ΣΤΙΣ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, το Ideal στην Πανεπιστημίου κρεμάει απρόθυμα και άδοξα τα γάντια του. Με την προβολή του «Pulp Fiction». Ειρωνικό: τόσα χρόνια μυθοπλασίας, δεκαετίες από fiction που προβλήθηκαν, γίνονται pulp σε λίγες ημέρες, αναμνήσεις και χαλάσματα. Οι προσπάθειες να σωθεί, ατελέσφορες. Έμοιαζαν απέλπιδες, ούτως ή άλλως. Το κτίριο του Σλίμαν, που είχε σχεδιάσει ο Τσίλερ, κατέληξε στο Δημόσιο, και οι αδελφοί Σπέντζοι, άνθρωποι του σινεμά, δεν το κατείχαν, το έτρεχαν επιχειρηματικά.
Ήταν το «σπίτι» τους από τότε που το θυμάμαι, στα τέλη του '80, με τη «Γυναίκα του Γκάνγκστερ» του Τζόναθαν Ντέμι, και μερικά χρόνια αργότερα, στις μεταμεσονύκτιες προβολές της «Σιωπής των Αμνών», το 1991. Φίσκα ήταν η αίθουσα, η ένταση στο τέρμα, πρωτόγνωρο το συναίσθημα, τόσο αργά ένα θρίλερ οσκαρικό, από έναν χώρο που παλιότερα είχε τις συνήθειες του αθηναϊκού κέντρου, δηλαδή να προβάλλει από νωρίς τις περιπετειούλες, τα ελληνικά και τις κωμωδίες, όπως έκανε το Rex στην ακμή του.
Το Ideal όμως ήταν κάτι διαφορετικό στα '90s. Είχε μόλις ανακαινιστεί, ξεσκονιστεί από τη ρετσινιά της παλιακής σάλας, διακοσμηθεί με τα έργα του Αντωνόπουλου. Απέκτησε έναν hip αέρα που το Αττικόν, το Απόλλων και σίγουρα η Έλλη δεν είχαν, και ξεκίνησε μια κούρσα ανακατανομής του κοινού. Το μνημείο από το 1921 ξανάνιωσε, έδωσε την ελπίδα πως η περιοχή όχι μόνο δεν αργόσβηνε, αλλά πως ο κόσμος της το είχε ανάγκη. Ενώ σε προηγούμενες δεκαετίες οι εμπορικές ταινίες περίμεναν το downtown να ανεβάσει τα εισιτήρια, κάπου εκεί γύρισαν τα γούστα, ο κόσμος του κέντρου στράφηκε στα πιο σινεφίλ έργα, οι πιο ψαγμένοι βρήκαν το niche τους, ενώ τα multiplex μονοπώλησαν τα πλήθη του πασατέμπου στον νέο αιώνα του ποπκόρν.
H απώλεια του Ideal, στα χορτάτα 102 του, ή μόλις στα 32 αν το μετρήσουμε από τον σύγχρονό του κύκλο, είναι σημαντική όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά επειδή είναι σημαδιακή, δηλωτική μιας αδιαφορίας για τα τοπόσημα με περιεχόμενο και ιστορία, κι ενός πολιτισμού που για τα λογιστικά μυαλά δεν είναι ανταποδοτικός.
Οι δικές μου παιδικές μνήμες από αίθουσες είναι κατά βάση πειραιώτικες και δη πασαλιμανιώτικες, με τη «ριβιέρα» των Απόλλων, Σπλέντιντ, Καπιτόλ και Παλλάς στη σειρά, απέναντι από το ρολόι και την περαντζάδα, να την ανταγωνίζονται οι αίθουσες πέριξ της πλατείας Κοραή, Αττικόν, Χάι Λάιφ και Σινεάκ – οι δυο τελευταίες και πάλι των Σπεντζαίων. Από Αθήνα, μόνο το αείμνηστο Ράδιο Σίτυ, λόγω της τεράστιας καμπυλώδους οθόνης και της road show αποκλειστικής διανομής επιλεγμένων ταινιών («Κουρδιστό Πορτοκάλι» εκεί και «Βιολιστής στη Στέγη», μέχρι το πρώτο «Alien» κράτησε η μαγεία για μένα) και το Έμπασσυ, για τα αφιερώματα της τότε άστεγης Ταινιοθήκης και της Μητροπούλου.
