Είναι το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» η κορυφαία ελληνική αστυνομική ταινία;

Είναι το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» η κορυφαία ελληνική αστυνομική ταινία; Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Μάρω Κοντού (ηθοποιός Έλενα Παυλίδη), Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής)
0

Το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960), σε σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη, είναι μία από τις πιο απολαυστικές ελληνικές ταινίες. Όποτε και να τη δεις, όσες φορές και να την έχεις παρακολουθήσει αποκλείεται να μην σε παρασύρει στο ρυθμό της, αποκλείεται να μην σε παγιδεύσει στην αναπάντεχη και υπόγεια ατμόσφαιρά της.

Πολύ σπάνια συναντάς σε ελληνικές ταινίες, ανεξαρτήτου είδους, τέτοια καθαρή αφήγηση, τέτοια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, μαζί με μια κινηματογραφική ζωντάνια, κατ’ ευθείαν βγαλμένη από την μεγάλη παράδοση του αμερικάνικου και γαλλικού crime film.

Πέραν πάσης αμφιβολίας το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» είναι η κορυφαία αστυνομική ταινία στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό αριστούργημα με γοητεία διαχρονική.

Ενώ οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές, ο Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής) και ο Τίτος Βανδής (αστυνόμος Μπέκας) είναι αυτοί που πρέπει να είναι, χωρίς εξάρσεις στις ερμηνείες τους, κάτι που το απαιτούσε χοντρικά και το σενάριο (ιδίως στην περίπτωση του Μπέκα), είναι οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι εκείνοι, που απογειώνουν την ταινία.

Οπωσδήποτε η σκηνοθεσία του Ντίνου Κατσουρίδη υπήρξε απαράμιλλη –κάτι που το διαπιστώνεις πιο εμφατικά, αν έχεις διαβάσει το βιβλίο με τον ίδιο τίτλο του Γιάννη Μαρή, στο οποίο βασίστηκε το σενάριο–, αλλά το ίδιο απαράμιλλη είναι και η «σκοτεινή» φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη-Fuchs και βεβαίως η μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι απογειώνουν την ταινία

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Τίτος Βανδής (αστυνόμος Μπέκας), Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής)

Εν τω μεταξύ, το σπάνιο και το απρόσμενο, που συμβαίνει με το «Έγκλημα στα Παρασκήνια», είναι η διαμόρφωση των δεύτερων και τρίτων ρόλων της ταινίας.

Ενώ οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές, ο Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής) και ο Τίτος Βανδής (αστυνόμος Μπέκας) είναι αυτοί που πρέπει να είναι, χωρίς εξάρσεις στις ερμηνείες τους, κάτι που το απαιτούσε χοντρικά και το σενάριο (ιδίως στην περίπτωση του Μπέκα), είναι οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι εκείνοι, που απογειώνουν την ταινία.

Κορυφαία ανάμεσα στους κορυφαίους, εδώ, η Ζωρζ Σαρρή (ως ηθοποιός Θάλεια Χαλκιά), που υποδύεται με μοναδική αυτοσυγκράτηση αυτήν τη φοβισμένη, την υποχθόνια, αλλά και ραδιούργα γυναίκα, που ουσιαστικά κινεί όλα τα νήματα της ιστορίας, ελέγχοντας με τον τρόπο της τους πάντες. Όχι άδικα, λοιπόν, την Ζωρζ Σαρρή θα τιμούσε η 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου (Θεσσαλονίκη, 20-26 Σεπτεμβρίου 1960) με βραβείο Β Γυναικείου Ρόλου.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Ζωρζ Σαρρή (ηθοποιός Θάλεια Χαλκιά), Δήμος Σταρένιος (θυρωρός)

Εκτός από την Ζωρζ Σαρρή, τώρα, υπάρχουν πέντε(!) ακόμη ηθοποιοί σε τρίτους(!) ρόλους, που κλέβουν ασυζητητί την παράσταση. Μπορεί, στην ταινία, να μην εμφανίζονται για περισσότερο από ένα, δύο ή τρία λεπτά ο καθένας. Είναι όμως αρκετά αυτά, για να δώσουν στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια» μια μαγική ώθηση – να το απογειώσουν!

Μία τέτοια απογειωτική σκηνή είναι εκείνη της αρχής, πριν πέσουν οι τίτλοι, όταν ο «άγνωστος» ψηλός, με το καπέλο και την καμπαρντίνα (Γκίκας Μπινιάρης) πηγαίνει στο Θέατρο Γκλόρια, μπαίνοντας από την πόρτα των παρασκηνίων και ζητώντας από τον θυρωρό (Δήμος Σταρένιος) να δει την πρωταγωνίστρια Ρόζα Δελλή (Έφη Μελά).

Ο Γ. Μπινιάρης, που υποδύεται τον Μάκη Αγγέλογλου, τον πιο αποσυνάγωγο «ήρωα» της ταινίας, δεν θα ξαναεμφανιστεί, παρά μόνον νεκρός και από μακριά, αλλά στη συγκεκριμένη σκηνή, και μέσα από τον διάλογο με τον θυρωρό, καταφέρνει να σε βάλει αμέσως στο κλίμα.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
Η Μάρω Κοντού (ηθοποιός Έλενα Παυλίδη) στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια»

Κατ’ αρχάς το ότι μπαίνει στο θέατρο από τα παρασκήνια αρκεί. Το ότι ανεβαίνει από την πίσω σκάλα στο καμαρίνι τής Δελλή, επίσης αρκεί. Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως εδώ κάτι συμβαίνει, πως τον άνθρωπο αυτόν δεν πρέπει να τον δει κανείς, παρά μόνον η Δελλή. Έτσι, το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται από τα πρώτα δευτερόλεπτα, χωρίς καθυστερήσεις...

