Όταν με διαφορά ενός χρόνου κυκλοφόρησαν στις αίθουσες οι δυο ταινίες με επίκεντρο τον Τρούμαν Καπότε και την κομβική στιγμή της καριέρας του, το «Εν Ψυχρώ» και το ριψοκίνδυνο φλερτ του με τους δυο στυγερούς εγκληματίες που ενέπνευσαν το ανατριχιαστικό, αριστουργηματικό roman a clef του 1966, πιστέψαμε πως αυτή ήταν η μεγάλη και οριστική του στιγμή στο κινηματογραφικό προσκήνιο.
Κι ενώ σχεδόν κανείς δεν θυμάται το «Infamous», με τη Σάντρα Μπούλοκ και τον φτυστό με τον Αμερικανό συγγραφέα Τόμπι Κιθ (ήταν σαφώς επιφανειακή προσέγγιση, με μερικές καλές σκηνές), το «Capote» του Μπένετ Μίλερ μετέφερε την υπόγεια απελπισία ενός καταδιωγμένου από τα φαντάσματα του παρελθόντος και τους άλυτους δαίμονές του, ιδιοφυούς νου και σκόρπιου ανθρώπου. Ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν «κάρφωσε» καθηλωτικά τον ρόλο, ίσως και μόνο με ένα βλέμμα, μπροστά στα φλας που άστραφταν στη λαμπερή πρεμιέρα του, στην επιβεβαίωση της αποδοχής του μικρού καταφρονεμένου από τον Νότο στην παγκόσμια σκηνή του θεάματος.
Ωστόσο, οι λογαριασμοί του με το πάνθεον των γραμμάτων παρέμεναν ανοιχτοί, μια πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ. Και η σειρά «Capote vs the Swans» προσυπογράφει τα επιμελώς κρυμμένα κάτω από τα χαριτωμένα τικ και τα τσαχπίνικα ευφυολογήματα απωθημένα του αγαπημένου γελωτοποιού της αμερικανικής καλής κοινωνίας. Ο Τρούμαν, τελικά, και όχι ο Πέρι από το «Εν Ψυχρώ» ήταν ο ψυχρός δολοφόνος. Εν μέρει δεν έφταιγε. Είχε προειδοποιήσει τα θύματά του πως η πένα του έσταζε δηλητήριο και θα τη χρησιμοποιούσε ακόμη κι αν κάποια συνδαιτυμόνας είχε αντίρρηση: «Η εξουσία κερδίζει τη γραφομηχανή». Το τίμημα ήταν βαρύ, για όλους.
Η βόμβα στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης έσκασε με κρότο το 1975, όταν ο Τρούμαν δημοσίευσε στο περιοδικό «Esquire» ένα διήγημα με θέμα όλες τις γαργαλιστικές ιστορίες που του είχαν εκμυστηρευτεί κατά τη διάρκεια των χαλαρών συνευρέσεών τους, και κυρίως κατά τη διάρκεια των γευμάτων τους στο φιξ ραντεβού τους στο posh εστιατόριο του Μανχάταν La Cote Basque.
«Μα είναι μαγευτικός, μπορούμε να τον καλούμε σε όλα μας τα soiree;», ρώτησε ενθουσιασμένος ο Μπιλ Πέιλι, ισχυρός άνδρας του CBS, τη σύζυγό του Μπέιμπ, όταν τον γνώρισε για πρώτη φορά, μετά από σύσταση του παραγωγού Ντέιβιντ Σέλζνικ και της οσκαρικής συζύγου του, Τζένιφερ Τζόουνς, θαμπωμένος από την αφηγηματική του δεινότητα και έκπληκτος από τα ντεσού που γνώριζε και εξαπέλυε στα δείπνα, σαν να μοιραζόταν απνευστί και με απόλυτη φυσικότητα τα πιο φανερά μυστικά της υψηλής πιάτσας – δολοφονικές, σόκιν λεπτομέρειες για γνωστούς και κραταιούς, πάμπλουτους και στάρλετ. Κι αν για τους κυρίους ήταν ένας ανώδυνος raconteur, για τις συζύγους τους υπήρξε εξομολόγος με ενσυναίσθηση πρωτόφαντη για τους καιρούς εκείνους, και σύμβουλος με καίριες και σωστές παρατηρήσεις, ειδικά για την Μπέιμπ Πέιλι, την οποία είχε περιγράψει ως την τέλεια γυναίκα, με μοναδικό ελάττωμα την ίδια την τελειότητά της.