Το Ideal μού προέκυψε επαγγελματικά κυρίως, όταν οι δημοσιογραφικές προβολές ξεκίνησαν συστηματικά να φιλοξενούνται εκεί, πρωινά, στις 10 και τις 12, για όσους ακόμη αναρωτιούνται πού και πότε παρακολουθούν οι κριτικοί τις ταινίες πριν γράψουν γι’ αυτές ή πριν ασχοληθούν στα ηλεκτρονικά και, πλέον, στα social/online media. Τόσα χρόνια πάνε από τότε που το Ideal καθιερώθηκε ως ο κύριος χώρος των δημοσιογραφικών, που δεν θυμάμαι πού τις βλέπαμε πριν. Προφανώς σε μικροσκοπικές ιδιωτικές αίθουσες που συνήθιζαν να έχουν κάποια γραφεία διανομής και σίγουρα σε άλλα σινεμά.
Για περίπου 25 χρόνια το Ideal έγινε το γραφείο μας. Κι επειδή το να βλέπεις ταινία ποτέ δεν μοιάζει (αν και είναι στην ουσία) με το να πηγαίνεις στη δουλειά, πόσο μάλλον με τυπικό χώρο γραφείου, ήταν το στέκι μιας παρέας ειδικών δημοσιογράφων που με τα χρόνια μεγάλωνε, ο μικρός ναός για ταινίες που κανείς, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν είχε δει πριν από εμάς, ο συλλογικός κινηματογραφικός μας συντονισμός, ο «πρωινός καφές» μιας ομάδας περίεργων τύπων που, ανάμεσα στις δυο προβολές, βγαίναμε για λίγο καθαρό αέρα και τις πρώτες δαγκωμένες ή ενθουσιώδεις εντυπώσεις και ανταλλαγές ξύπνιας ή θεόχαζης ατάκας στην Πανεπιστημίου και ο κόσμος αναρωτιόταν αν ήμασταν συγκεντρωμένοι δικηγόροι ή αναστατωμένοι παπατζήδες της γειτονιάς.
Το ζήσαμε μεσοχείμωνο και κατακαλόκαιρο, σε λαμπάτες και ντόλμπι, αλλά και σε λίγο πιο θαμπές και πεσμένες του στιγμές, με πέντε νυσταγμένους νοματαίους αλλά και σε πιένες, ειδικά όταν περιμέναμε με ανυπομονησία τον μεγάλο σκηνοθέτη και η ταινία δεν είχε περάσει από φεστιβάλ πρώτα ή δεν είχε διαρρεύσει – ακόμη θυμάμαι τη συγκίνησή μου που ο αποκλεισμός του σινεμά από την καραντίνα έσπασε με το «Τένετ» στο Ιντεάλ, τόση που έσπευσα να παραβλέψω τις αδυναμίες της ταινίας.
Σταδιακά εξελίχθηκε στο εκ των ων ουκ άνευ των Νυχτών Πρεμιέρας. Η αίθουσα που δεν γινόταν να μη συμπεριληφθεί στις βασικές για τις σημαντικές προβολές του φεστιβάλ, ακόμη κι όταν είχε καταρρεύσει τμήμα του διπλανού διατηρητέου/αμελητέου κτιρίου και είχε κλείσει για μερικούς μήνες. Το σινεμά που μάζευε κυρίως τον νεότερο κόσμο, τους ας πούμε «φιλμέους», που δεν ξαναβλέπαμε μέσα στη σεζόν, και διερωτώμασταν πού ακριβώς κρύβονταν ή πού αλλού σύχναζαν. Είχα την τιμή να παρουσιάσω δυο αριστουργήματα που δεν θα μπορούσα να είχα δει στην πρώτη τους προβολή, τον «Πολίτη Κέιν» και τον πρώτο «Νονό».
