Ως αντίστιξη της Μπάρμπι, την οποία γνωρίζουν ακόμη και όσοι/ες τη μισούν για τους δικούς τους λόγους, τον Τζέι Ρόμπερτ Οπενχάϊμερ τον ξέρουν ελάχιστοι, και σχεδόν κανείς νεότερος, αν δεν είναι φιλομαθής και φιλίστωρ. Είναι ο αδιαφιλονίκητος παντογνώστης της κβαντικής μηχανικής για τον 20 αιώνα, άτυπος διάδοχος του Αϊνστάιν, θεωρητικός φυσικός και τρομερά ανήσυχο πνεύμα, ειδικά στα νεανικά του χρόνια. Επιστήμονας με ταμπεραμέντο καλλιτέχνη, μελαγχολικός και ασυμμάζευτος, ο εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός, με κορυφαίες σπουδές και κλίση στην ποίηση και την λογοτεχνία, περιδιάβηκε την Ευρώπη, ζορίστηκε ψυχικά και επέστρεψε στις δυο μεγάλες του αγάπες όπως έλεγε, τη Φυσική και τη ζωή στην έρημο, στην Αμερική. Δίδαξε στο Μπέρκλι, διασταυρώθηκε με τα μεγάλα μυαλά της εποχής του, εργάστηκε σε σημαντικά project, δικά του ή άλλων, όπως για παράδειγμα το κύκλοτρο. Δεν είχε ίσως την υπομονή να υποστηρίξει επί μακρόν τις επιστημονικές του εργασίες, γι΄αυτό και δεν προκρίθηκε για το Νόμπελ στο πεδίο του.
Ζούσε απομονωμένος από τις κοινωνικές ζυμώσεις, ασπάσθηκε σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις, έκανε παρέα με κομμουνιστές και το πλήρωσε ακριβά, παντρεύτηκε την πιστή αν και καθόλου αφελή Κίττυ Πιούνινγκ (η Έμιλι Μπλαντ, σε στάση αναμονής, φουριόζα στην τελική ευθεία της ταινίας) και ηράσθη την τραγική Τζιν Τάτλοκ- η Φλόρενς Πιού θα μνημονευθεί για την καθιστή σεξουαλική σκηνή, μια εξαίρεση στο γενικότερα ανέραστο opus του Νόλαν.
Κυρίως, βρήκε τον σκοπό της ζωής του όταν ο στρατηγός Γκρόουβς τον επέλεξε, έχοντας την διαίσθηση να ρισκάρει, στη θέση του επικεφαλής του μυστικού εργαστηρίου στο Λος Άλαμος. Η σχέση των δυο ανδρών, ένα απροσδόκητο συνταίριασμα που απέδωσε πέρα από κάθε πρόβλεψη ή προσδοκία, καταγράφηκε κάτω από ένα πέπλο ακαδημαϊκών χασμουρητών στο παλιότερο, εντελώς ξεχασμένο Fat Man and Little Boy, του Ρόλαντ Τζόφι της Αποστολής και των Killing Fields, με τον Πολ Νιούμαν στον πιο ξοδεμένο του ρόλο.
Μπορεί η ταινία να είναι και η πρώτη του βρετανού σκηνοθέτη που δεν έχει θέμα της τον χρόνο, αλλά το πορτέτο ενός δραματικού ανθρώπου και τις συνέπειες των πολλαπλών επιλογών του, μέσα σε αυτόν.
Χωρίς να χάσει χρόνο με τύπου wikipedia πληροφοριακή εισαγωγή, ο Νόλαν σπριντάρει από την αρχή με όλα τα πρόσωπα που καθορίζουν τον Οπενχάϊμερ, το συνεχές ταξίδι ανάμεσα στην πρώιμη περίοδο, την πυρετώδη προετοιμασία της βόμβας που άλλαξε τον κόσμο, και την φάση της απογοήτευσης και της απόρριψης, καθώς και τα δυο θέματα, που σαν μεσοτοιχία, κρατούν στέρεο το ελικοειδές κινηματογραφικό οικοδόμημα: την ανελέητη ακροαματική διαδικασία που στοίχισε την υπόληψη του ήρωα Οπενχάϊμερ, και την κατασκευή του μηχανισμού που τον έκανε ήρωα, και μαζί θύμα της εφεύρεσης στην οποία πρωτοστάτησε. Τον θάνατο που κατέστρεψε τον κόσμο, όπως είπε ο ίδιος, αναφερόμενος σε ένα ιερό σανσκριτικό κείμενο που είχε μελετήσει στα νιάτα του και ανακάλεσε σε μια πρωτοφανή δημόσια, ποιητική απολογία του, που ακόμη αντηχεί σαν κράμα δολοφονικού ακκισμού και αφοπλιστικής ειλικρίνειας.
Μπορεί η ταινία να είναι και η πρώτη του βρετανού σκηνοθέτη που δεν έχει θέμα της τον χρόνο, αλλά το πορτέτο ενός δραματικού ανθρώπου και τις συνέπειες των πολλαπλών επιλογών του, μέσα σε αυτόν. Ως συνήθως, πρωταγωνιστεί ένας άνδρας που πάσχει. Το Οπενχάϊμερ μοιάζει περισσότερο απ΄όλες τις ταινίες του Νόλαν με την Δουνκέρκη, καθώς πραγματεύεται ένα ιστορικά κομβικό γεγονός, και μάλιστα τελεσίδικο, γύρω από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και δεν βαδίζει στις ατραπούς της φαντασίας.
Πολλοί χαρακτήρες περιδινίζονται γύρω απο τον Οπενχάϊμερ, και πασίγνωστοι ηθοποιοί τους υποδύονται, από τον Γκάρι Όλντμαν στον ρόλο του Χάρι Τρούμαν, ως τον Κένεθ Μπράνα και τον Ράμι Μάλεκ. Γιατί σταρ κι όχι καρατερίστες; Ενδεχομένως ο βρετανός σκηνοθέτης τους χρησιμοποιεί για να ισορροπήσει τη συντομία της εμφάνισής τους με ένα εμφατικό σινιάλο στον θεατή, σαν πρόσκληση εκτός του οτι φυσικά όλοι είναι ικανότατοι, και εξαιρετικά χαρούμενοι που προσέθεσαν έναν “Νόλαν” στο βιογραφικό τους.
Ο μεγαλύτερος συμπληρωματικός ρόλος είναι εκείνος του Ρόμπερτ Ντάουνι, ως Λιούις Στρος, πρόεδρος της αμερικανικής επιτροπής ατομικής ενέργειας, από το 1946 ως το 1950. Η συμβολή του είναι σημαντικότατη, και ο πραγματικός του σκοπός όχι ευρέως γνωστός, συνεπώς καταλυτικός στην αφήγηση. Ο Ντάουνι είναι υπέροχος, και με τον συγκρατημένο του τρόπο γίνεται ο παράγοντας χ του σασπένς και της ανατροπής, σε μια δύσκολη εξίσωση που αποκαλύπτεται σταδιακά. Είναι ο κομπλεξικός Σαλιέρι απέναντι σε έναν σνομπ Μότσαρτ, η σκιά στα παρασκήνια, που κανείς δεν περιμένει τι είδους παρέμβαση επιχειρήσει. Παρακολουθήστε τον προσεκτικά, είναι μια από τις ανταμοιβές για την υπομονή που χρειάζεται η πρώτη από τις τρεις ώρες της ταινίας.
Η ανάκριση του Οπενχάιμερ μοιάζει να διαρκεί αιώνια, μια σισσύφεια, μνημειωδώς άδικη τιμωρία. Οι μακαρθιστές τον κυνήγησαν και τον εξευτέλισαν. Ξετίναξαν τις διασυνδέσεις του, αλλά και τις προσωπικές του σχέσεις, σε μια αντικομμουνιστική δίωξη που περιείχε κρυφά στοιχεία βαθύτατου αντισημιτισμού. Παρέλασαν καλοί και άσπονδοι φίλοι στην ένορκη εξέταση, πονηροί συνεργάτες με απωθημένα και ράματα για τη γούνα του, ως και η σύζυγός του – και όλα αυτά για να αποφασισθεί η διατήρηση ή η ανάκληση της διαβάθμισής του στα μεταπολεμικά προγράμματα, και ουσιαστικά το επαγγελματικό του μέλλον.
Ο αμερικανός Προμηθέας αντιμετωπίσθηκε ως ένας ακόμη κόκκινος προδότης, από μιλιταριστές που γνώριζαν πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Γιατί; Διοτι ο Οπενεχάιμερ κλονίσθηκε όταν η επιστήμη του έγινε όπλο με ανυπολόγιστες συνέπειες, και ξέφυγε από τον έλεγχό του. Περίπου το γνώριζε αλλά δεν φαντάστηκε το μέγεθος. Ή καλύτερα, το είδε μπροστά του ως φάντασμα και κατάλαβε πως δε μπορούσε πλέον να το σταματήσει, γι’ αυτό είπε τη γνώμη του, και δεν έγινε καθόλου αρεστός, ούτε από τον πρόεδρο Τρούμαν, που τον καθησύχασε πως εκείνος την έριξε την βόμβα, ούτε και από τους ανωτέρους του.
Η στιγμή της έκρηξης είναι θεαματική μέσα στη σιγαλιά της, σε μια από τις ελάχιστες χρονικές περιόδους στην ταινία όπου παύει η από τοίχο σε τοίχο μουσική επένδυση του βραβευμένου με Όσκαρ, Λούντβιχ Γκόρανσον. Ακόμη πιο συγκλονιστικό είναι ωστόσο το φλας του θανάτου που έπεται της ρίψης της ατομικής βόμβας, ένα ανατριχιαστικό όραμα του αυτουργού της, σαν στοιχειό που δεν εννοεί να τον εγκαταλείψει. Τα έγχρωμα κομμάτια της ταινίας είναι αποκλειστικά ιδωμένα από τον πρωταγωνιστή. Και τα μαυρόασπρα, η οπτική των υπόλοιπων.
Απουσιάζει ολοσχερώς ο όλεθρος της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Και ορθώς λείπουν οι σκηνές της καταστροφής. Διότι ο Οπενχάιμερ δεν τις είδε, αν και τις βίωσε εξίσου με τα θύματα, με διαφορετικό, πολύ σκληρό τρόπο. Ο άνθρωπος που παρολίγο να σκοτώσει στα φοιτητικά του χρόνια τον αντιπαθή καθηγητή του, δηλητηριάζοντας ένα μήλο, ένα πραγματικό γεγονός με βιβλική συμπαραδήλωση, επέλεξε να μην γίνει μάρτυρας του θανάτου που προξένησε. Η ειρωνία είναι προφανής και ο Νόλαν ευτυχώς δεν μας την πλασάρει κατάμουτρα, αλλά αφήνει την απώλεια να ηχεί σαν σκοτεινή παράμετρος, στην τελευταία και καλύτερη ώρα της τρίωρης ταινίας.
Ναι, το Οπενχάιμερ είναι μακρύ, γεμάτο διαλόγους, μια πολυπρόσωπη, οπερατική διάθεση που επισκιάζει τις ανάσες που χρειάζεται η ταινία, και ίσως ένα φινάλε που απλουστεύει (χωρίς να υπονομεύει ακριβώς) μια περίπλοκη υπόθεση. Είναι έργο προαποφασισμένο, όπως όλες οι ενδελεχώς σχεδιασμένες και ραμμένες ταινίες του Νόλαν. Αλλά, η προσήλωση και ο πλούτος της, σε επίπεδο τεχνικής και περιεχομένου, αποζημιώνουν. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να αναδείξει μια βιογραφία με τόσες κινηματογραφικές ενέσεις, όπως ο Νόλαν. Μιλάει (σοβαρά) για σοβαρά θέματα, και το κάνει με το γνωστό μονταζιακό του ύφος, αυτό που μαθηματικά τον κάνει όχι απλώς προσβάσιμο, αλλά τον τοποθετεί σε θεϊκό βάθρο σε γενιές που δεν θα πήγαιναν ποτέ να δουν μια ταινία με τίτλο «Οπενχάιμερ» και στην αφίσα έναν λυμφατικό άγνωστο τύπο με παλιομοδίτικο καπέλο και χαμηλό βλέμμα, που περίσκεπτα υπονοοεί ενδόρρηξη, σε μια ταινία με θέμα το πιο εκκωφαντικό μπαμ όλων των εποχών.
Κι εδώ έχουμε τον πρωταγωνιστή, τον Ιρλανδό μάγο του εσωτερικού άχθους από το Peaky Blinders, στην ερμηνεία που πιάνει κορυφή, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε υπερβολή ανάκρουση συναισθημάτων, ακόμη και πλατιές εκφράσεις που θα ήταν διάφανες και εξαιρετικά ευανάγνωστες από τον φακό του ιδιοφυούς οπερατέρ, Χόιτε βαν Χοϊτέμα. Έγινε «ο θάνατος, ο καταστροφέας», όπως μοιρολογεί ο ίδιος, και παίζει αγκαζέ με την αιματοβαμμένη μοίρα του.
Ο Κίλιαν Μέρφι, αυτός ο αγγελοδαίμονας με το κρυστάλλινο αμφίφυλο πρόσωπο, υπόσχεται μεγαλείο και χάος, έμπνευση και ισοπέδωση. Το βλέμμα του συρρικνώνεται σε ένα κενό απροσπέλαστο, και ατενίζει το όραμα που αγγίζει τα αστέρια με την προφητική μελαγχολία ενός ποιητή του περιθωρίου. Τουλάχιστον μια δεκάδα σπουδαίων ερμηνειών από τον σπουδαίο Ιρλανδό ηθοποιό ευθυγραμμίζονται στην ογκωδέστερη στιγμή της καριέρας του, και τα μεγάλα του μάτια χωράνε τη λαχτάρα και την ήττα ενός τραγικού προσώπου. Είναι δώρο η ερμηνεία του, και είμαι σίγουρος πως όποιος ξαναδεί την ταινία, θα ανακαλύψει κι άλλες εκρήξεις στο πρόσωπό του, το οποίο χρησιμοποιεί ταυτόχρονα ως σκόπευτρο και καθρέφτη.
Το τρέιλερ της ταινίας