«Φίλε μου, εγώ θα σε κάνω σταρ του σινεμά!» Αυτό αναφώνησε ο Ρόμπερτ Τάουν όταν είδε τον κολλητό του από τα τέλη των ’50s Τζακ Νίκολσον να κάνει ολόκληρη σκηνή σε ένα ζαχαροπλαστείο, παριστάνοντας με μεγάλη πειστικότητα, θεαματικά νεύρα και αυτόν τον μοναδικό «τελικά, δεν με νοιάζει» τρόπο του τον θιγμένο σε έναν καβγά με υπάλληλο.
Και το κατάφερε, κόβοντας και ράβοντας σενάρια πάνω στο ιδιοσυγκρασιακό DNA ενός ηθοποιού γιατί διέκρινε μια αίσθηση του σασπένς που δεν είχε ξαναδεί σε άλλον ή αλλού στην ήδη στιβαρή θητεία του σε ταινίες μικρής εμβέλειας, αλλά απαιτητικών χρόνων παράδοσης, στα ’60s. Προσέθεσε το δικό του άγγιγμα στο «Drive, he said», την πρώτη σκηνοθεσία του Νίκολσον, και μαζί με τον Χαλ Άσμπι συνέθεσαν το υπέροχο «Τελευταίο Απόσπασμα», το πρώτο από τα Όσκαρ που έπρεπε να πάρει ο Νίκολσον, αλλά τελικά έχασε από τον Τζακ Λέμον για το εμμηνοπαυσιακό «Σώσε τον τίγρη».
Ήδη είχε συλλάβει το περίγραμμα του «Chinatown» σε ασαφείς κουβέντες με τον Τζακ για έναν αστυνομικό στο Λος Άντζελες πριν από τον πόλεμο, διαβάζοντας Τσάντλερ και αποκτώντας ενδιαφέρον για την περίπτωση του Μαλχόλαντ, του ανθρώπου που φρόντισε την ύδρευση και εν τέλει την αλματώδη ανάπτυξη της πόλης, ώστε να γίνει αυτό που έγινε με τα χρόνια. Σκέφτηκε την Τζέιν Φόντα για τον ρόλο της ξανθιάς και απευθύνθηκε στον παραγωγό Ρόμπερτ Έβανς, ο οποίος του χρωστούσε μια χάρη από παλιά, και πάλι για τις σωτήριες υπηρεσίες που του παρείχε.
Γέννημα-θρέμμα της Καλιφόρνιας, μεγαλωμένος στο Σαν Πέδρο και στην Πομόνα, συμφοιτητής του Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο Ρόμπερτ Σουόρτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, σπούδασε υποκριτική με τον Νίκολσον και εγκατέλειψε νωρίς το όνειρο του ηθοποιού για να σπουδάσει στο μεγάλο σχολείο σβελτάδας και παραγωγικότητας του Ρότζερ Κόρμαν, με την πένα του να πιάνει φωτιά από τον όγκο δουλειάς και μερικές φορές να τα βρίσκει σκούρα.
Εκτός από νουάρ που ανακεφαλαιώνει το είδος με σπάνια φινέτσα, μια εναλλαγή αιχμηρών διαλόγων και των ιδιοφυούς αντίληψης σιωπών, του «αρνητικού διαστήματος», όπως τις αποκαλούσε, ο Τάουν αντέστρεψε τη φορά των χαρακτήρων στο θέμα, συνοδεύοντας την πλούσια πλοκή και τους πρωταγωνιστές σε μια κλιμάκωση αποκαλυπτική, εξόχως σκοτεινή και αρχαιοελληνικά τραγική –έφερε το Λος Άντζελες στο νερό και όχι το αντίθετο, που θα ήταν το προφανές– και δημιούργησε μια αξέχαστη, ανατριχιαστική σκηνή, την αλήθεια της Έβελιν για την κόρη της, ενώ ο Γκίτις του Νίκολσον την προκαλεί χτυπώντας την, για να καταλάβει τι εννοεί, με σοκαριστική αντίδραση.
