Το καλόβολο παιδί που μαγεύτηκε από μικρό με τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και μοίραζε χάρτες στην Disneyland για 25 σεντς: ο ηλίθιος με την υπερβολική αυτοπεποίθηση, πρωταγωνιστής σε μια ενδελεχώς προβαρισμένη, ελεύθερα εκτελεσμένη σπουδή για τον παραλογισμό τού να ανεβαίνεις σε μια σκηνή και να δίνεις μια κωμική παράσταση λέγοντας αστεία για να κάνεις πάση θυσία το κοινό να σε αγαπήσει αυτόματα. «Ο θάνατος πάνω στο πάλκο είναι πολύ χειρότερος από τον κανονικό», δηλώνει με πεποίθηση ο Στιβ Μάρτιν.
Λόγω του πολέμου του Βιετνάμ και της παρατεταμένης ενηλικίωσης της πρώτης χειραφετημένης γενιάς στην ιστορία της καταγεγραμμένης ποπ κουλτούρας, η δεκαετία του ’60 ολοκληρώθηκε γύρω στο 1975 και ο Μάρτιν πάσχιζε να γίνει καλλιτεχνικά αντιληπτός, με αποκορύφωμα τις αμήχανες εμφανίσεις του στο Playboy Club, εκεί όπου σύχναζαν οι ήρωές του, είδωλα της παιδικής του ηλικίας, εδραιωμένοι κύριοι της show business που δεν έπιαναν ούτε νότα από το σωματικό χιούμορ του και παραξενεύονταν που έβλεπαν έναν αλλόκοτο τύπο, όχι και τόσο πιτσιρικά όσο υποδείκνυαν οι κουταμάρες του, να χτυπιέται και να παίζει μπάντζο με ψεύτικο βέλος στους κροτάφους και πολύχρωμα μπαλονάκια στο κεφάλι, με κεντρικό θέμα προσχηματικό και καινοτομία την υπερκινητικότητα, σαν να τον είχε κεραυνοβολήσει μια ανεξήγητη ηλεκτρική ενέργεια, συνδυασμός σαχλαμάρας και ιδιοφυΐας, οξεία αλλεργική αντίδραση στον κομφορμισμό, στον οργανωμένο προγραμματισμό και οποιαδήποτε καθωσπρέπει συμπεριφορά έχει προηγηθεί, χωρίς βρισιές και προσβολές, πάντα με ένα μπάντζο συνοδεία και βασικά με αστεία ακραίου αυτοσαρκασμού, για να μην αισθάνεται άβολα ο θεατής.
Γίνεται σαφές πως στο μεγάλο πορτρέτο του Στιβ Μάρτιν δεν χωράει όλη του η πολύπλευρη, αχανής δραστηριότητα και η αναμφισβήτητη ιδιοφυΐα του.
Πάνω που ο Στιβ Μάρτιν αντιλήφθηκε πως είναι άστοχο να χαραμίζεται σε λάθος χώρους βρήκε το κοινό του, μικρότερο σε μέγεθος και σίγουρα hipper και νεαρότερο, κουρεύτηκε και ντύθηκε με κοστούμια για να κάνουν αντίθεση με τα εφηβικά του καμώματα, και με γκρίζα μαλλιά και περισσότερη τύχη γνώρισε την πρώτη του ανταπόκριση, κυρίως στο θρυλικό στέκι Troubadour, και πολύ γρήγορα διαπίστωσε πως δεν είναι μόνος και ανάδελφος στο στυλ που λάνσαρε.
Με την πρεμιέρα του Saturday Night Live οι όμοιοι και ισάξιοί του βαφτίστηκαν μπροστά στο αμερικανικό τηλεοπτικό κοινό, αλλά ο Μάρτιν πρόλαβε και ξεχώρισε με τις εμφανίσεις του στα βραδινά shows του Τζόνι Κάρσον και των υπολοίπων. Έγινε ο πρώτος κωμικός με πλατινένιο άλμπουμ και καθιερώθηκε ως ο Wild and Crazy Guy, ένας αγρίως τρελός που γεμίζει στάδια για πρώτη φορά στην ιστορία της «όρθιας κωμωδίας» και ακόμη και στον κολοφώνα της δόξας του συνηθίζει να βγαίνει έξω μετά την παράσταση, για μια μπίρα, κουβέντα και γνωριμίας με το πολυπληθές κοινό του. Τα έχασε φυσικά με την επιτυχία, ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε, εκτός ίσως από την αδελφή του, και το πώς θα συνέχιζε μετατράπηκε σε υπαρξιακό ερώτημα.
Η απάντηση ήταν απλή: με το μπαμ, ήρθε η ώρα να αποχωριστεί τον σκελετό του προγράμματος που πρόβαρε, χωρίς ιδιαίτερη ανταπόκριση, από την παιδική του ηλικία. Το μυαλό του τελικά δεν κλονίστηκε από το τρύπημα του βέλους: σαν τον Μπόουι με τον Ζίγκι, ο διαστημάνθρωπος Στιβ Μάρτιν είχε τη γενναιότητα και τη διορατικότητα να μην παίξει ποτέ ξανά εκείνον τον χαρακτήρα και, γενικότερα, να μην ανέβει μόνος του στη σκηνή για παρόμοια shows. Πολύ γρήγορα προέκυψε μια άλλη καριέρα που θα τον έκανε γνωστό σ’ εμάς. Στο σινεμά ξεκίνησε με το Jerk – τεράστια επιτυχία. Ο τρελός έγινε ο εθνικός Ηλίθιος, ένας τέρμα αφελής τύπος που, όποια βλακεία κι αν έκανε, τη γλίτωνε από θαύμα, σκορπίζοντας απλόχερα γέλια.
