Η Faith Ringgold (Φέιθ Ρίνγκολντ), βραβευμένη συγγραφέας και καθηγήτρια, από τις πρώτες Mαύρες καλλιτέχνιδες που έσπασαν τα στερεότυπα, πέθανε σε ηλικία 93 ετών. Έγινε διάσημη για τα πλούσια χρωματιστά και λεπτομερή παπλώματά της, που συνδύαζαν ζωγραφική, υφάσματα και αφήγηση. Το μότο της ήταν: «Αν κάποιος μπορεί, ο καθένας μπορεί, το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να προσπαθήσετε».
Τα τελευταία χρόνια είχε προβλήματα υγείας, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι το 2022 είχε την πρώτη της αναδρομική έκθεση στη Νέα Υόρκη, στο New Museum, η οποία διέτρεχε τις έξι δεκαετίες της καλλιτεχνικής της δραστηριότητας και εξερευνούσε τόσο την καλλιτεχνική όσο και την ακτιβιστική της πορεία.
Τα εξαιρετικά προσωπικά έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στις ΗΠΑ, στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης του Smithsonian, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και το High Museum of Fine Art της Ατλάντα. Ωστόσο, η ανάδειξή της ως Μαύρης καλλιτέχνιδας δεν ήταν εύκολη στον κόσμο της τέχνης που κυριαρχούνταν από λευκούς άνδρες και σε μια πολιτική κουλτούρα όπου οι Μαύροι έδιναν μάχες για να διεκδικήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ιδρύτρια το 1971 της κολεκτίβας Mαύρων γυναικών καλλιτεχνών Where We At, η Ρίνγκολντ υπήρξε κοινωνική ακτιβίστρια, και διαμαρτυρόταν συχνά για την έλλειψη εκπροσώπησης Mαύρων και γυναικών καλλιτεχνών στα αμερικανικά μουσεία.
Από τις στέγες του Χάρλεμ και τα τζαζ κλαμπ μέχρι το γεμάτο γκράφιτι μετρό της Νέας Υόρκης, τα παπλώματα της Ρίνγκολντ απηχούν τη μαχητικότητα και την αισιοδοξία της, ενώ οι πολιτισμικές προκαταλήψεις εξακολουθούν να υφίστανται, κάτι που κάνει το έργο της εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα.
«Έγινα φεμινίστρια από αηδία για τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες περιθωριοποιήθηκαν στον κόσμο της τέχνης», είχε πει στους «New York Times» το 2019. «Άρχισα να ενσωματώνω αυτή την οπτική στη δουλειά μου, με ιδιαίτερη έμφαση στις Mαύρες γυναίκες που ήταν είτε σκλάβες ή προς σεξουαλική εκμετάλλευση».
Στο πρώτο της εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο, «Tar Beach», η θαρραλέα ηρωίδα της πετάει πάνω από τη γέφυρα George Washington. Η ιστορία συμβόλιζε την αυτοπραγμάτωση και την ελευθερία των γυναικών να αντιμετωπίσουν «αυτό το τεράστιο αντρικό σύμβολο, τη γέφυρα», είχε εξηγήσει. Η ιστορία αυτή βασίζεται στο ομώνυμο αφηγηματικό της πάπλωμα-έργο τέχνης που βρίσκεται τώρα στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Solomon R. Guggenheim στη Νέα Υόρκη. Ενώ τα έργα της ασχολούνται συχνά με ζητήματα φυλής και φύλου, το λαϊκό τους στυλ είναι ζωντανό, αισιόδοξο και ανάλαφρο και συχνά θυμίζει τις ζεστές αναμνήσεις της από τη ζωή της στο Χάρλεμ.
Η Ρίνγκολντ εισήγαγε το quilting στη δουλειά της τη δεκαετία του 1970, αφού είδε θιβετιανούς πίνακες με μπροκάρ που ονομάζονταν thangkas. Την ενέπνευσαν να δημιουργήσει συνθέσεις από ύφασμα, και κορνίζες με χειρόγραφη αφήγηση γύρω από τους πίνακές της με ακρυλικό καμβά.
Το πρώτο πάπλωμά της, με τίτλο «Ποιος φοβάται τη θεία Τζεμάιμα;», δημιουργήθηκε το 1983 ως τρόπος δημοσίευσης των γραπτών της. «Υπάρχει τόση ελευθερία του λόγου, θα μπορούσα να γράψω ό,τι ήθελα στην τέχνη μου – κανείς δεν θα μπορούσε να με σταματήσει», έχει πει. Αυτά τα έργα υφαίνουν εικόνα και κείμενο, στην παράδοση του καπιτονέ που μεταδόθηκε μέσω των γυναικών της οικογένειάς της από την προ-προγιαγιά της, που γεννήθηκε σκλάβα.
Ως συγγραφέας η Ρίνγκολντ είδε τα παιδικά βιβλία της να κάνουν χιλιάδες εκδόσεις και είχε κερδίσει πάνω από είκοσι βραβεία. Εικονογράφησε δεκαεπτά παιδικά βιβλία. Η Ρίνγκολντ υποστήριξε τους αγώνες των γυναικών υπονομεύοντας το στερεότυπο της Μαύρης «μαμάς» και αφηγούμενη την ιστορία μιας επιτυχημένης Αφροαμερικανίδας επιχειρηματία που ονομάζεται Τζεμάιμα Μπλέικεϊ.
