαν επιπόλαια, χωρίς να εξερευνηθούν τα ρήγματα που επιφέρει μια τόσο κατάφωρη διασάλευση της ηθικής και φυσικής τάξης. Ούτε ο κρίσιμος δισταγμός πριν από το γεγονός ούτε η αναστάτωση μετά παρουσιάζονται με την ένταση που τους αξίζει. Συνεπώς, εξορίζεται το σασπένς και υπονομεύεται καταλυτικά η βαρύτητα των πράξεων.
Το εύρημα του ημίγυμνου βασιλιά Ντάνκαν (Γιώργος Μπινιάρης) να προχωράει κατά πάνω μας μονολογώντας θυμίζει άγαρμπη απαγγελία σχολικού ποιήματος. Η σκηνή του δείπνου, στημένη τόσο άχαρα, προκαλεί αμηχανία με τη δυσλειτουργικότητα των ευρημάτων της.
Πού είναι ο αποτροπιασμός που εγείρεται από τον σφαγιασμό ενός αθώου παιδιού, του γιου του Μακντάφ; Πού είναι η αγανάκτηση των ευγενών της Σκωτίας, οι οποίοι βλέπουν τη χώρα τους να βυθίζεται στην άβυσσο; Πώς αισθανόμαστε ότι σφίγγει ο κλοιός γύρω από τον αδηφάγο Μακμπέθ; Γιατί διακόπτεται η μονομαχία του με τον Μακντάφ μόνο και μόνο για να αποδοθεί –σχεδόν κωμικά– η αντίδρασή του στην είδηση της αυτοκτονίας της συζύγου του; Τόσοι τόνοι κόκκινου επάνω στη σκηνή, κι ούτε μια στιγμή δεν νιώθουμε το αίμα να κυλάει γύρω μας. Η αίσθηση της βίας, τόσο κρίσιμη για το έργο, απουσιάζει πανηγυρικά.
Ακόμα κι αν ένα από τα ζητούμενα της παράστασης ήταν να σχολιάσει την έννοια της θεατρικότητας –βλ. το περίφημο απόσπασμα για τη ζωή που ακούγεται στην έναρξη, τα κοστούμια φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα με την πανταχού παρούσα αυλαία, τους δυνατούς προβολείς–, ούτε αυτή η ιδέα διερευνάται σε βαθύτερο επίπεδο. Δεν αρκούν μερικά ωραία «κάδρα» για να ξεχάσουμε τη δίψα μας.
Η Μαρία Κίτσου, ταλαντούχα, αλλά αβοήθητη εδώ σκηνοθετικά, βάζει τα δυνατά της ως λαίδη Μακμπέθ, διασφαλίζοντας μετριότατα, δυστυχώς, αποτελέσματα. Από τη μια καλείται –αστόχως– να τοποθετήσει τη φωνή της υψηλότερα από το φυσικό της, από την άλλη οι υφολογικές μεταπτώσεις της προδίδουν τις προθέσεις της σε ακραίο βαθμό. Όταν πίσω από κάθε αλλαγή «ακούμε» την οδηγία που την προκάλεσε (π.χ. «τώρα που θα μιλάς για το λιώσιμο του βρεφικού κρανίου, κάνε τη μελιστάλαχτη»), τότε μάλλον εξοντώνεται κάθε προοπτική μυστηρίου και ενδιαφέροντος.
Οι Τρεις Μάγισσες –Ράνια Οικονομίδου, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Βασίλης Καραμπούλας– επωμίζονται πληθώρα ρόλων, μια ιδέα που ενέχει θεωρητικά το στοιχείο της πρωτοτυπίας, στην πράξη όμως προκαλεί ελαφριά δραματουργική σύγχυση. Η τελευταία, φυσικά, αποδεικνύεται αμελητέα μπροστά στις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και ματαιώσεις που βιώνουμε ως θεατές αυτού του κούφιου «Μακμπέθ».
Μοναδική, ίσως, παρηγοριά μας στέκεται η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου: φέρνει το κείμενο στο σήμερα, διατηρώντας ακέραιη την ποιητική ορμή του. Δύσκολο επίτευγμα...
1. Στο πρώτο μέρος του κειμένου έχουν χρησιμοποιηθεί ατόφιες ή ελαφρώς παραλλαγμένες φράσεις από τη μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου.
2. Harold Bloom, «Shakespeare - The Invention of the Human»
Μακμπέθ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη
Έως 8/3 στο Εθνικό Θέατρο και από 12/3 έως 12/4 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.