ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ προβάλλεται στις αίθουσες το Late Night with the Devil, ένα μικρό, μα θαυματουργό φιλμ τρόμου από την Αυστραλία, για το οποίο διαβάζουμε από πέρσι τέτοιον καιρό. Το format της ταινίας είναι εκείνο ενός late night show των ‘70s. Βλέποντας το τρέιλερ και μόνο, οι πιο hardcore φαν του είδους σκεφτήκαμε αμέσως το «Ghostwatch» (1992) του BBC.
Εντός βρετανικών συνόρων το «Ghostwatch» αγγίζει τα όρια του θρύλου. Εκτός Βρετανίας παραμένει εγκληματικά άγνωστο. Σκεφτείτε ότι το ανέφερα σε συναδέλφους κριτικούς κινηματογράφου που λατρεύουν το είδος και διαπίστωσα με έκπληξη ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ ξανά γι' αυτό – αν με ρωτάς, είναι ευλογία να ανακαλύπτεις ταινία τρόμου σαν αυτή από το πουθενά. Τι εστί «Ghostwatch» λοιπόν;
Μόνο εκείνη τη βραδιά, το τηλεφωνικό κέντρο του BBC δέχτηκε πάνω από 20 χιλιάδες τηλεφωνήματα, ανάμεσά τους κι από έναν εφημέριο που τους κατηγορούσε ότι ξύπνησαν δαιμονικές δυνάμεις και πρέπει να λάβoυν επειγόντως μέτρα για να εξαγνιστεί το πλατό.
Εμπνευσμένος από το περιβόητο «Enfield Poltergeist» –εκεί βασίστηκε και το «Conjuring 2»–, ο δημιουργός Στίβεν Φολκ σκέφτηκε να σκαρώσει μια μίνι σειρά μυθοπλασίας με αντικείμενο ένα στοιχειωμένο σπίτι, η οποία θα κορυφωνόταν με τη live μετάδοση μιας fake τηλεοπτικής εκπομπής. Οι παραγωγοί δεν έδιναν στον Φολκ το απαραίτητο μπάτζετ για την εκπόνηση ολόκληρης της σειράς και έτσι αποφασίστηκε να γυριστεί μόνο το τελευταίο επεισόδιο, δηλαδή μια υποτιθέμενα «ζωντανή» εκπομπή με καλεσμένους στο στούντιο, αλλά και συνεργείο που θα μεταδίδει σε απευθείας σύνδεση τα τεκταινόμενα στο «πιο στοιχειωμένο σπίτι της Μεγάλης Βρετανίας». Την παρουσίαση στο πλατό της «εκπομπής» ανέλαβε ο εθνικός θησαυρός της βρετανικής τηλεόρασης, o παρουσιαστής σερ Μάικλ Πάρκινσον – ακόμα μια απόδειξη για το πόσο ωραίος τύπος ήταν. Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ από το σπίτι επιστρατεύτηκε η Σάρα Γκριν, δημοφιλέστατη παρουσιάστρια παιδικού show.
Οι δημιουργοί ήθελαν να προβάλλουν την ταινία δίχως τίτλους αρχής και να αποκαλύψουν ότι πρόκειται για μυθοπλασία στο φινάλε, αντλώντας έμπνευση από την περιβόητη ραδιοφωνική μετάδοση του «Πολέμου των Κόσμων» διά χειρός Όρσον Γουέλς, που υποτίθεται ότι είχε προκαλέσει μαζική υστερία στις ΗΠΑ – σ.σ. όντως κάποιοι ακροατές πίστεψαν ότι πρόκειται για πραγματική μετάδοση και ότι οι ΗΠΑ υφίστανται εισβολή και διαμαρτυρήθηκαν, επιβεβαιωμένα ο αριθμός τους ήταν θεαματικά μικρότερος σε σχέση με τις διαστάσεις που πήρε η ιστορία στη συνέχεια. Το κανάλι είπε όχι στο αίτημά τους και έτσι τη νύχτα του Halloween του 1992, όταν μεταδόθηκε για πρώτη φορά το «Ghostwatch», προστέθηκαν επεξηγηματικοί τίτλοι αρχής. Μάλιστα, λίγες μέρες πριν, το σχετικό τεύχος των «Radio Times» είχε στο εξώφυλλό του τον Πάρκινσον, καθώς και εκτενές αφιέρωμα στην ταινία.
Έλα, όμως, που πολλοί τηλεθεατές δεν διάβαζαν «Radio Times» και δεν παρακολούθησαν το πρόγραμμα από την αρχή. Άλλαξαν κανάλι σε δεύτερο χρόνο, είδαν τον Πάρκινσον να παρουσιάζει ή τη Σάρα Γκριν να περιφέρεται στο στοιχειωμένο σπίτι για ρεπορτάζ και υπέθεσαν ότι πρόκειται για κανονική εκπομπή. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το 1992, που μεταδόθηκε η ταινία, το κοινό καθόλου εξοικειωμένο δεν ήταν με το είδος του found footage. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε ούτε ο όρος, ούτε και το είδος. Το αποτέλεσμα ήταν τα τηλεφωνήματα από τρομοκρατημένους και εξοργισμένους τηλεθεατές να πέσουν βροχή. Μόνο εκείνη τη βραδιά, το τηλεφωνικό κέντρο του BBC δέχτηκε πάνω από 20 χιλιάδες τηλεφωνήματα, ανάμεσά τους κι από έναν εφημέριο που τους κατηγορούσε ότι ξύπνησαν δαιμονικές δυνάμεις και πρέπει να λάβoυν επειγόντως μέτρα για να εξαγνιστεί το πλατό.
Τις υπόλοιπες μέρες οι αντιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν. Μάλιστα, ένας νεαρός δεκαοχτώ ετών, που παρακολούθησε την τηλεοπτική μετάδοση με την οικογένειά του, αυτοκτόνησε, επειδή άκουγε ήχους στις σωληνώσεις της κατοικίας του, όπως στην ταινία. Η δικαιοσύνη (προφανώς) δεν βρήκε αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη μετάδοση της ταινίας και στην ενέργεια του νεαρού, ωστόσο μετά από αυτό το συμβάν οι αντιδράσεις γιγαντώθηκαν. Υπολογίζεται ότι οι διαμαρτυρίες που έλαβε το BBC πλησίασαν το εκατομμύριο. Άλλοι θεατές ήταν τρομαγμένοι, άλλοι ένιωθαν εξαπατημένοι, ενώ μερίδα του Τύπου υπήρξε ιδιαίτερα εχθρική, εν αντιθέσει με τους κριτικούς, που δικαίως ενθουσιάστηκαν. Μοιραία, το κανάλι πήρε τις αποστάσεις του, θέλοντας να προχωρήσουν όλοι παρακάτω, και εξαφάνισε την ταινία.
Χρειάστηκε να έρθει η δεκαετής επέτειος από τη μετάδοση του «Ghostwatch» για να διαπιστώσει ο Στίβεν Φολκ πόσοι άνθρωποι αγάπησαν το εγχείρημά του. Και πραγματικά πρόκειται για μια πολύ εμπνευσμένη και πάρα πολύ αποτελεσματική ταινία τρόμου. Οι τεχνικές, τα ευρήματα και η αφηγηματική δομή που χρησιμοποίησε η πλειονότητα της παραγωγής found footage εμφανίζονται για πρώτη φορά εδώ: από το στατικό πλάνο κάμερας παρακολούθησης του «Paranormal Activity» μέχρι την ντοκιμαντερίστικη παράθεση τρομακτικών πληροφοριών και τη σταδιακή κλιμάκωση του τρόμου που είδαμε στο «Blair Witch Project».
Το format της live εκπομπής αξιοποιείται ευφάνταστα, ώστε να παραχθεί τρόμος. Τα τηλεφωνήματα τηλεθεατών, που αναφέρουν ότι κάτι φρικιαστικό συμβαίνει στο σπίτι τους καθώς παρακολουθούν την εκπομπή, είναι ικανά να σου σηκώσουν την τρίχα και να σε κάνουν να σκανάρεις το δωμάτιό σου – σκέψου τι θα συνέβαινε αν παρακολουθούσες το «Ghostwatch» βράδυ και live, όπως οι τηλεθεατές του BBC το ‘92. Κι αν αυτά δεν σε τρομάξουν, θα το κάνουν οι φαντασματικές παρουσίες, οι οποίες εμφανίζονται φευγαλέα στο φιλμ, τις περισσότερες φορές μόνο οι προσεκτικοί θα τις παρατηρήσουν – τα έχουμε ξαναπεί, μακάριοι οι θεατές ταινιών τρόμου που εστιάζουν στους υπότιτλους και στο κέντρο του κάδρου.
Σήμερα, που έχουμε εξοικειωθεί με το είδος, μας φαίνεται δύσκολο να χωνέψουμε πώς είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να πίστεψαν ότι η εκπομπή που παρακολουθούσαν είναι αληθινή. Διάολε, (SPOILER ALERT) στο κρεσέντο του φινάλε, το οποίο δανείστηκε και το «Late Night With the Devil», δαιμονίζεται ο Πάρκινσον. Πώς γίνεται να πιστέψεις ότι δαιμονίστηκε ο Πάρκινσον σε απευθείας μετάδοση; Εκεί πια γίνεται εμφανέστατο (SPOILER END). Κι όμως, είναι δυνατόν. Είπαμε, οι δημιουργοί της ταινίας ήταν πρωτοπόροι και το κοινό παρθένο.
Και ξέρετε κάτι; Παρά την έκθεσή μας σε αμέτρητες ώρες found footage τρόμου, το «Ghostwatch» παραμένει αγριευτικό, μία από τις καλύτερες προτάσεις του υποείδους, αλλά και του είδους γενικότερα. Ευκαιρία να το ανακαλύψετε. Σβήστε τα φώτα, κλείστε τα κινητά σας και πριν πατήσετε το play, επαναλάβετε τη φράση μερικές φορές: είναι μόνο μια ταινία.