«Η θεία Τζεμάιμα έχει την ίδια αρνητική χροιά με τον "μπαρμπα-Θωμά", άμα τη εμφανίσει», είχε πει στους «New York Times» σε συνέντευξή της το 1990.
Αμέσως μετά δημιούργησε μια σειρά από 12 πίνακες-παπλώματα με τίτλο «The French Collection», υφαίνοντας πάλι αφηγηματικές, βιογραφικές και αφροαμερικανικές πολιτιστικές αναφορές σε συνδυασμό με τη δυτική τέχνη.
Ένα από τα έργα της σειράς «Dancing at the Louvre» απεικονίζει τις κόρες της να χορεύουν στο μουσείο του Παρισιού, φαινομενικά αγνοώντας τη Μόνα Λίζα και άλλα ευρωπαϊκά αριστουργήματα στους τοίχους. Σε άλλα έργα της σειράς αυτής απεικονίζονται γίγαντες της μαύρης κουλτούρας, όπως ο ποιητής Langston Hughes, μαζί με τον Pablo Picasso και άλλους Ευρωπαίους δασκάλους.
Μεταξύ των έργων της που έχουν ως θέμα ζητήματα κοινωνικής συνείδησης είναι ένα τρίπτυχο με τίτλο «9/11 Peace Story Quilt» που σχεδίασε και κατασκεύασε σε συνεργασία με φοιτητές της Νέας Υόρκης για τη 10η επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Κάθε ένα από τα πάνελ περιέχει 12 τετράγωνα με εικόνες και λέξεις που απαντούν στην ερώτηση «τι θα κάνετε για την ειρήνη;». Εκτέθηκε στο Metropolitan Museum of Art στη Νέα Υόρκη.
Το 2014 κατασκεύασε το «Groovin High», μια απεικόνιση μιας γεμάτης αίθουσας χορού που παραπέμπει στη διάσημη αίθουσα χορού Savoy του Χάρλεμ, το οποίο εμφανίστηκε σε μια διαφημιστική πινακίδα κατά μήκος του πάρκου High Line της Νέας Υόρκης.
Η Ρίνγκολντ δημιούργησε επίσης μια σειρά από δημόσια έργα. Τα «People Portraits», τα οποία αποτελούνται από 52 μεμονωμένα γυάλινα μωσαϊκά που αναπαριστούν φιγούρες από τον αθλητισμό, τις παραστατικές τέχνες και τη μουσική, κοσμούν τον σταθμό του μετρό του Los Angeles Civic Center. Το «Flying Home: Harlem Heroes and Heroines» είναι δύο ψηφιδωτές τοιχογραφίες σε έναν σταθμό του μετρό του Χάρλεμ που παρουσιάζουν φιγούρες όπως η Dinah Washington, ο Sugar Ray Robinson και ο Malcolm X.
Σε ένα από τα πρόσφατα βιβλία της, το «Harlem Renaissance Party», συστήνει στους νεαρούς αναγνώστες τον Hughes και άλλους Μαύρους καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1920 καθώς και προσωπικότητες όπως η Ρόζα Παρκς.
Γεννημένη στο Χάρλεμ το 1930, η Ρίνγκολντ ήταν κόρη μιας μοδίστρας και σχεδιάστριας φορεμάτων με την οποία συνεργαζόταν συχνά. Φοίτησε στο City College της Νέας Υόρκης από όπου πήρε πτυχίο και μεταπτυχιακό στην τέχνη. Ήταν καθηγήτρια εικαστικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο από το 1987 έως το 2002.
Μεγαλωμένη στο δημιουργικό και πνευματικό πλαίσιο της Αναγέννησης του Χάρλεμ και εμπνευσμένη από τους συγχρόνους της, συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων Τζέιμς Μπόλντουιν και Αμίρι Μπαράκα, ήταν η εικαστικός που με τολμηρή ματιά συνδύαζε προσωπικές αφηγήσεις, ιστορία και πολιτική «για να πω την ιστορία μου, ή μάλλον τη δική μου πλευρά της ιστορίας ως Αφροαμερικανίδας», όπως έλεγε η ίδια.
Ήταν από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που αμφισβήτησαν τις αντιλήψεις για την αφροαμερικανική ταυτότητα και την ανισότητα των φύλων. Τα παπλώματα και οι πίνακές της αφηγούνται ιστορίες των Μαύρων και εξετάζουν τις ιεραρχίες φυλών και φύλων στις τέχνες.
Από τις στέγες του Χάρλεμ και τα τζαζ κλαμπ μέχρι το γεμάτο γκράφιτι μετρό της Νέας Υόρκης, τα παπλώματα της Ρίνγκολντ απηχούν τη μαχητικότητα και την αισιοδοξία της, καθώς οι πολιτισμικές προκαταλήψεις εξακολουθούν να υφίστανται, κάτι που κάνει το έργο της εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα.