Οι λέξεις θα ακούγονταν βαρύγδουπες για την περιγραφή του έργου και έτσι ο Γιώργος Καπουτζίδης, συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης «42497», στην οποία οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα, ούτε καν ανάμνηση παλιών ονομάτων, αλλά είναι αριθμοί, αποφάσισε ότι αυτός ο τίτλος αντικατοπτρίζει την αλήθεια και τη συγκεκριμένη κατάσταση, ένας κωδικός αριθμός, σαν τους τόσους που έχουμε και στην αληθινή ζωή, ένας κωδικός εξόδου και διαφυγής στον πάνω κόσμο, στον παλιό κόσμο που δεν έχουν γνωρίσει.
Η συγγραφή αυτού του έργου, που κράτησε από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 2022, δεν έχει επιρροές από τη λογοτεχνία κι ας μοιάζει με οργουελική προφητεία ή καφκική αλήθεια.
Αυτός ο κάτω κόσμος, ο υπόγειος, μοιάζει πολύ με τον ασφυκτικό κόσμο που έζησε ο πλανήτης και ο καθένας μας προσωπικά μέσα στην πανδημία, ένα πρόσφατο παρελθόν του γένους των ανθρώπων με ανεξίτηλα τα ίχνη του στις συμπεριφορές, μια αναφορά σε λειτουργίες που άρχισαν να μοιάζουν αφύσικες και δυσπρόσιτες και απαγορευμένες, όπως μια βόλτα ή μια συνάντηση.
«Έζησα κάτι διαφορετικό που εσείς δεν το ζήσατε –όσοι μείνατε στην πόλη– και εγώ το έζησα για πρώτη φορά. Ήμουνα στην Αίγινα όλο αυτό διάστημα και περπατούσα στη φύση, είδα την άνοιξη που στην πόλη δεν την καταλαβαίνεις, ούτε το καλοκαίρι τη βλέπεις έτσι την Αίγινα, έρχεσαι και πας στη θάλασσα, είδα κάτι άλλο λοιπόν, την άνοιξη, το φως, τη θάλασσα όπως δεν την έχω ξαναδεί. Αυτά δεν τα είχα κάνει ποτέ ή τα είχα κάνει όταν ήμουνα μικρό παιδί και μας πήγαιναν οι γονείς μας στην εξοχή κάθε Πρωτομαγιά ή Καθαρή Δευτέρα. Στην καραντίνα περνούσα ατέλειωτες ώρες στη φύση, κάθε μέρα έκανα χιλιόμετρα περπατώντας, και στη θάλασσα και στο βουνό. Και η σύνδεση που έχω πλέον με τη φύση με έκανε να θελήσω να γράψω αυτό το έργο», λέει ο Γιώργος Καπουτζίδης.
Ο κάτω κόσμος του Γιώργου Καπουτζίδη, ένας κόσμος ανθρώπων νέων χωρίς προηγούμενη μνήμη, αναπαράγει συμπεριφορές του οικείου προηγούμενου κόσμου. Με κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά που μας σοκάρουν, τη σκληρότητα, την απονιά, ο νέος κόσμος είναι δύσκολος, δεν απέχει πολύ ως μεταφορά από τον μεταπανδημικό κόσμο.
«Παράλληλα, έζησα και εγώ αυτή την απόσταση και την αποστασιοποίηση, μάλιστα στην Αίγινα δεν μπορούσα να συναντηθώ και με κανέναν. Το ένα είναι αυτό, το άλλο που έζησα είναι ότι εξαιτίας αυτής της επαφής με τη φύση που δε μπορώ πια να αποχωριστώ μένω μόνιμα στην Αίγινα, άφησα το σπίτι μου στην Αθήνα, και το τρίτο που συνέβη τα τελευταία δυο χρόνια, σε αυτό κιόλας το θέατρο, στο Ήβη, ήταν η απώλεια του φίλου μου, του Πάνου Νάτση. Ήμασταν μαζί την Παρασκευή και την Κυριακή ήμουν εδώ και κοίταζα τον καναπέ που καθόμασταν και εκείνος δεν ήταν εκεί, στη θέση του, και μου φαινόταν αδιανόητο.
Και μετά ήρθε ο Ευθύμης και έπαιζε τον ρόλο και φορούσε τα ρούχα του και αυτό ήταν παράξενο, ξένο. Γι' αυτό οι άνθρωποι σε αυτό το έργο παίρνουν τη θέση κάποιων άλλων που έχουν φύγει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, φοράνε τα ρούχα των προηγούμενων και έχουν το όνομά τους, δηλαδή τον αριθμό τους, είναι μια αναφορά σε μια κατάσταση απώλειας».