Εκπληκτικός είναι, περαιτέρω, και ο σπουδαίος ηθοποιός Γιώργος Δαμασιώτης (θείος του Μάκη Αγγέλογλου και φύλακας σ’ ένα μισοδιαλυμένο οικοδόμημα), στην πιο μαύρη και πιο νυχτερινή σκηνή της ταινίας, σ’ έναν τελείως σπαραχτικό ρόλο.

Έξοχη είναι ακόμη η Σαπφώ Νοταρά, στο ρόλο της παραδουλεύτρας τής Θάλειας Χαλκιά, στο σπίτι της οποίας κρύβεται (η Χαλκιά), με την μνημειώδη ατάκα, εκεί προς το τέλος, που μάλλον ήταν εντελώς δική της, εκφράζοντας παράλληλα και τον γενικότερο ψυχισμό της: «και μη μου σεκλετίζεσαι (κυρά μου), οι άντρες όλοι ίδιοι είναι, γουρούνια»!

Η κατάβαση στο Club Roxy – μια κορυφαία σκηνή στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής), Δημήτρης Νικολαΐδης (ιδιοκτήτης Club Roxy)

Αφήσαμε για το τέλος έναν άλλο σπουδαίο τρίτο ρόλο, ίσως τον σπουδαιότερο όλων, εκείνον του ιδιοκτήτη του κλαμπ Roxy Δημήτρη Νικολαΐδη, που γνώριζε τον Μάκη Αγγέλογλου από την Κατοχή.

Γενικώς, η Κατοχή πρωταγωνιστεί έντονα, με τον τρόπο της, στην ταινία. Εξάλλου έχουν περάσει μόλις 15-16 χρόνια από την Απελευθέρωση, οι μνήμες είναι νωπές –ενώ ακόμη πιο νωπές θα ήταν, φυσικά, για τον ίδιον τον Γιάννη Μαρή, που θα πρωτοδημοσίευε το «Έγκλημα στα Παρασκήνια», το 1954, σε συνέχειες, στην εφημερίδα «Απογευματινή»–, με όλους τους ρόλους να έχουν περάσει, κατ’ αρχάς, μέσα από εκείνη την συγκλονιστική περίοδο. Την πιο συγκλονιστική, που βίωσε η Ελλάδα μέσα στον 20ον αιώνα.

Υπάρχει μία σκηνή σχετική, με την Κατοχή, στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια», που θα την τοποθετούσα στο top-10 των δικών μου αγαπημένων σκηνών του ελληνικού κινηματογράφου.

Κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος Μακρής, που τον υποδύεται ο Αλέκος Αλεξανδράκης, κατεβαίνει τις σκάλες ενός νάιτ-κλαμπ με στριπ-τιζ κ.λπ. Εκεί συναντά τον ιδιοκτήτη του κλαμπ (Δημήτρης Νικολαΐδης), ο οποίος τον ρωτά για τον φόνο της Ρόζας Δελλή (το φόνο που έχει αναλάβει να εξιχνιάσει ο αστυνόμος Μπέκας), ο οποίος (φόνος) έχει μαθευτεί από τις εφημερίδες και απασχολεί την κοινή γνώμη.

Ο Μακρής μαθαίνει από τον ιδιοκτήτη του κλαμπ πως η δολοφονημένη Ρόζα Δελλή ήταν παντρεμένη στην Κατοχή (μία πληροφορία, που θα αποδειχθεί η πιο κρίσιμη στην διαλεύκανση της υπόθεσης), για να ακολουθήσει ένας διάλογος μεταξύ τους, ενόσω εξελίσσεται ένα στριπτίζ στη σκηνή, που, με λίγα λόγια, είναι εκπληκτικός! Κάθε λέξη που λέγεται εκεί είναι ένα μάθημα ιστορίας! Δεν πετάς τίποτα!

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960) σκ. Ντίνος Κατσουρίδης

Κατ’ αρχάς οδηγείσαι, νοερά, στο άγριο σκηνικό της κατοχικής Αθήνας, που, κανονικά, θα έπρεπε να αποτελεί το κορυφαίο, ιστορικά, κινηματογραφικό σκηνικό μας.

Ούτε ο Εμφύλιος, ούτε τα σίξτις, ούτε η Χούντα, ούτε η Μεταπολίτευση, ούτε η «Αλλαγή», ούτε η «Κρίση» διαθέτουν τη δύναμη τής Κατοχής – η οποία Κατοχή, αν εξαιρέσεις κάποιες ελάχιστες καλές ταινίες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού δηλαδή, πέρασε παντελώς ανεκμετάλλευτη. (Ευτυχώς, πάντως, που δεν συνέβη το ίδιο με την λογοτεχνία μας, καθότι γράφτηκαν μερικά αριστουργηματικά βιβλία με φόντο τη συγκεκριμένη εποχή).

Η συζήτηση των δύο, λοιπόν, του δημοσιογράφου Μακρή (Α. Αλεξανδράκης) και του ιδιοκτήτη του καμπαρέ (Δ. Νικολαΐδης), αφορά στην περίοδο λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί.

Βαθύ σκοτάδι. Ο άντρας τής Δελλή, δηλαδή ο Μάκης Αγγέλογλου (Γκίκας Μπινιάρης) υποτίθεται ότι είναι σκοτωμένος. Ποιοι να τον φάγανε; Πού να ξέρεις...

Ο Δ. Νικολαΐδης, ως ιδιοκτήτης του κλαμπ, δίνει με σπάνια ακρίβεια όλες τις εκδοχές μέσα σε δυο γραμμές (αναφέρει ακόμη και τη λέξη «αντίσταση»), ενώ ο δημοσιογράφος Μακρής πετάει κάποια στιγμή και την λέξη «δωσίλογος» – κάτι όχι αυτονόητο για ταινία του 1960 (μην μας διαφεύγει αυτό).