Την ίδια στιγμή που η πλοκή πυκνώνει η ταινία λειτουργεί ως μακρινός απόηχος μιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Είναι μια υπόθεση που καίει όποιον την ακουμπάει κι ένα σχόλιο για τη ματαιότητα των καλών προθέσεων, με αυτό το περίφημο «Ξέχασέ το, εδώ είναι Chinatown» να απαντά στα ανεξήγητα, τρομερά παιγμένο και τόσο έξοχα γραμμένο. Προς τιμήν του, ο Τάουν δέχθηκε την πρόταση του Πολάνσκι να μη σκοτωθεί ο κακός αλλά να θυσιαστεί το θύμα.
Ήταν το πρώτο και μοναδικό του Όσκαρ, το μόνο κερδισμένο από τις 11 υποψηφιότητες του «Chinatown» που έπεσε πάνω σε ένα αριστούργημα εκείνη τη χρονιά, τον «Νονό 2», ακριβώς μισό αιώνα πριν. Το πενιχρής εμπορικής και κριτικής αποδοχής sequel του, «The two Jakes», σε σκηνοθεσία Νίκολσον και πάντα σε σενάριο Τάουν, δεν προχώρησε σε βάθος την ιστορία και τις συνέπειές της, με αποτέλεσμα να μη γυριστεί το τελευταίο μέρος της σχεδιασμένης τριλογίας, και είναι κρίμα που τελικά δεν ευοδώθηκαν τα σχέδια του Τάουν να γυρίσει ένα prequel που συζητούσε με τον Ντέιβιντ Φίντσερ το 2019.
Είχε όμως προλάβει να θίξει το αγαπημένο του θέμα, τον μοναχικό, ρομαντικό, σκληρό αγώνα επιβίωσης ενός συγγραφέα στο Λος Άντζελες, διασκευάζοντας και σκηνοθετώντας, αν και με εσφαλμένη επιλογή όσον αφορά το πρόσωπο του πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φάρελ, το «Ask the dust» του αγαπημένου του συγγραφέα Τζον Φάντε, κλείνοντας αυτοαναφορικά και προσωπικά την καριέρα του, τιμώντας παράλληλα τον μέντορά του.
Γέννημα-θρέμμα της Καλιφόρνιας, μεγαλωμένος στο Σαν Πέδρο και στην Πομόνα, συμφοιτητής του Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο Ρόμπερτ Σουόρτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, σπούδασε υποκριτική με τον Νίκολσον και εγκατέλειψε νωρίς το όνειρο του ηθοποιού για να σπουδάσει στο μεγάλο σχολείο σβελτάδας και παραγωγικότητας του Ρότζερ Κόρμαν, με την πένα του να πιάνει φωτιά από τον όγκο δουλειάς και μερικές φορές να τα βρίσκει σκούρα. Ξεκινώντας τη θητεία του το 1960 με την «Τελευταία γυναίκα στη Γη», παραδέχθηκε πως ο αμφιβόλου ποιότητας «Τάφος της Λιγείας» ήταν η δυσκολότερη ας πούμε καλλιτεχνική αποστολή που ανέλαβε ποτέ!
Αδιευκρίνιστες ασθένειες που κλόνιζαν περιοδικά την υγεία του ήταν ο βασικός λόγος που σπάνια παρέδιδε ολοκληρωμένα σενάρια, προτιμώντας τον πιο αποσπασματικό και θεωρητικά λιγότερο υπεύθυνο ρόλο του script doctor για άλλους, παρεμβαίνοντας χειρουργικά συνήθως την τελευταία στιγμή σε προβληματικά σενάρια ακόμη και γνωστότατων συναδέλφων του.