Ο κάτω κόσμος του Γιώργου Καπουτζίδη, ένας κόσμος ανθρώπων νέων χωρίς προηγούμενη μνήμη, αναπαράγει συμπεριφορές του οικείου προηγούμενου κόσμου. Με κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά που μας σοκάρουν, τη σκληρότητα, την απονιά, ο νέος κόσμος είναι δύσκολος, δεν απέχει πολύ ως μεταφορά από τον μεταπανδημικό κόσμο.
«Αυτός ο νέος κόσμος, ο δημιουργημένος, μοιάζει με τον πραγματικό, στο πώς εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, στο ότι όλα γίνονται πολύ γρήγορα, δεν βλεπόμαστε, δεν αγγιζόμαστε, γράφουμε ένα RIP και νομίζουμε ότι έχουμε συμπαρασταθεί σε κάποιον επειδή πληκτρολογήσαμε τρία γράμματα, έχουν χαθεί ουσιαστικά πράγματα στην επαφή μας και τώρα, αν συνεχίσουν να χάνονται, θα φτάσουμε πολύ γρήγορα σε αυτό τον γκρίζο, σκοτεινό κόσμο του έργου», λέει.
Στις οθόνες γύρω από τη σκηνή προβάλλονται οι πληροφορίες του καιρού, οι οδηγίες μιας ανώτατης αόρατης αρχής, οι κάτοικοι έχουν ένα όριο μηνυμάτων, μέχρι τέσσερα, και σε αυτά είναι υποχρεωμένοι να εκφράσουν όσα θέλουν να πουν, η επικοινωνία κόβεται, οι ήρωες είναι μετέωροι, οκτώ πρόσωπα με πολύ φτωχά συναισθήματα.
Αν η χαρά στον κόσμο που ζούμε έχει άπειρες και διαφορετικές αποχρώσεις και ποιότητες και εντάσεις, αυτοί δεν έχουν τόσες, το μόνο συναίσθημά τους που έχει όσες αποχρώσεις υπάρχουν και «έξω στη γη» είναι ο θυμός. Χαμογελούν σπάνια, ωστόσο ακόμα και μέσα σε αυτήν τη μικροκοινότητα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αισθανθούν κάτι παραπάνω και θέλουν να κινηθούν προς το καλό.
«Υπάρχουν αυτοί που κινούνται προς το καλό και κάποιοι που έχουν επιλέξει να κινηθούν προς το κακό ή προς τη ρουτίνα του κακού. Είναι μια επιλογή να βαριέσαι, να πλήττεις και να σκέφτεσαι το κακό», λέει ο Γιώργος Καπουτζίδης.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Οκτώ, ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ηγέτης του καλού που έρχεται σε αντίθεση με την κακή ηγεσία της Τρία, που υποδύεται η Ανθή Σαββάκη, η οποία έχει βέβαια και τους υπασπιστές της, τον Δημήτρη Κλωνάρη και τον Αποστόλη Ψαρρό. Αυτός είναι ο πυρήνας, ενώ γύρω τους υπάρχουν οι φοβισμένοι ήρωες, οι «παρατηρητές» που υπάρχουν και στον τωρινό κόσμο, οι πιο φοβισμένοι, οι πιο αδύναμοι, ο «σάκος του μποξ» για κάποιους.
Έτσι είναι το νούμερο Δύο, ένα πρόσωπο που από τη γραφή δεν καταλαβαίνεις αν είναι αρσενικό ή θηλυκό και υφίσταται βία, ενώ παράλληλα δεν δέχεται συμπαράσταση από όσους θα έπρεπε να του συμπαρασταθούν, ακριβώς αυτό που κάνουμε κι εμείς στον δικό μας κόσμο για όσα δεν καταλαβαίνουμε, όταν αφήνουμε τους γύρω μας μόνους και απροστάτευτους στο περιθώριό τους.
Φτάνει και ο Τέσσερα, άλλος ένας ηγέτης του καλού που συνδέεται με τον Οκτώ –δεν είναι τυχαίο ότι το τέσσερα είναι το μισό του οκτώ–, είναι οι θετικές δυνάμεις, μια αχτίδα αγάπης μέσα στον ζόφο.