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής), Λαυρέντης Διανέλλος (μπάρμαν)

Πώς περιγράφονται οι δωσίλογοι; Ως τύποι που έκαναν δουλειές με τους Γερμανούς και που μετά την Κατοχή, πολλοί απ’ αυτούς θα βρίσκονταν να κόβουν και να ράβουν, μέσα από δουλειές τής νύχτας.

Το λέει τόσο παραστατικά το folk-rock ντουέτο Λήδα-Σπύρος, με τον στιχουργό τους Ανδρέα Αγγελάκη, στο τραγούδι τους «Ο μαυραγορίτης» (1974) λες κι είχαν κατά νου τον ιδιοκτήτη του κλαμπ, από την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη:

«Τώρα με κούρσα γυαλιστή γυρίζει την Αθήνα / και πάνε πια οι Γερμανοί και παν τα χρόνια εκείνα / ανοίγει κι ένα καμπαρέ για τους Αμερικάνους / μα πρώτος και καλύτερος στους εθνικούς εράνους».

Μπορεί να ήταν δωσίλογος ο άντρας τής Ρόζας Δελλή και άγνωστης πραγματικής ταυτότητας (ένα ακόμη σεναριακό εύρημα, που επιτείνει την αγωνία), αλλά ήταν... καλό παιδί (γερή ατάκα!) κατά τον ιδιοκτήτη του κλαμπ, ο οποίος επωφελήθηκε και αυτός από τα πάρε-δώσε με τους Γερμανούς, για να βρεθεί με νυχτερινή επιχείρηση στην μετακατοχική Αθήνα.

Ορίστε αυτός ο σπάνιας πυκνότητας και αλήθειας διάλογος, σε μια σκηνή-καμάρι του σινεμά μας. Ρωτάει πρώτος ο δημοσιογράφος Μακρής (Α. Αλεξανδράκης): 

— Και δε μου λες, εκείνος τι έγινε; 
— Ποιος; 
— Ο άντρας της.
— Αα... Τον σκότωσαν λίγο πριν από την απελευθέρωση. 
— Ποιος;
— Πού να βρεις άκρη... Άλλοι λένε πως τον καθάρισε η αντίσταση, άλλοι πως τον σκότωσαν οι Άγγλοι κι άλλοι πως τον ξεφορτώθηκαν οι φίλοι του οι Γερμανοί. 
— Ήταν δωσίλογος; 
— Δωσίλογος (σ.σ. σε στυλ...σιγά τώρα). Είχε μια λέσχη κρυφή, που την ήξεραν οι Γερμανοί, ε... κι όσο να ’ναι τους εξυπηρετούσε. Μυστήριος τύπος, αλλά κααλό παιδί. 
— Εσύ είχες δουλέψει στη λέσχη του; 
— Εμ, έπρεπε να ζήσω κι εγώ.
— Σωστά… Πώς τον λέγανε; 
— Αγγέλογλου, Μάκη Αγγέλογλου. Δηλαδή μ’ αυτό το όνομα κυκλοφορούσε. Εγώ νομίζω πως ήταν ψεύτικο. Με συγχωρείς...

Πολύ μεγάλος Γιάννης Μαρής εδώ, ο οποίος μέσα σε λίγες αράδες κατορθώνει να περιγράψει όλο το δυσοίωνο κλίμα της κατοχικής Αθήνας.

Η σκηνή στο κλαμπ, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο

Ίσως να αναρωτηθούν κάποιοι... αυτός ο διάλογος υπάρχει άραγε και στο βιβλίο ή μήπως ήταν σεναριακό εύρημα; Υπάρχει και τον μεταφέρουμε κι εδώ. Μόνο που, αντί για τον ιδιοκτήτη του κλαμπ συνομιλητής του δημοσιογράφου Μακρή είναι ο μπάρμαν του Ροζ Ρουζ (το Roxy της ταινίας):

— Λοιπόν τι λέγαμε;
Ο Μακρής του έδωσε τα τσιγάρα του.
— Για τον άντρα της...
— Α, ναι. Σπουδαίο παιδί.

Ο δημοσιογράφος του έδωσε φωτιά. Άναψε ύστερα το δικό του τσιγάρο κι έμεινε με το αναμμένο σπίρτο ανάμεσα στα δάχτυλά του.
— Ήταν φίλος σου;
— Ναι.
— Και είπες πως πέθανε;
— Τον σκότωσαν.
— Ποιος;

Ο άλλος σήκωσε τους ώμους του.
— Κανείς δεν ξέρει. Τα πράγματα ήταν τότε μπερδεμένα. Άλλοι λεν πως τον σκότωσαν οι ίδιοι οι φίλοι του, οι Γερμανοί. Άλλοι κάτι άνθρωποι των ΆγγλωνΣταμάτησε και γέλασε μ’ ένα μικρό κομμένο γέλιο.
— Είχε, βλέπεις και μ’ αυτούς λογαριασμούς.
— Δηλαδή;

Είχε τελειώσει το δεύτερο ουίσκυ του και έσπρωξε το άδειο ποτήρι του προς το μέρος του άλλου. Αυτός το γέμισε.
— Σκοτεινή ιστορία. Είχε «καρφώσει» έναν πράκτορά τους. Οι Γερμανοί τον έπιασαν στο μαγαζί του και τον εκτελέσανε την άλλη μέρα.
Ο Μακρής πήρε το ποτήρι με το ουίσκυ. Το κράτησε λίγα λεπτά στα χέρια του πριν ρωτήση.
— Είχε μαγαζί;
— Μια λέσχη. Κρυφά, φυσικά, αλλά την ήξεραν οι Γερμανοί.