Αυτή και ο στενός της κύκλος, η Σλιμ Κιθ (Νταϊάν Λέιν), η Σ.Ζ. Γκεστ και η Λι Ράτζβιλ (Καλίστα Φλόκχαρτ), αδελφή της Τζάκι Μπουβιέ-Κένεντι-Ωνάση, αποτελούσαν τους «κύκνους» του. Τις αποκαλούσε έτσι γιατί περιέφεραν την κομψότητα και την ομορφιά τους κολυμπώντας με χάρη κάτω από τις γέφυρες της μικρής τους κοινωνίας, ενώ κάτω από τη στιλπνή επιφάνεια κουνούσαν με δύναμη τα πόδια τους, κωπηλατώντας σαν άχαρες πάπιες για να επιβιώσουν. Το μείγμα θαυμασμού και περιφρόνησης που ένιωθε ο Καπότε γι’ αυτές δεν άργησε να αναδυθεί υπό την πίεση της βαλτωμένης συγγραφικής του καριέρας και, γιατί όχι, της ενδόμυχης ζήλειας ενός ανθρώπου πιο έξυπνου, πιο καλλιεργημένου αλλά σαφώς πιο φτωχού από τις πάμπλουτες, λουσμένες στα κοσμήματα, τους Πικάσο και τις επαύλεις φίλες του.
Η βόμβα στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης έσκασε με κρότο το 1975, όταν ο Τρούμαν δημοσίευσε στο περιοδικό «Esquire» ένα διήγημα με θέμα όλες τις γαργαλιστικές ιστορίες που του είχαν εκμυστηρευτεί κατά τη διάρκεια των χαλαρών συνευρέσεών τους και κυρίως κατά τη διάρκεια των γευμάτων τους στο φιξ ραντεβού τους στο posh εστιατόριο του Μανχάταν La Cote Basque – εξού και ο τίτλος του μακροσκελούς κειμένου. Παρότι τα ονόματα είχαν αλλάξει και κάποιες λεπτομέρειες επιμελώς διαφοροποιηθεί, η ουσία δεν είχε ξεφύγει καθόλου. Ντροπιασμένες και εξοργισμένες, οι τέσσερις φίλες ορκίστηκαν –με κάποιες διακυμάνσεις σκληρότητας– πως δεν θα τον ξαναδούν και δεν θα του ξαναμιλήσουν ποτέ, φτάνοντας στο σημείο να καταστρέψουν τις διασυνδέσεις του, που τόσα χρόνια καλλιέργησαν και ενθάρρυναν.
Την ημέρα της κυκλοφορίας του «Esquire», το 1975, η Αν Γούντγουαρντ (Ντέμι Μουρ, σε δυναμικό comeback) αυτοκτόνησε, γιατί δεν άντεξε την υπόνοια πως δολοφόνησε τον σύζυγό της, όπως έμμεσα αποτυπώθηκε από τον Καπότε. Σε μια αξιομνημόνευτη σκηνή της σειράς, ο Καπότε αντιμετωπίζει στα ίσια το μένος της, και μάλιστα μπροστά σε κόσμο, λέγοντάς της πως ο λόγος που της το φύλαγε ήταν γιατί είχε μάθει πως κάποτε τον είπε «πούστη», οπότε αποφάσισε «να φερθεί σαν θυμωμένος πούστης και να την εκδικηθεί». «Κάνεις λάθος, αξιοθρήνητο πουστράκι σε αποκάλεσα, να τσεκάρεις καλύτερα τις πηγές σου», του ανταπάντησε εκείνη, και του πέταξε ένα ποτήρι κρασί στο πρόσωπο. Εκείνος σκουπίστηκε και είπε στο γκαρσόνι «αυτό το ποτήρι χρειάζεται ξαναγέμισμα».