Κεντρικός χαρακτήρας η Κατιάνα Μπαλανίκα, το νούμερο Πέντε, η μόνη με αναμνήσεις της παλιάς ζωής και του παλιού κόσμου, η μόνη που έχει ανθρώπινη υπόσταση –οι άλλοι είναι άλλο είδος–, μια γυναίκα που λήγει ο χρόνος της, ένα ον που ανάμεσα στα άλλα με το μικρό ψυχικό απόθεμα κυριολεκτικά λάμπει. Είναι αυτή που μπροστά σε ένα καθορισμένο μέλλον ανακαλεί το παρελθόν και εμπνέει και τους άλλους, με τις αναμνήσεις μιας ζωής αισθημάτων και αισθήσεων σε έναν τόπο όπου όλα είναι άχρωμα και άγευστα και τα ίχνη της ανθρώπινης περιέργειας, τα ψήγματα που δημιούργησαν την πρόοδο του ανθρώπινου γένους, εξαφανίζονται κάτω από κανόνες και ασύλληπτες απαγορεύσεις.
Οι ήρωες του έργου φεύγουν στα 70, έτσι ορίζει η Ανώτατη Αρχή, χάνονται, είναι ένα όριο ηλικίας σκληρό, πρέπει να δώσουν τη θέση τους στους νέους που δημιουργούνται σαν κλώνοι, που είναι λιγότερο ανήσυχοι, δεν έχουν μνήμη και «επικίνδυνους» πόθους. Είναι ένα σχόλιο του Γιώργου Καπουτζίδη για τη νεότητα και τη θέση των ηλικιωμένων.
«Νομίζω πως στην Ελλάδα δεν φερόμαστε καλά στους ανθρώπους που είναι ηλικιωμένοι. Ταξιδεύω πολύ στο εξωτερικό για να βλέπω αγώνες στίβου και τα πράγματα έξω δεν είναι έτσι. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα εκατομμύρια Ευρωπαίοι ταξιδεύουν για να δουν αγώνες, σε κάθε στάδιο φτάνουν δεκάδες πούλμαν και αναρωτιέμαι κάθε φορά "ένα ελληνικό λεωφορείο δεν θα δω;".
Οι ηλικιωμένοι έξω έχουν δικαίωμα σε πάρα πολλά πράγματα, είναι ενεργοί. Αυτό με απασχολούσε πάντα, η θέση τους ανάμεσά μας και η συμπεριφορά μας προς αυτούς, και στο "Παρά Πέντε" ως τέτοιο σχόλιο υπάρχουν αυτές οι δυο ηρωίδες, η γιαγιά μου και τη Θεοπούλα, που δεν εγκαταλείπουν, έχουν όνειρα και κάνουν κάθε τρέλα προκειμένου να τα πραγματοποιήσουν, έχουν δικαίωμα και το διεκδικούν μέχρι το τέλος», λέει.
Όταν τα φώτα σβήνουν και αρχίζει η παράσταση οι οκτώ ερμηνευτές βρίσκονται μέσα στις κυψέλες τους, είναι σαν τα απέναντι παράθυρα μιας πολυκατοικίας μοναχικών ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτού του γκρίζου κόσμου, ενός κόσμου υπόγειου και άγνωστου, είναι ήρωες διπλανοί που συμπονάς.
Η λύπη για αυτό τον κόσμο φτάνει με κάτι ιλαρό, μια ελπίδα, μια ανάταση, ένα μήνυμα ανάκλησης της παιδικής ηλικίας, των προσωπικών ευτυχισμένων στιγμών, της αθωότητας που παραλείπεται μέσα σε μια σκληρή καθημερινότητα. Κατά βάθος είναι ένα αισιόδοξο έργο, μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο γεννιέται η επιθυμία να βγεις στον έξω κόσμο που πληγώνει, οπλισμένος με όσα καλά σε έχουν προικοδοτήσει, την αγάπη, την ανοχή, την ενσυναίσθηση και την επιθυμία να αγγίξεις τον διπλανό σου.
«Με ανάταση φεύγεις από την παράσταση, πάντα έβαζα χιούμορ και φαντασία σε αυτά που έγραφα, απλώς σε αυτό η φαντασία είναι το πρώτο συστατικό της παράστασης. Με δυσκόλεψε πολύ αυτό το έργο στη διάθεση, γιατί όταν γράφεις αστεία και θέλεις να γελάσει και ο άλλος με αυτά, βρίσκεσαι σε μια κατάσταση ευφορίας.
Σε αυτό το έργο έπρεπε να αναμετρηθώ με πράγματα που με φοβίζουν, με ανησυχούν και μακάρι να ήταν διαφορετικά. Γράφτηκε για να ξορκίσω και να αντιμετωπίσω τα δικά μου σκοτάδια, γι' αυτό και δεν βγήκε ένα σκοτεινό έργο, αλλά ένα έργο με προβληματισμούς, με σκέψη, γιατί με ενδιέφερε και φρόντισα να μην είναι σκοτεινό, δεν το άντεχα και εγώ ο ίδιος αυτό».
Δείτε εδώ ώρες, μέρες και πληροφορίες για τo «42497» του Γιώργου Καπουτζίδη