Απότομα ο δημοσιογράφος ρώτησε:
— Πώς τον έλεγαν;
— Αγγέλογλου. Μάκη Αγγέλογλου, αλλά αυτό δεν ήταν το αληθινό όνομά του. Το είχε πάρει στην κατοχή.
— Και το αληθινό;

Ο άλλος γέλασε πάλι.
— Μ’ αυτό τον γνώρισα. Το αληθινό του δεν το ξέρω ούτε εγώ.
Ώστε Αγγέλογλου. Κάποτε είχε γνωρίσει αυτό το όνομα στην κατοχή.
— Εσύ στην κατοχή τον πρωτογνώρισες;
— Ναι. Δούλεψα έναν καιρό στη λέσχη του. Δεν ήταν από την Αθήνα. Τουλάχιστον εγώ δεν τον είχα ξαναδεί στην Αθήνα. Εκείνος δε μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του και τα περασμένα του. Ήταν μυστήριος, αλλά καλό παιδί. Σκόρπιζε τα λεφτά με τα δυο του χέρια.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
Οι δύο πρώτες εκδόσεις σε βιβλίο του «Έγκλημα στα Παρασκήνια» από τις εκδόσεις Πεχλιβανίδη. Δεξιά η πρώτη και αριστερά η δεύτερη. Στα βιβλία δεν αναφέρονται χρονιές. Χοντρικά είναι μπρος-πίσω από το 1960 και το 1970 αντιστοίχως.

Συγκρίνοντας αυτούς τους δύο διαλόγους, όχι ως προς την «γλώσσα» τους, γιατί ο ένας είναι κινηματογραφικός, ενώ ο άλλος λογοτεχνικός, αλλά ως προς εκείνα που λέγονται, παρατηρούμε πως μέσα σε έξι χρόνια, από το 1954 έως το 1960, κατοχυρώνεται μια άνεση (ας το πούμε έτσι) να μπορείς να μιλάς στο σινεμά για «αντίσταση» και για «δωσίλογους». Και ο Γιάννης Μαρής, που είχε ανεβεί στο βουνό, στην Κατοχή, το πράττει.

Να τι είχε πει, σχετικώς, ο ίδιος ο συγγραφέας σε μιαν αφήγησή του, που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Αντί» [τεύχος #135, 28 Σεπτ. 1979], μόλις δύο μήνες πριν φύγει από την ζωή:

«Ένα άλλο που ίσως έχει συντελέσει στο ν’ αγαπήσει ο κόσμος τα βιβλία μου, ειδικά στα παλαιότερά μου, είναι ότι υπάρχει πάντα στο φόντο κάποιος απόηχος από την αντίσταση. Δηλαδή και στο “Έγκλημα στο Κολωνάκι” βρίσκεται στο φόντο η αντίσταση κι εκεί είναι η ερμηνεία τού γιατί έγινε αυτός προδότης, ξέρω ’γω – και σε όλα γενικά υπάρχει κάτι από μένα. Διότι εγώ είμαι της εποχής της αντιστάσεως – το πράγμα έχει σημαδέψει όλη μας τη ζωή. Και επίτηδες να μην το κάνουμε, αυτό περνάει, μας χαρακτηρίζει. Εγώ, όπως ίσως ξέρετε, την αντίσταση την έζησα και στην πόλη και στο βουνό. Ήμουνα μέλος της κεντρικής επιτροπής της ΕΛΔ (σ.σ. Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας), μέλος του γραφείου Στερεάς του ΕΑΜ (σ.σ. Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και τότε ήμασταν νέα παιδιά κι αυτά σφραγίσανε τη μετέπειτα ζωή μας».

Το αληθινό Roxy Club

Επανερχόμενοι στην ταινία, και μένοντας στην σκηνή του κλαμπ, λέμε και το εξής σημαντικό. Ακούγεται κάποια στιγμή στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια», από τον δημοσιογράφο Μακρή (Α. Αλεξανδράκης), πως το κλαμπ το λένε Roxy.

Θυμόμουν, λοιπόν, πως το όνομα αυτού του μαγαζιού το είχα συναντήσει σε ψαξίματα, για θέματα της εποχής, κι έτσι τώρα, με αφορμή αυτό το κείμενο, αποφάσισα να το ψάξω περισσότερο.

Υπήρχε άραγε, το 1960, όταν γυριζόταν η ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη, κλαμπ Roxy στην Αθήνα, ή μήπως ήταν μια απλή σεναριακή ονομασία του Γιάννη Μαρή;

Φυσικά και υπήρχε! Και ήταν ένα από τα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής, μαζί με το Coronet και το Acropole. Βρισκόταν δε στην Όθωνος 10, στην Πλατεία Συντάγματος.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
Το αληθινό Roxy Club, στο Σύνταγμα, το 1960 παρουσιάζει την τραγουδίστρια Rosita Serrano και την στριπιζέζ Dominique

Το Roxy Club λειτουργούσε σαν μπαρ-καμπαρέ και πρέπει να είχε ανοίξει εκείνη την σεζόν (1959-60). Διέθετε, δε, δύο ορχήστρες, μια ιταλική, του Paolo Tagliaferri και μία ελληνική, του Μπάμπη Μαυρομάτη, που ξεκινούσαν να παίζουν από το βράδυ, για να τις βρει η άλλη μέρα το πρωί, ενώ είχε ακόμη στο πρόγραμμά του χορευτικό τρίο, στρπτιζέζ και δύο σπουδαίες τραγουδίστριες, μία ξένη, την Rosita Serrano και μία Ελληνίδα, την Εύη Μυλοπούλου.

Η Serrano είχε ήδη μεγάλη ιστορία πίσω της και σχεδόν καθόλου καλλιτεχνικό μέλλον μπροστά της. Ήταν Χιλιανή, αλλά είχε κάνει τεράστια καριέρα στην Ναζιστική Γερμανία, στην δεκαετία του ’30 και στα πρώτα χρόνια του ’40. (Το πώς είχε βρεθεί, εκείνη την εποχή από την Χιλή στην Ναζιστική Γερμανία είναι άλλο θέμα). Όταν όμως, πιο μετά, θα την κατηγορούσαν οι Ναζί για κατασκοπία, η Serrano θα κατάφερνε να το σκάσει, προκειμένου να σωθεί, γυρνώντας πίσω στην πατρίδα της.

Μετά το 1950, η Rosita Serrano θα επέστρεφε και πάλι στην (τότε) Δυτική Γερμανία, μήπως και ξανάπιανε το νήμα από ’κει που το είχε αφήσει, αλλά κανείς δεν ήθελε να την θυμάται πια, εξαιτίας της σύνδεσής της με τους Ναζί. Η Serrano θα πέθαινε, μετά από πολλά χρόνια, πάμφτωχη, στην πατρίδα της την Χιλή, το 1997.

Και κάπως έτσι εκείνη η φοβερή φωνή, η Rosita Serrano, με την πολύ μεγάλη επιτυχία “La Paloma” (1938), θα έφθανε να τραγουδάει, για την επιβίωση, ακόμη και στην Ελλάδα των αρχών του ’60 – στο Roxy Club του Συντάγματος.

Η αναφορά στο εν λόγω κλαμπ, από τον Γιάννη Μαρή, στην ταινία «Έγκλημα στα Παρασκήνια», εντάσσεται κατ’ αρχάς στο διαρκές λογοτεχνικό (κυρίως) ενδιαφέρον του να εισάγει στις ιστορίες του αθηναϊκά τοπωνύμια. Στο σενάριο της ταινίας φαίνεται κι αυτό, με το Roxy, την οδό Ρηγίλλης κ.λπ., αλλά πιο πολύ φαίνεται στα βιβλία του, που βρίθουν αθηναϊκού ενδιαφέροντος – τα οποία (βιβλία), υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε να διαβαστούν ακόμη και ως αθηναϊκά χρονικά.

Η πολιτική κριτική του Γιάννη Μαρή στο βιβλίο και οι μετατροπές στο σενάριο

Υπάρχει η εντύπωση, ή η βεβαιότητα, πως στον λογοτεχνικό κόσμο του Γιάννη Μαρή δεν χωράει πολιτικολογία, με την πιο στενή έννοια. Πως η πολιτική και κυρίως οι πολιτικοί μένουν έξω από τις ιστορίες του, σαν να μην τους αγγίζουν σκάνδαλα, δολοπλοκίες, εκβιασμοί, φόνοι κ.λπ. – πράγμα μάλλον περίεργο, για έναν συγγραφέα με το πολιτικό παρελθόν του.

Η αλήθεια είναι πως τα περιθώρια του Γιάννη Μαρή ήταν στενά – στις συντηρητικές εφημερίδες με τις οποίες κατά τεκμήριο συνεργαζόταν («Απογευματινή», «Ακρόπολις»), άρα και προς το ανάλογο αναγνωστικό κοινό, στο οποίο απευθυνόταν. Παρά ταύτα ακόμη και στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια» (βιβλίο) έχει τον τρόπο να δείξει ποιος είναι.

Στην αρχή της αφήγησής του μαθαίνουμε πως για την «όμορφη πρωταγωνίστρια» Ρόζα Βαργή (η Ρόζα Δελλή της ταινίας) ενδιαφερόταν σφόδρα ο υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι στο θεωρείο. Ποιανού θεάτρου όμως; Του Γκλόρια (της ταινίας); Όχι – γιατί στο βιβλίο πρόκειται για το Κρατικό Θέατρο!

Επίσης, κάποια στιγμή διαβάζουμε πως ο αστυνόμος Μπέκας ενοχλείτο από το ενδιαφέρον του υπουργού για την υπόθεση.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Τίτος Βανδής (αστυνόμος Μπέκας), Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής)

Είναι φανερό πως στο Κρατικό Θέατρο είχαν εισχωρήσει ηθοποιοί με αθέμιτα μέσα και με σκοτεινό παρελθόν, το οποίον κανείς δεν ήλεγχε – για να μην πούμε πως εκείνο ακριβώς το ύποπτο παρελθόν μπορεί να καταγραφόταν και ως «προσόν». Ο Γιάννης Μαρής ασκεί κριτική, με το γάντι, και με προσοχή, αλλά ασκεί. Δεν παραβλέπει και δεν παραμερίζει.

Βεβαίως, στο σενάριο της ταινίας όλα αυτά θα άλλαζαν – καθότι ο φόβος της λογοκρισίας ήταν πολύ πιο έντονος στον κινηματογράφο.

Ίσως δεν γνωρίζουν πολλοί πως ο κινηματογράφος, στην Ελλάδα, στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60, βρισκόταν στο στόχαστρο των υπερ-συντηρητικών και συντηρητικών κύκλων, οι οποίοι έκαναν τεράστιο θόρυβο, με γράμματα σε εφημερίδες και περιοδικά, με εκδόσεις βιβλίων, με ομιλίες κ.λπ. Όσο να’ ναι, λοιπόν, όλους αυτούς, επιχειρούσε να τους εξευμενίσει η επίσημη λογοκρισία.

Έτσι, το Κρατικό Θέατρο θα γινόταν Γκλόρια, ο υπουργός θα «εξαφανιζόταν», αλλά θα παρέμενε ο μεγαλοαστός ερωμένος τής δολοφονημένης πρωταγωνίστριας, ο Καρύδης (στο βιβλίο), που για τις ανάγκες της ταινίας θα γινόταν Στεφάνου (ίσως γιατί Καρύδης ήταν και ο Αριστείδης Καρύδης-Fuchs, o διευθυντής φωτογραφίας).

Υπάρχουν άλλες αλλαγές από το βιβλίο στην ταινία; Πολλές, πάρα πολλές, κάτι που δείχνει την ικανότητα του Γιάννη Μαρή να προσαρμόζεται στις εκάστοτε απαιτήσεις και καταστάσεις.  

Κατ’ αρχάς, στο βιβλίο, είναι πολύ περισσότερα τα πρόσωπα, που εμπλέκονται στην υπόθεση. Κι άλλοι ηθοποιοί, φίλοι και φίλες των πρωταγωνιστών, θυρωροί, υπηρέτριες, συνταξιδιώτες σε τραίνα κ.ά. Πολύς κόσμος. Στο χαρτί μπορείς να τους διαχειριστείς όλους αυτούς, στην οθόνη όχι. Εκεί θα πρέπει, με συντομεύσεις και με ελλειπτικές κινήσεις, να προχωρήσεις γρήγορα στην ουσία.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
«Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960): Δήμος Σταρένιος (θυρωρός), Γκίκας Μπινιάρης (Μάκης Αγγέλογλου)

Και φυσικά στο βιβλίο είναι τελείως διαφορετικό το τέλος, που εξελίσσεται σε τρεις πόλεις (Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα), αφού τον Αγγέλογλου, ο οποίος στην προσπάθειά του να διαφύγει θα σκοτώσει έναν χωροφύλακα, δεν τον δολοφονεί ο πλούσιος εραστής τής Βαργή (δηλαδή ο Καρύδης) –όπως συμβαίνει στην ταινία–, αφού τραυματίζεται θανάσιμα σε ανταλλαγή πυροβολισμών με αστυνομικούς. Την δε Ρόζα Βαργή την σκοτώνει ο Καρύδης, όπως και στην ταινία (εκεί όπου ο Στεφάνου δολοφονεί την Ρόζα Δελλή), ο οποίος (Καρύδης) στο τέλος αυτοκτονεί (για άγνωστους λόγους). Δεν συλλαμβάνεται, δηλαδή, όπως συμβαίνει στην ταινία, με τον Στεφάνου.

Βασικά, στο βιβλίο, ο δημοσιογράφος Μακρής, στον οποίον γίνεται η ομολογία του φόνου τής Βαργή από τον ίδιον τον Καρύδη, δεν αποκαλύπτει πως εκείνος (ο Καρύδης) την σκότωσε, και τούτο για να προστατευθεί από την οχλοβοή των μίντια η οικογένεια του δολοφόνου – καθώς έτσι κι αλλιώς ο ήδη σκοτωμένος Αγγέλογλου έχει πάρει πάνω του και τον φόνο της Βαργή (εκτός του χωροφύλακα), για τον οποίον (φόνο), ούτως ή άλλως, ήταν ύποπτος.

Καθώς, στο βιβλίο, όλοι οι δολοφόνοι είναι νεκροί το ποιος ακριβώς σκότωσε ποιον δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία, για το τέλος της ιστορίας.

Επιστρέφοντας στην ταινία θα πρέπει να πούμε πως πέρα από τους δύο βασικούς αντρικούς ρόλους, που υποδύονται οι Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής) και Τίτος Βανδής (αστυνόμος Μπέκας), υπάρχουν πολλοί δεύτεροι ρόλοι όπως εκείνοι της Μάρως Κοντού (υποδύεται την Έλενα Παυλίδη, την ηθοποιό αντίζηλο της Ρόζας Δελλή), της Αλίκης Γεωργούλη (η ηθοποιός του θιάσου Μαίρη Λαμπρινού), της Ζωρζ Σαρρή (η ηθοποιός Θάλεια Χαλκιά), του Χρήστου Τσαγανέα (ο αστός Παύλος Στεφάνου, εραστής της Ρόζας Δελλή) και βεβαίως ουκ ολίγοι τρίτοι ρόλοι –για κάποιους ήδη γράψαμε–, όπως εκείνος του Θανάση Μυλωνά (ο νεαρός ηθοποιός Χάρης Αποστολίδης, τον οποίον διεκδικεί η Ρόζα Δελλή, από την Μαίρη Λαμπρινού και ο οποίος θεωρείται ως ο βασικός ύποπτος του φόνου της Δελλή, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση).

Έτσι, έχοντας στα χέρια του ένα τόσο ωραίο, πυκνό και εμπεριστατωμένο σενάριο, γραμμένο από τον Γιάννη Μαρή, ο Ντίνος Κατσουρίδης δεν μπορεί παρά να κάνει θαύματα. Και όντως, αφού η ταινία είναι υπό τον απόλυτο έλεγχό του, χωρίς, ούτε για δευτερόλεπτο, να χάνεται ο στόχος.

Η απήχηση της ταινίας

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
Δύο φωτογραφίες σχετικές με την πρεμιέρα της ταινίας «Έγκλημα στα Παρασκήνια», τo Σάββατο 12 Νοεμβρίου 1960

Το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» βγήκε στις αίθουσες τo Σάββατο 12 Νοεμβρίου 1960, για να κόψει, στους κινηματογράφους Α Προβολής, Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων, 67.610 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας την 7η θέση σε εισπράξεις, από τις 58, συνολικά, ταινίες της σεζόν 1960-61.