Ο Καπότε, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν άριστος χειριστής των καυγάδων και νικητής σε πολλές bitchy ή και σοβαρότερες μονομαχίες, όπως στις αντιπαραθέσεις με τον λογοτεχνικό του εχθρό, τον Νόρμαν Μέιλερ. Κάποιες από τις φήμες για τον βίο και την πολιτεία του διογκώθηκαν, με τον ίδιο να επιχαίρει και να επαυξάνει. Όπως και στο πρώτο «Feud», με την Τζόαν Κρόφορντ και την Μπετ Ντέιβις στο χολιγουντιανό ρινγκ του ανταγωνισμού μέχρι τελικής πτώσεως, ο Ράιαν Μέρφι αγκιστρώνεται στη μυθολογία και την προεκτείνει. Με τον τρόπο του, ψάχνει το βάθος σε γεγονότα που θολώνουν τα όρια μεταξύ της αλήθειας και του αστικού μύθου. Στο «Capote vs. the Swans» ο δυνατός κρίκος μεταξύ του νοσηρού κουτσομπόλη Καπότε και του διεισδυτικού Τρούμαν είναι η πληγωμένη Μπέιμπ.
Άρρωστη και εύθραυστη, η Πέιλι δεν ξεπέρασε ποτέ την απώλεια του καλύτερού της φίλου, ο οποίος της έστελνε λουλούδια και σημειώματα και της τηλεφωνούσε μάταια για να τον ξαναδεχτεί και μέσω κοινών τους γνωστών τής μήνυε πως και η δική του ζωή καταστράφηκε έκτοτε.
Γιατί το έκανε; Η αναμενόμενη, όχι εντελώς αδόκιμη απάντηση είναι γιατί αυτή ήταν η δουλειά του. Σαν αστρονόμος, παρατηρούσε τα υπέροχα ουράνια σώματα και έπρεπε να καταγράψει την πορεία τους. Και σαν χειρουργός, πήρε το νυστέρι του και έκανε εγχείριση ακριβείας στον ψυχισμό τους. «Δεν πιστεύω να περιμένατε πως όλα όσα άκουγα τόσον καιρό τα πήρε ο άνεμος και δεν συγκράτησα τίποτε;», φέρεται να απάντησε στη Σ.Ζ. Γκεστ (Κλόι Σεβινί, η μόνη πραγματικά συμπονετική κάτω από την μπάσα αυστηρότητα της Λόρεν Μπακόλ). Πάνω από όλα, ήταν συγγραφέας και έγραφε την αλήθεια όπως την αντιλαμβανόταν. Σε εκλάμψεις ειλικρίνειας, οι «Κύκνοι» παραδέχονταν πως ο Καπότε και τα φαμπρικαρισμένα επεισόδια του «Cote Basque» δεν απείχαν πολύ από τα γεγονότα, αν και γρήγορα επέστρεφαν στο κοινό μέτωπο αποκλεισμού του από την ακριβή ζωή τους, αφήνοντάς τον να προσβάλλει ανελέητα τον αμφισεξουαλικό και αμφίβολης αποτελεσματικότητας σύντροφό του, Τζον, (ο οποίος τον χτυπούσε για να αντεπεξέλθει στο ρεζίλεμα) και να βυθίζεται σε κοινωνική κατάντια, αφού πλέον έκανε παρέα με την πρώην σύζυγο του Τζόνι Κάρσον, τρώγοντας νάτσος στην Καλιφόρνια, αντί για την απαράμιλλη γαλοπούλα της Σ.Ζ. στο Παλμ Μπιτς ανήμερα του Thanksgiving.
Μήπως ήταν κάτι πιο βαθύ, ψυχολογικό και οιδιπόδειο, όπως απεικονίζεται φαντασιακά στο δεύτερο επεισόδιο της σειράς που επιμελήθηκε ο Ράιαν Μέρφι, και σκηνοθέτησε, όπως και τον πιλότο, ο Γκας βαν Σαντ; Περιμένοντας τη βότκα του, ο Τρούμαν επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και δέχεται μια ενοχλητική επίσκεψη από τη μητέρα του (η Τζέσικα Λανγκ, με τη στόφα της Τζόαν Κρόφορντ από το πρώτο «Feud»), η οποία του υπενθυμίζει πως οι ευγενικές του κολλητές δεν ήταν και τόσο καλά κορίτσια, αφού είχαν περιφρονήσει την ταπεινή της καταγωγή, την εμφάνιση, την έλλειψη του σοφιστικέ συνόλου που αποζητούσαν γύρω τους, πάντα και παντού. Οι σκύλες εναντίον της λαϊκιάς μάνας είναι ένα απλουστευμένο φροϊδικό σενάριο, όχι εντελώς απίθανο, αλλά αδύναμο για να κρατήσει πάνω από το στιγμιαίο ολίσθημα του πρωταγωνιστή στην ονειροφαντασία.
