Με το Wonderstruck, ο Τοντ Χέινς επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών δύο χρόνια μετά το Κάρολ, έναν θρίαμβο εικαστικής διαύγειας και απέριττου περιεχομένου, με ένα παράξενο γι’ αυτόν project, που μου θύμισε, ως ένα βαθμό, την συγκινητική αφέλεια του Κικουτζίρο του Τακέσι Κιτάνο- που είχαμε δει επίσης εδώ. Διασκευάζοντας το παιδικό μυθιστόρημα του Μπράιαν Σέλζνικ, γνωστού από τις περιπέτειες του Hugo Cabret, δεν φτάνει στο όλον του Σκορσέζε, τη συνδυασμένη μαγεία του ταξιδιού στο χρόνο, την τεχνολογική τελειότητα και την ενδιαφέρουσα υπόθεση εκείνου. Μοιράζοντας δύο ιστορίες στο 1927 και το 1977, ανάμεσα σε ένα κωφό κορίτσι κι ένα αγόρι που χάνει από το χτύπημα ενός κεραυνού την ακοή του, τυλίγει όσο πιο σφιχτά μπορεί τις δύο διαδρομές των δυο μικρών φυγάδων στην αναζήτηση της γονικής αγάπης, δείχνοντας βιρτουόζικα δύο τελείως διαφορετικές όψεις της Νέας Υόρκης, την παλιά σε ασπρόμαυρο χωρίς ήχο αλλά με την πλούσια μουσική του Κάρτερ Μπεργουέλ, και την νεότερη, με ένα κιτρινωπό, σαρκικό φίλτρο ελευθεριότητας (κοντά στο ιδρωμένο Καλοκαίρι του Σαμ, του Σπάικ Λι), χάρη στην ακόμη μια φορά θεϊκή δουλειά του Εντ Λάκμαν στη φωτογραφία. Κι ενώ τεχνικά, το Wonderstruck φαίνεται ευλογημένο από το ταλέντο και τις ειδικές γνώσεις, όπως για παράδειγμα την χρήση puppets και χαρτοκοπτικής από τον Τοντ Χέινς, παραπέμποντας στο πρωτόλειο αριστούργημα του, Superstar, the Karen Carpenter Story, το στόρι φαντάζει φτωχό και προφανές. Ευγενές μεν, αξιοπρόσεχτο στις λεπτομέρειες της εποχής και τα σημάδια που βάζουν τα τραγούδια της περιόδου, από τον Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι τον Εουμίρ Ντεοντάτο, αλλά ελλιπές στην διεύθυνση των ηθοποιών και μελιστάλαχτο στις στροφές της πλοκής, με ένα φινάλε που επεξηγεί παρά “σκηνοθετεί”, μια εύκολη λύση που σίγουρα δεν ταιριάζει στο δημιουργό του I am not There και του Safe.
Αντίθετα, ο Αντρέι Σβιάγκιντσεφ φορτσάρει με την ολύμπια υπομονή του στην ανέλιξη της ιστορίας ενός ζευγαριού που βρίσκεται στα χωρίσματα, ώσπου το μοναχοπαίδι τους χάνεται μυστηριωδώς. Ο Ρώσος σκηνοθέτης μιλάει πάντα για τη χώρα του, βαθιά και κριτικά, χωρίς να αγορεύει, έχοντας εμπιστοσύνη στους ρυθμούς και τις ιστορίες που επιλέγει να αφηγηθεί, Τολμώ να πω πως η προηγούμενη ταινία του, το διακεκριμένο Λεβιάθαν, μου είχε φανεί βαρύ στο συμβολισμό του, ενώ το Loveless ξετινάζει τα πάντα, από το χριστιανισμό και το νεοπλουτισμό, ως τον άρρητο καπιταλισμό και τη σκιά του κομμουνισμού για να φτάσει σε ένα συμπέρασμα που όλοι υποψιαζόμαστε: πως στη σύγχρονη Ρωσία τίποτε δεν έχει τελεσίδικα ανακηρυχθεί απαγορευμένο ή τελειωμένο, νεκρό ώστε να το θρηνήσουν όσοι το έζησαν, αλλά η ψυχή έχει εξαφανιστεί, χωρίς επίσημη ταφή, άρα και κανονική παραδοχή του τέλους, και αιωρείται σαν φάντασμα σε πολίτες σαστισμένους σε συστήματα καθόλου αφομοιωμένα. Κυρίως, ο Σβιάγκιντσεφ κάνει τρομερή δουλειά με τους χώρους: το Loveless δεν είναι μόνο για ένα παιδί που δεν βρήκε ανταπόκριση και πάει άκλαυτο, από εγκληματική ανευθυνότητα, αλλά για τη διάκριση ανάμεσα στο σπίτι και το σπιτικό, σε μια σκηνογραφική βεντάλια που κυμαίνεται από το διαμέρισμα που στέγασε ένα λάθος ταίριασμα, και το παράπηγμα της μάνας, της παλιάς, θεοφοβούμενης και σκοταδιστικής Ρωσίας, στη μέση του πουθενά, μέχρι τα στιλιζαρισμένα, δυτικοπρεπή αλλά μετά από ζορισμένη μίμηση, σπίτια των νυν συντρόφων του ανδρόγυνου.