«Σκούπισε» το ερωτικό τρίγωνο του «Μπόνι και Κλάιντ» και έκανε το φινίρισμα στον συγκλονιστικό θάνατο του Μπράντο στον κήπο – ο Φράνσις Φορντ Κόπολα τον ευχαρίστησε προσωπικά για τη συμβολή του, όταν παρέλαβε το Όσκαρ του το 1973. Συνήθως χωρίς να αναγράφεται στους επίσημους τίτλους, έβαλε το χέρι του στο «The Yakuza» του Πολ Σρέιντερ και στο «8 Million ways to die» του Όλιβερ Στόουν, πήρε την τρίτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ για το σούπερ σενάριο του «Shampoo» και συνέχισε να συγγράφει με τον Γουόρεν Μπίτι την «Υπόθεση Πάραλαξ», το «Heaven can wait», τους «Κόκκινους», ακόμη και τη διασκευή του «Love Affair».
Προτού ο Τομ Κρουζ εμπιστευθεί οριστικά τον Κρίστοφερ Μακουόρι για τη συνολική διεκπεραίωση του φορτωμένου κύκλου εργασιών του, ο Τάουν εργάστηκε ως σύμβουλος στο «Days of thunder» και έγραψε τα δυσνόητα σενάρια των δύο πρώτων «Επικίνδυνων Αποστολών»· προφανώς έκανε και λίγο το κέφι του, ειδικά εκεί που ο Χαντ πασχίζει να καταλάβει τι στο καλό συμβαίνει και η πράκτορας Μαξ Μιτσόπολις της Βανέσα Ρεντγκρέιβ τον κοιτάζει στο διπλανό κάθισμα του αυτοκινήτου και διστάζει να διακόψει τις τρελαμένες σκέψεις του, σαν να ερεθίζεται από τη συγκινητική άγνοιά του.
Ο Τάουν δεν δίσταζε να αποχωρεί από ταινίες που δεν του άρεσαν, όπως το «New Centurions» του Τζόζεφ Γουάνμπακ. Τόσο πολύ τσαντίστηκε από την αντιμετώπιση που είχε το σενάριό του για τον «Greystoke» του Χιου Χάντσον, που, αντί να βγάλει το όνομά του, το αντικατέστησε με το μυστηριώδες P.H. Vazak. Μετά την τέταρτη και φαρμακερή υποψηφιότητα για Όσκαρ αποκαλύφθηκε πως ο Τάουν είχε δώσει στο στούντιο το όνομα του τσοπανόσκυλού του!
Η υποτιμητική συμπεριφορά ουδόλως επηρέασε τη φήμη του: είχε ήδη περάσει στη σφαίρα του χολιγουντιανού θρύλου, με το ταλέντο του να εμπλουτίζει με αντιστικτική βαρύτητα την πλοκή και τους χαρακτήρες, χωρίς να διακόπτει τη ροή και το νόημα, ειδικά στο δύσκολο έργο της προσαρμογής στο πνεύμα άλλων συγγραφέων. Εκτός από το «Ask the dust», σκηνοθέτησε δυο αθλητικά δράματα πολύπλοκων σχέσεων, το «Personal Best» και το «Without Limits» για τον παραγνωρισμένο δρομέα μεσαίων αποστάσεων Στιβ Πριφοντέν, καθώς και το αισθησιακό, «μπαρουτοκαπνισμένο» «Tequila Sunrise», περισσότερο στα κυβικά και στο γούστο του, ένα βαρύ και επικίνδυνο τρίγωνο ανάμεσα στον Μελ Γκίμπσον, στη Μισέλ Φάιφερ και στον Κερτ Ράσελ.
Εφάμιλλης σπουδαιότητας, αν και διαφορετικής προσέγγισης στον τρόπο που συνεργάζονταν με τους σκηνοθέτες, με τους Τονίνο Γκουέρα και Ζαν Κλοντ Καριέρ, το περιοδικό «Vulture» τον κατέταξε στην τρίτη θέση των καλύτερων σεναριογράφων του Χόλιγουντ όλων των εποχών, μετά τον Μπίλι Γουάιλντερ και τους Τζόελ και Ίθαν Κόεν, παραγνωρίζοντας ωστόσο την απίστευτα ευρεία και ανυπολόγιστης σημασίας «αόρατη» συνεισφορά του στη σεναριακή κατασκευή που ανέκαθεν θεωρούσε συντριπτικά ανεπαρκέστερη του σκηνοθετικού οράματος για το φιλμ.
Tequila Sunrise (1988)