Ή, πάνω από όλα, η πραγματική αιτία της ανταλλαγής μιας τόσο καλά σεταρισμένης ζωής με ένα αποκαλυπτικό συμπίλημα μυθοπλασίας και κουτσομπολιού ήταν η ασίγαστη επιθυμία του Καπότε για το μεγάλο έργο, το περίφημο great american novel που όλοι νόμιζαν πως κάποια στιγμή θα παραδώσει και που ο ίδιος ήταν σίγουρος πως έχει μέσα του, το οποίο δεν προλάβαινε να βάλει σε τάξη και σειρά γιατί έπινε και ναρκωνόταν μέχρι λιποθυμίας ή έτρεχε από τη μία βεγγέρα στην επόμενη, για να μη χάσει το τρένο της μεγάλης φυγής από την ανέχεια και την μπαναλιτέ που τόσο απεχθανόταν; Ένας τόσο περίπλοκος άνθρωπος, σαδομαζοχιστικών τάσεων και μοχθηρής συμπεριφοράς, δεν γίνεται να αναλυθεί με σιγουριά, τουλάχιστον όσο ισορροπούσε στην κόψη τη χαρωπή βιτρίνα του απαραίτητου κοσμικού αξεσουάρ με την ακλόνητη πεποίθηση πως δεν υπήρχε εν ζωή ουδείς σημαντικότερος από εκείνον συγγραφέας. Παρά την εγκατάλειψη και την εμφανή παρακμή, ο Καπότε παρέμεινε μια περσόνα πολύ αναγνωρίσιμη και ως ένα βαθμό σεβαστός λογοτέχνης, μέχρι τη δημοσίευση του ημιτελούς grand opus του, του «Answered Prayers», και τον θάνατό του.
Το «Capote vs the Swans» καλείται να εξερευνήσει ή και να απαντήσει στις προσευχές του μέσα σε 8 επεισόδια. Τα δύο πρώτα περιγράφουν μια αυτοκαταστροφική, πικρόχολη ύπαρξη στην περίοδο της μεγάλης ρήξης της ζωής του. Οι γυναίκες που γκρεμίζει στο πέρασμά του συνιστούν ένα σώμα συντονισμένης υποκριτικής, από το οποίο ξεχωρίζει η θλιμμένη αξιοπρέπεια της Ναόμι Γουότς ως Μπέιμπ. Κι ενώ η σκιά του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, στην επέτειο των 10 χρόνων από τον αδόκητο χαμό του, στέκει αγέρωχη και βαριά, ο σπουδαίος Βρετανός ηθοποιός Τομ Χολάντερ τονίζει συναρπαστικά τις λέξεις πέρα από τη χαρακτηριστική ψιλή φωνή και τον ψευδό ακκισμό της προφοράς, κι έχει τον χρόνο να ξεδιπλώσει πτυχές του συγγραφέα κάτω από τις γνώριμες εντυπώσεις που έχουμε γι’ αυτόν. Η σειρά αφορά την ηθική της απιστίας σε ένα ενδιαφέρον, διπλό πλαίσιο: η πλευρά της προδομένης φιλίας έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια ενός δημοσιογράφου-λογοτέχνη, θυμίζοντας την παραβολή με τον σκορπιό ο οποίος δαγκώνει τον σωτήρα που τον μεταφέρει στην πλάτη και πεθαίνουν κι οι δυο, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
FEUD: Capote Vs. The Swans | Official Trailer | FX
Το «Capote vs. the Swans» θα προβληθεί από το κανάλι FX στην πλατφόρμα της Vodafone τον Μάρτιο, και μερικούς μήνες αργότερα στο Disney+