Στο Jupiter’s Moon του Ούγγρου Κορνέλ Μουντρουκσό (στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα είχαμε δει πρόπερσι το αξιοσημείωτο White God), όχι μια ιδέα, ένα αλληγορικό σχήμα ή η εθνική καρδιά όπως στο προαναφερθέν Loveless, αλλά ένας άγγελος/πρόσφυγας είναι αυτός που αιωρείται πάνω από μια χώρα αμετάκλητα λαβωμένη. Μπορεί ο νέος Σύριος που έψαχνε, όπως τόσοι, μια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη, να πυροβολήθηκε τρεις φορές, αλλά αναστήθηκε και άρχισε να ίπταται, προκαλώντας, εκτός από το δέος όσων γίνονται μάρτυρες στο ένθεο φαινόμενο, το έμπρακτο ενδιαφέρον ενός κυνικού γιατρού, ο οποίος στοιχειώνεται από τις τύψεις για τον θάνατο ενός παιδιού, από δικό του κακό ιατρικό υπολογισμό. Ο Άριαν (όχι τυχαίο το όνομα του, αραβικό μεν αλλά και τόσο…άρειο, ηχητικά) έχει χάσει τον πατέρα του, συνοδοιπόρο του στην απόδραση, και ο γιατρός επιτέλους βρήκε, ή έτσι νομίζει, μια καθαρή ψυχή, για να “κάνει την Ουγγαρία και πάλι μεγάλη”, όπως είπε με περισσή ειρωνεία, σε δύο πλασιέ της Βίβλου που τόλμησαν να του πουλήσουν ελπίδα. Η ματιά του Μουντρουσκό στην κατάσταση που επικρατεί (ας μην ξεχνάμε την απάνθρωπη στάση της Ουγγαρίας στο θέμα των μεταναστών) είναι πεσιμιστική, εκτός από μια και μοναδική αναλαμπή, κρίσιμη μέσα στο ζόφο μιας κοινωνίας χαφιέδων και κυνηγών κεφαλών. Ωστόσο δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, σκηνοθετικά μιλώντας: η κάμερα του δαιμονίζεται σε πολλά σημεία, με ιλλιγγιώδεις καταδιώξεις αυτοκινήτων, και τις πολλές εναέριες λήψεις του σαστισμένου Άριαν, που συμπαρασύρουν στο πέρασμα τους όποιον άπιστο αμφισβητεί την πιθανότητα ενός θαύματος στον 21ο αιώνα. Η Σελήνη του Ερμή, όπως είναι ο τίτλος του φιλμ, δεν είναι άλλη από την Ευρώπη, και ο Μουντρουκσό είχε ένα παράξενο όραμα για το μέλλον της. Κρίμα που περιπλέκει τα στοιχεία του προσφυγικού νουάρ του με ένα μείγμα διαφημιστικού μπαρόκ…