Η ταινία άρεσε από την αρχή, καθώς αντιμετωπίστηκε ως κάτι ξεχωριστό –όπως και ήταν–, γι’ αυτό και οι εφημερίδες της εποχής (δηλαδή οι κριτικοί) είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια…

«Το Βήμα» θα έγραφε για την καλύτερη αστυνομική ταινία και πως ήταν άψογη και υποδειγματική στο είδος της, «Τα Νέα» θα έμεναν πιο πολύ στην σκηνοθεσία, στον ρυθμό, την πλοκή και την δράση και ακόμη στην έξοχη φωτογραφία της, «Η Αυγή» θα έμενε στο ύφος και το ρυθμό της, σημειώνοντας πως δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις ξένες αστυνομικές περιπέτειες, ενώ ο «Ανεξάρτητος Τύπος» εντόπιζε τις νευρώδεις εικόνες, τις οποίες ανεδείκνυε το μοντάζ. Όλα ίσχυαν.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
Το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» και ως φωτορομάντσο, στο περιοδικό «Το Πρώτο», φύλλο #20, Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 1960

Και αυτό. Το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» θα παρουσιαζόταν ως φωτορομάντσο στην εβδομαδιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «Το Πρώτο» (ένα περιοδικό ποικίλης ύλης βασικά), αρχής γενομένης με το τεύχος #20 του περιοδικού, που θα κυκλοφορούσε την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 1960. Μάλιστα θα διαφημιζόταν και ως «το πρώτο πραγματικό ελληνικό φωτορομάντσο», με λεζάντες και γενικότερη επιμέλεια προφανώς από τον Γιάννη Μαρή – ο οποίος υπήρξε διευθυντής του «Πρώτου», από την αρχή μέχρι το τέλος του.

Το «Πρώτο» είχε ξεκινήσει να εκδίδεται στις 24 Ιουνίου 1960, από τα αδέλφια Νάσο και Διονύσιο Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή» κ.λπ.), για να τερματίσει με το τεύχος #475, στις 25 Ιουλίου 1969, όταν η αγορά δεν μπορούσε πλέον να το συντηρήσει, μετά από την κυκλοφορία του «Φαντάζιο» (6 Μαρτίου 1969), που σάρωνε ό,τι ανάλογο εύρισκε στο διάβα του.

Η μουσική του Μίμη Πλέσσα

Αφήσαμε για το τέλος την μουσική του Μίμη Πλέσσα, που αποτελούσε και αυτή ένα ακόμη από τα ατού της ταινίας «Έγκλημα στα Παρασκήνια».

Να πούμε για αρχή, πως το εν λόγω σάουντρακ είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά ως μέρος ενός 2CD το 2009, στην εταιρεία Legend Recordings, κάτω από τον τίτλο “Film Noir”, ενώ το 2019 θα τυπωνόταν και σε δίσκο βινυλίου από την B-otherSide Records.

Το OST σχετίζεται βεβαίως με την πιο διαχρονική αγάπη του Μίμη Πλέσσα, που ήταν και είναι η τζαζ, όπως σχετίζεται ειδικότερα και με το τζαζ, ή περί την τζαζ, κινηματογραφικό score, που είχε αναδείξει το Χόλλυγουντ στα χρόνια του ’50.

Πρώτο στη σειρά το περίφημο “The Man with the Golden Arm” (1955) με την κλασική πια μουσική του Elmer Bernstein, οπωσδήποτε το “Touch of Evil” (1958) με τη μουσική του Henry Mancini και βεβαίως το “Anatomy of a Murder” (1959) με τα εκπληκτικά θέματα του Duke Ellington.

Αυτά ήταν τρία πολύ βασικά αμερικάνικα «μπιγκ-μπαντικά» σάουντρακ (υπήρχαν κι άλλα φυσικά) πάνω στα οποία οπωσδήποτε θα στρεφόταν για μελέτη κάθε συνθέτης, σε κάθε γωνιά του κόσμου. Άρα και ο Μίμης Πλέσσας.

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 Facebook Twitter
Οι δύο εκδόσεις με την μουσική του Μίμη Πλέσσα από την ταινία «Έγκλημα στα Παρασκήνια». Το 2CD στην εταιρεία Legend Recordings (2009) και ο δίσκος βινυλίου στην εταιρεία B-otherSide Records (2019).

Το «Έγκλημα στα Παρασκήνια», ως σάουντρακ, διαθέτει στιγμές ανθολογίας (και όχι μόνο για τα ελληνικά αστυνομικά scores), καθώς θέματα σαν τα «Τίτλοι», «Αστυνόμος Μπέκας» (ποιος να παίζει άραγε vibes;) και «Striptease» θα μπορούσαν να ακούγονται σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ή αμερικάνικη ταινία της εποχής, δίχως φυσικά να υστερούν σε σημασία τα «Στο σωστό δρόμο», «Παρακολούθηση», «Ένστικτο», αλλά και όλα τα υπόλοιπα.

Και όμως το σάουντρακ του Μίμη Πλέσσα για το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» δεν διακρίθηκε στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη (20-26 Σεπτεμβρίου 1960), αφού το σχετικό βραβείο είχε πάει τότε σε μιαν άλλη αξιόλογη επένδυση – στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι για την ταινία «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου.

Έλαβε όμως βραβείο φωτογραφίας, για τα εκπληκτικά κάδρα του Αριστείδη Καρύδη-Φουκς και δεύτερου γυναικείου ρόλου, όπως προείπαμε, για το υποχθόνιο παίξιμο της Ζωρζ Σαρρή.

