ΑΡΚΕΤΑ ΠΙΣΤΗ στο εξαιρετικά ευπώλητο, ένοχα απολαυστικό μυθιστόρημα του A.J.Finn, η Γυναίκα στο Παράθυρο δικαιώνει τη φήμη της πιο προβληματικής ταινίας της χρονιάς, αφού χάνει όλο το στοίχημα της πλοκής, με δυο παταγωδώς αποτυχημένες, κρίσιμες σκηνές, ανάμεσα στις άλλες αστοχίες της.
Κι όμως, η ατμόσφαιρα του Τζο Ράιτ είναι άρτια: το περίκλειστο σύμπαν της Άνα Φοξ (Έιμι Άνταμς), μιας γυναίκας που βιώνει μια επαναλαμβανόμενη, χημικά εξαρτημένη καθημερινότητα, απομονωμένη και σκιαγμένη στο αχανές, πολυτελές σπίτι της στο Μανχάταν, παρέα με ταινίες και κόκκινο κρασί, και κατασκοπεύει τους γείτονες ακριβώς όπως ο Τζίμι Στιούαρτ στον Σιωπηλό Μάρτυρα (πλάνα από το αριστούργημα του 1954 φιγουράρουν στην αρχή, για να ξορκιστεί η σύγκριση), αποδίδεται με τη σωστή τεχνική ισορροπία ψυχικού σκότους και ξαφνικών, πολύχρωμων φωτισμών, σα να ερμηνεύει σκηνοθετικά την διαρκή, ετοιμόρροπη αντίφαση στο βασανισμένο μυαλό της ηρωίδας.
Η παιδοψυχολόγος συνομιλεί διακεκομμένα με τον σύζυγό της, έχει πρακτική βοήθεια μόνο από έναν μουσικό, τον Ντέιβιντ, που νοικιάζει το υπόγειό της, και δέχεται επισκέψεις από τον ψυχαναλυτή της (Τρέισι Λετς), έντεχνα κρύβοντάς του τα ρήγματα του ψυχισμού της. Όταν χτυπά την πόρτα της ο γιος του ζευγαριού που μόλις έχει μετακομίσει ακριβώς απέναντι, πυροδοτείται μέσα της το μητρικό φίλτρο προστασίας ενός νέου παιδιού που ενδέχεται να ταλαιπωρείται από τον πατέρα του (Γκάρι Όλντμαν) και ξεκινά μια περιπέτεια, ειδικά όταν τη βοηθά η γυναίκα που θεωρεί πως είναι η μητέρα του (Τζούλιαν Μουρ).
Κι ενώ η Άνταμς κρατά την αξιοπρέπεια του δύσκολου ρόλου της αγοραφοβικής που βρίσκεται σε εκκρεμή άρνηση για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της, με γρήγορα άλματα φτάνουμε στο ξεδίπλωμα και την άγρια κλιμάκωση του μυστηρίου, σε μια εντελώς αναληθοφανή μονομαχία, όπου απουσιάζουν παντελώς το απτό σασπένς και η σωματική εκτέλεση.
Η αποκάλυψη της αλήθειας που ισχυρίζεται, αλά Χίτσκοκ, πως είδε με τα ίδια της τα μάτια, γίνεται τόσο βεβιασμένα μπροστά στους κατηγορούμενους και την αστυνομία, που γίνεται πασιφανές πως κάτι δεν πήγε καθόλου καλά στη λογική της σεκάνς, που έπρεπε ή να ξαναγυριστεί ή να μονταριστεί βεβιασμένα για να βγει νόημα – όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο θα κατανοήσουν καλύτερα, ή απλά θα θυμηθούν, πώς αντιλαμβάνονται οι άλλοι την παράνοια της Φοξ.
(Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 2018, η αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας, μέσα στο φθινόπωρο του 2019, μετατέθηκε για να διορθωθούν αδόκιμες σκηνές και να προστεθούν συμπληρωματικές, από τον Τόνι Γκιλρόι, που προσέλαβε ο έκπτωτος πλέον, λόγω σκανδάλων κακοποιητικής συμπεριφοράς, παραγωγός Σκοτ Ρούντιν, η ταινία της Fox και μετέπειτα Disney τελικά εξαγοράστηκε από το Netflix και, λόγω της πανδημίας, προβάλλεται τώρα στην πλατφόρμα).
Κι ενώ η Άνταμς κρατά την αξιοπρέπεια του δύσκολου ρόλου της αγοραφοβικής που βρίσκεται σε εκκρεμή άρνηση για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της, με γρήγορα άλματα φτάνουμε στο ξεδίπλωμα και την άγρια κλιμάκωση του μυστηρίου, σε μια εντελώς αναληθοφανή μονομαχία, όπου απουσιάζουν παντελώς το απτό σασπένς και η σωματική εκτέλεση – είναι σα να παλεύουν ψηφιακά ομοιώματα κι όχι πραγματικοί άνθρωποι, σε μια χορογραφία που δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα και τις δυνάμεις τους.
Ωραίες οι περίτεχνες λήψεις, τα ψηφιακά πλονζέ, τα dolly shots και οι μουσκεμένες επιφάνειες της εντυπωσιακής κατοικίας, αλλά ξαφνικά, από τη φιλοδοξία μια χιτσκοκικής εμπειρίας, ο Ράιτ περνάει με άτσαλα κοψίματα σε Ντε Πάλμα κακέκτυπο, επιπέδου Raising Cain.
Ο σκηνοθέτης της Πιο Σκοτεινής Ώρας και της Εξιλέωσης είχε ανέκαθεν ροπή προς το στιλιζάρισμα, ενίοτε απρόσκλητα και αναπάντεχα, αλλά στη Γυναίκα στο Παράθυρο συχνά ακροβατεί αναποτελεσματικά ανάμεσα στο εσωστρεφές, αγχώδες θρίλερ και τις προσποιητές θεατρικές λύσεις, για παράδειγμα όταν η Άνα Φοξ αναγκάζεται να ανακαλέσει την πιο τραγική της ανάμνηση και να αποδομήσει τα γεγονότα.
Η Τζούλιαν Μουρ δίνει διφορούμενη πνοή στη μικρή διάρκεια της παρουσίας της και ο Γκάρι Όλντμαν εκτίθεται ανεπανόρθωτα σε μια αμυδρή υποψία ρόλου.
Η «Γυναίκα στο Παράθυρο» προβάλλεται στο Netflix.