Στο δεύτερο μέρος, που ουσιαστικά αποτελεί ξεχωριστή ταινία, ο σκηνοθέτης Μόργκαν Νέβιλ υιοθετεί διαφορετικό ύφος. Ο άγνωστος και λαοφίλητος Μάρτιν των ’70s παραχωρεί τη θέση του στον εξίσου μυστηριώδη, ανθρώπινο, πράο και πολύ πιο ευτυχισμένο Στιβ του σήμερα. Κανείς από τους μόνιμους συνεργάτες, τους αγαπητούς του συναδέλφους (από τον Τζέρι Σάινφελντ ως την Νταϊάν Κίτον) και τον στενό του κύκλο δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά ποια ψυχή κρύβεται πίσω από το κατασταλαγμένο φαινόμενο, τον απόμακρο διανοούμενο που, ενώ σκέφτεται τα πάντα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, δεν διστάζει να ακολουθήσει το ένστικτό του και να παραδοθεί σε κλασικά ανέκδοτα για να βγάλει γέλιο, τον συγγραφέα και συλλέκτη έργων τέχνης από τα νεανικά του χρόνια που έχει μελετήσει όσο λίγοι την τέχνη του, έναν πραγματικό καλλιτέχνη που μοιάζει συνηθισμένος και βαρετός.
Όλοι, ωστόσο, συμφωνούν πως η εμφανής και συχνά εκκωφαντική μοναχικότητά του αναδίδει μια λαχτάρα για αγάπη που μπορεί να ξεκλειδώσει, όπως υποστηρίζει ορθώς η Τίνα Φέι, μόνο ο καλύτερός του φίλος και εγκάρδιος συνοδοιπόρος του, ο Μάρτιν Σορτ, με τον οποίο μοιράζεται τη σκηνή για παραστάσεις μοναδικής χημείας και σκίζουν· με την προσθήκη της Σελίνα Γκόμεζ στην παράδοξη μέθοδο των τριών λαγωνικών της νεοϋορκέζικης πολυκατοικίας, στην κωμική σειρά μυστηρίου Only murders in the building, έκανε το θριαμβευτικό pitch του σε μια γενιά που μάλλον δεν τον είχε πάρει χαμπάρι ως τώρα.
Μαζί με τον Καναδό κωμικό αναλύουν τα αστεία και την πιθανή απήχησή τους, μιλάνε κάνοντας μια χαλαρή αναδρομή που λειτουργεί ως εκ βαθέων συνέντευξη, ενώ κάθονται αναπαυτικά στον καναπέ, ταΐζουν άλογα στο τέλος μιας ποδηλατάδας και οδηγούν στους δρόμους του Λος Άντζελες για να πάνε τα άπλυτα στο καθαριστήριο. Περισσότερο και από τη σύζυγό του, ο Σορτ αποτελεί την καλόβολη νέμεση ενός χαρακτήρα πεισματικά κλειστού, διακριτικού και ευγενικού, αν και ακροβολισμένου στις αδιαπέραστες σκέψεις του, όπως οι πρωταγωνιστές των πινάκων του Έντουαρντ Χόπερ που τόσο αγάπησε και μάζεψε ο ήρωας του ντοκιμαντέρ.
Έκπληκτος και ο ίδιος από την οικογενειακή του ευτυχία και την ηρεμία που κατακλύζει το άλλοτε φουρτουνιασμένο του μυαλό, ο Μάρτιν δεν έχει σταματήσει να αναρωτιέται πώς θα διαφοροποιήσει το υλικό και τις ιδέες του: ένα από τα τρέχοντα πρότζεκτ του είναι η αφήγηση της φιλμογραφίας του μέσα από σκιτσογραφημένα απομνημονεύματα! Καθημερινά σκαρφίζεται λεζάντες, παράλληλα τρέχουν οι άλλες του δουλειές, ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση δημιουργικού ζεν και ο μύθος του βαθαίνει, αντί να αγχώνεται με σπασμωδικές κινήσεις εντυπωσιασμού – τι αντίθεση από την πρώτη του περίοδο.
Κι ενώ το Steve ξοδεύει λιγότερο χρόνο στη φιλμογραφία του Μάρτιν, από την πρώτη πικρή γεύση με την αποτυχία, λόγω του παραγνωρισμένου, αριστουργηματικού meta μιούζικαλ του Χέρμπερτ Ρος, Pennies from Heaven, ως τις σπουδαίες ταινίες του, το All of Me (η επιτομή της physical comedy), τη Ροξάν και το Απατεώνες και Τζέντλεμεν (ας μην ξεχνάμε το Bowfinger), γίνεται σαφές πως στο μεγάλο πορτρέτο του Στιβ Μάρτιν δεν χωράει όλη του η πολύπλευρη, αχανής δραστηριότητα και η αναμφισβήτητη ιδιοφυΐα του – θα έπρεπε να γυριστούν ακόμη δύο ταινίες για μια οριστική βιογραφία.
Το ντοκιμαντέρ Steve προβάλλεται από την πλατφόρμα AppleTv+
Η τέταρτη σεζόν της σειράς Only Murders in the Building προβάλλεται από την πλατφόρμα Disney+