Έγκλημα στα Παρασκήνια - Μίμης Πλέσσας

Οθόνες
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Παίζει φλίπερ ο Γιάννης Μαρής;

Λέσχη Ανάγνωσης / Παίζει φλίπερ ο Γιάννης Μαρής;

Ο Νικος Μπακουνάκης συζητά με τον Κώστα Θ. Καλφόπουλο για την αστυνομική λογοτεχνία, τους ήρωές της και τη σχέση τους με τους ήρωες της καθημερινής μυθολογίας μας αλλά και για τις «μηχανές ονείρων» που βγάζουν την γλώσσα τους στην ηθική μας.
H ταινία «Αναζήτησις...» του Ερρίκου Ανδρέου από το 1972, με την Έλενα Ναθαναήλ, τον Άγγελο Αντωνόπουλο και την έξοχη μουσική του Γιάννη Σπανού

Οθόνες / «Αναζήτησις...»: Η cult ταινία του Ερρίκου Ανδρέου από το 1972 με την έξοχη μουσική του Γιάννη Σπανού

Μια ερωτική, κοινωνική και αστυνομική περιπέτεια με την Έλενα Ναθαναήλ και τον Άγγελο Αντωνόπουλο που ανατέμνει τον τρόπο ζωής του τζετ-σετ και την εξουσιαστική επιβολή του στις κατώτερες τάξεις.
ΦΩΝΤΑΣ ΤΡΟΥΣΑΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

KINDS OF KINDNESS

Ανταπόκριση / «Ιστορίες Καλοσύνης»: Το σινεμά του Λάνθιμου είναι πλέον ένα είδος από μόνο του

Τρεις ιστορίες που στάζουν καλοσυνάτο φαρμάκι η μία στην άλλη και παρακολουθούν στενά, δαιμονικά και κοενικά την ανθρώπινη ανάγκη για τυραννικό έλεγχο και επώδυνη αλληλεξάρτηση. Pure Lanthimos, wicked fun.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Megalopolis

Ανταπόκριση / Megalopolis: Ο Κόπολα μετέτρεψε τη Νέα Υόρκη του 21ου αιώνα σε αρχαία Ρώμη

Η ελληνορωμαϊκή προειδοποίηση του Φράνσις Φορντ Κόπολα για τη σύγχρονη διαφθορά των αξιών εξάπτει το ενδιαφέρον, αλλά συντρίβεται από το ντελιριακό και ειλικρινές άγχος του να χωρέσει τα πάντα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Pulp Fiction: Οι Κάννες, το mega-σκάνδαλο που βράζει και η υπέροχη Μέριλ Στριπ

Pulp Fiction / Οι Κάννες, το mega-σκάνδαλο που βράζει και η υπέροχη Μέριλ Στριπ

Στις υπεραστυνομευόμενες Κάννες ένα τσουνάμι αποκαλύψεων σκιάζει το κλίμα που ο διευθυντής, Τιερί Φρεμό, επιθυμεί διακαώς να διαφυλάξει σε κινηματογραφικό πλαίσιο, ενώ στην τελετή έναρξης πρυτάνευσε η οσκαρική λογική. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
‘Spacey Unmasked’: Δεν έχει τέλος το κατηγορητήριο εναντίον του Κέβιν Σπέισι

Οθόνες / Spacey Unmasked: Δεν έχει τέλος το κατηγορητήριο εναντίον του Κέβιν Σπέισι

Νέες καταγγελίες για σεξουαλικές επιθέσεις στο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ για τον Κέβιν Σπέισι, με τον αδελφό του ηθοποιού να δηλώνει ότι ο πατέρας τους ήταν ένας αρνητής του Ολοκαυτώματος που διοργάνωνε ναζιστικές συναντήσεις στο σπίτι τους.
THE LIFO TEAM
Ρότζερ Κόρμαν (1926-2024)

Απώλειες / Ρότζερ Κόρμαν (1926-2024): Ο βασιλιάς των b-movies και του απενοχοποιημένου exploitation

Κόπολα, Σκορσέζε, Νίκολσον, Μπογκντάνοβιτς, Χάουαρντ, Κάμερον αλλά και όλο το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά έχουν λόγο ύπάρξης χάρη στον Αμερικανό σκηνοθέτη που πέθανε πριν από λίγες μέρες στα 98 του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν: Καταγράφοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την τεχνητή νοημοσύνη και όσα πρεσβεύει η «γκουρού» Βαντάνα Σίβα

Οθόνες / Δύο Έλληνες κινηματογραφιστές ψάχνουν στην Ινδία μια απάντηση για το μέλλον του πλανήτη

Ο Χρόνης Πεχλιβανίδης και η Μαρία Γιαννούλη ξεκίνησαν μια έρευνα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την «έξυπνη γεωργία», ταξίδεψαν σε Ινδία, Νεπάλ και Μπουτάν και συζήτησαν με τη διάσημη περιβαλλοντική ακτιβίστρια, Βαντάνα Σίβα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Οθόνες / Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Η ωραιότερη θερινή κινηματογραφική αίθουσα-ταράτσα της Πλάκας είναι έτοιμη να υποδεχθεί το κοινό έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας υπό τη νέα διαχείριση του Cinobo με ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα προβολών για όλο το καλοκαίρι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ζαν Ζενέ - Νίκος Παπατάκης: Το χρονικό μιας μεγάλης φιλίας και μιας διπλής προδοσίας

Οθόνες / Ζαν Ζενέ - Νίκος Παπατάκης: Το χρονικό μιας μεγάλης φιλίας και μιας διπλής προδοσίας

Όταν μια μέρα συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, ο Παπατάκης ήταν νηστικός δύο ημέρες. Ο Ζενέ έβγαλε από το πορτοφόλι του και του έδειξε, με περιφρόνηση, μια δεσμίδα χαρτονομισμάτων. Ο Παπατάκης θέλησε να του ρίξει μια γροθιά.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