«Πόσοι από εσάς έχετε δει τον “Νονό”», ρωτώ, δίπλα στον Λουκά, και σχεδόν όλοι από τους συνολικά 600 σηκώνουν χέρι. «Και πόσοι σε μεγάλη οθόνη;» 6! «Γι’ αυτό είμαστε εδώ απόψε, για να “μαυρίσουμε” από τον άρχοντα του σκότους, τον οπερατέρ Γκόρντον Γουίλις». Μπορεί να μην ήταν τέλεια τα σκούρα και τα εξωτερικά να βγήκαν παραπάνω κορεσμένα, αλλά το Ideal είχε την ευκολία να μαζεύει ανετότερα το πιο ετερόκλητο κοινό για τις πιο απίθανες ταινίες, που αλλού μάλλον δεν θα περπατούσαν με τον ίδιο ρυθμό, και να το πείθει πως ήρθε στο σωστό μέρος.
Και τις περισσότερες φορές δεν επρόκειτο για αυθυποβολή, ο κόσμος παλλόταν, είτε σαν πάρτι είτε από αυτό το βουβό πέπλο της συγκίνησης, το τρανς του αισθήματος που μόνο το μαζί στο σκοτάδι και οι εραστές της έκπληξης και της έκστασης αποζητούν και καταφέρνουν. Είχα τη χαρά να τα νιώσω όλα αυτά στις τελευταίες προβολές που είδα: το κλάμα στο «All of us Strangers». Τον θαυμασμό και το αβίαστο γέλιο στο «Poor Things». Και την αμηχανία, μαζί με το λάθος γέλιο, στον «Καπετάν Μιχάλη».
Την αναμνηστική φωτογραφία δεν την πρόλαβα, λόγω υποχρεώσεων. Και στην αυλαία, με το «Pulp Fiction», και πάλι απών, λόγω τραυματισμού. Αλλιώς, αν και sold-out, θα ήμουν εκεί. Στο πεζοδρόμιο. Λίγο πριν το γκρέμισμα, το εσωτερικό, γιατί η πρόσοψη, υποτίθεται, είναι διατηρητέα, όπως κι άλλες, σαν μαρμάρινη πλάκα σε τοίχο, τύπου «εδώ έζησαν ωραίες ταινίες και τις είδαν νοσταλγοί των παραισθήσεων». Αλλά το σινεμά δεν είναι υπόθεση διατηρητέου μόνο, ούτε selfie μπροστά σε βιτρίνα. Άμα δεν το καταλαβαίνεις, δεν πας, δεν το νιώθεις, πώς θα το σώσεις, αν χρειαστεί; Δεν γίνεται. Το εξομοιώνεις με συνεδριακό κέντρο. Και κάπου εκεί τελειώνει.
Κανονικά, θα έπρεπε να χαιρόμασταν με κάποια καλά νέα. Το Όπερα ξανανοίγει. Όπως και το Σινέ Παρί, το καλοκαίρι. (Το Έμπασσυ έγινε θέατρο, και όσο για το Αττικόν και το Απόλλων, αν δεν φωτίσει καρέ, δεν θα το πιστέψω). Ωστόσο, η απώλεια του Ideal, στα χορτάτα 102 του, ή μόλις στα 32 αν το μετρήσουμε από τον σύγχρονό του κύκλο, είναι σημαντική, όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά επειδή είναι σημαδιακή, δηλωτική μιας αδιαφορίας για τα τοπόσημα με περιεχόμενο και ιστορία, κι ενός πολιτισμού που για τα λογιστικά μυαλά δεν είναι ανταποδοτικός.