Επηρμένοι αρχιστράτηγοι που λαχταρούν την αποθέωση, αδίστακτοι πατέρες που αναλογίζονται τη θυγατροκτονία, αθώα τέκνα που προσφέρονται ως σφάγια, ντροπιασμένοι σύζυγοι που ψάχνουν τον φαλλό τους, ναρκισσευόμενοι νεαροί που ανησυχούν για τη σπίλωση του ονόματός τους, μεγαλομανείς μητέρες που θαμπώνονται από επιφανείς γαμπρούς, οργισμένες θεές που τιμωρούν τους ασεβείς και ένας άστατος, ερεθισμένος όχλος, σώματα που σιγοβράζουν στην άπνοια αναζητώντας μανιασμένα εκτόνωση στη συσσωρευμένη επιθετικότητά τους.
Δεν υπάρχει κανένα ευγενές ή υψηλόφρον κίνητρο σε αυτόν τον πόλεμο και ο Ευριπίδης το καθιστά ξεκάθαρο από την πρώτη σκηνή. Δεν είναι μονάχα ο στόλος των Ελλήνων που έχει βαλτώσει στα παράλια της Αυλίδας, είναι ο ψυχισμός τους ολόκληρος που πυορραγεί από τη στιγμή που βάλθηκαν να φέρουν πίσω στο άδειο κρεβάτι του Μενέλαου την άστατη και λάγνα σύζυγό του.
Ο ποιητής απομυθοποιεί αριστοτεχνικά την τρωική εκστρατεία, παρουσιάζοντας την αδυναμία έναρξής της ως μια βαθιά πολιτισμική κρίση, ένα ιλιγγιώδες ρήγμα μεταξύ προσωπικού και συλλογικού, μεταξύ οίκου και πόλης, μεταξύ ηθικού και ανήθικου, μεταξύ ανθρώπων που έχουν απολέσει την αξιακή τους πυξίδα και σπαρταρούν αναποφάσιστοι, ημιτρελαμένοι, πιασμένοι στα δίχτυα της ματαιοδοξίας και της μεγαλομανίας τους.
Ο Κουλιάμπιν αναλώθηκε σε μια διασκεδαστική άσκηση επικαιροποίησης της τραγωδίας: επικαιροποίηση, όμως, δεν σημαίνει εκσυγχρονισμός αλλά αναζήτηση εμφανών, και ενίοτε επιδερμικών, αναλογιών∙ ένα εγκεφαλικό παιχνίδι αντιστοίχισης του «τότε» με το «τώρα».
Μονάχα η Ιφιγένεια διασώζεται από τη σήψη αυτή. Μέσα σε λίγες ώρες, ετούτη η νεαρή παρθένα διανύει μια ιλιγγιώδη πορεία: σπάει τον ιστό της ευτέλειας και των ποταπών σκευωριών που έχει υφανθεί γύρω της εν αγνοία της, παλεύει με όλους τους δαίμονες της πατρικής προδοσίας, της πολιτικής σκοπιμότητας, των ανδρικών εγωισμών και των ιμπεριαλιστικών βλέψεων, και αναδύεται αγνώριστη, παθιασμένη, ατσάλινη, πρόθυμη να προσφέρει τον ευγενή λαιμό της στο μαχαίρι του δημίου της.
Ακόμη κι αν αμφισβητήσουμε το νόημα της πράξης της –τι σημαίνει άραγε να θυσιάζεσαι για έναν φαύλο σκοπό;−, ακόμη κι αν διαπιστώσουμε τη λογική της πατριαρχίας και του εθνικισμού στην επιχειρηματολογία της, ακόμη κι αν θεωρήσουμε πως υφέρπει πίσω από τα λόγια της η πιθανότητα μιας ειρωνικής συγγραφικής πρόθεσης που καλεί τους θεατές σε εγρήγορση –τι είδους κοινωνία είναι αυτή που μετατρέπει τις παρθένες κόρες σε πασιονάριες του πολέμου;−, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη γνησιότητα της αγωνίας της, την εκτυφλωτική λάμψη του Είναι της, έτσι όπως αυτό ορθώνεται ηλεκτρισμένο, έχοντας μόλις ανακαλύψει την αυθεντικότητά του κρεμάμενο στο χείλος του θανάτου.
Η «Ιφιγένεια» του Ευριπίδη ανοίγεται σε πλήθος δημιουργικών αναγνώσεων, και μία τέτοια ελπίζαμε να συναντήσουμε στην πρώτη φετινή κάθοδό μας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Σύμφωνα με δηλώσεις του, ο Ρώσος σκηνοθέτης ήθελε μέσα από τον Ευριπίδη να μιλήσει για το απολυταρχικό καθεστώς του Πούτιν, τον τρόπο λειτουργίας ενός τέτοιου καθεστώτος, την «τυπολογία» του, ενώ ταυτόχρονα να εξετάσει και την «τεχνολογία» του πολέμου: «Το πώς ξεκινά και πώς εξελίσσεται, πώς εξηγείται και πως “επικοινωνείται”, πώς προβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης, πώς χτίζεται ένα αφήγημα που δικαιολογεί τον πόλεμο», υποστηρίζει σε συνέντευξή του στο πρόγραμμα της παράστασης.
Ο Κουλιάμπιν εξέθεσε δηλαδή καθαρά την πρόθεσή του να κινηθεί σ’ ένα πλαίσιο σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης και κριτικής, στηλιτεύοντας τον ολοκληρωτισμό και καταδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους ο τελευταίος προχωρά σε σαρωτική κατάληψη των σημείων προκειμένου να χειραγωγήσει τις μάζες, να επιβάλει μια βάναυση, παραμορφωτική εθνικιστική οπτική που θα δικαιολογεί τα εγκλήματά του εις βάρος των πολιτών και της ανθρωπότητας.
Δυστυχώς, το αποτέλεσμα της σκηνοθετικής εργασίας μάς παρέδωσε έναν προχειροφτιαγμένο σκελετό όλων των προαναφερθέντων ζητημάτων: ανολοκλήρωτες ιδέες, φτενές κινήσεις εντυπωσιασμού, εύπεπτη εικονοποιία, πρόχειρη κοινωνιολογία, αφόρητη κυριολεξία, χρήση εξόφθαλμων συμβολισμών, αντι-εθνικιστικά κλισέ, αδυναμία εναρμόνισης των ηθοποιών, εξουδετέρωση του Χορού, ένα κακοφτιαγμένο ρεαλιστικό θρίλερ –με αίματα, όπλα και κουκουλοφόρους– που ούτε ως τέτοιο δεν πέτυχε τον σκοπό του.
Ο Κουλιάμπιν αναλώθηκε σε μια διασκεδαστική άσκηση επικαιροποίησης της τραγωδίας: επικαιροποίηση, όμως, δεν σημαίνει εκσυγχρονισμός αλλά αναζήτηση εμφανών, και ενίοτε επιδερμικών, αναλογιών∙ ένα εγκεφαλικό παιχνίδι αντιστοίχισης του «τότε» με το «τώρα».
Το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι ότι ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος, οι μυθικοί βασιλείς, μεταμφιέζονται εδώ σε ηγέτες μιας στρατιωτικής δικτατορίας (της σύγχρονης Ελλάδας, όπως μας πληροφορούν οι υπέρτιτλοι), που σχεδιάζουν μυστικά την παγίδευση και εξόντωση των ανυποψίαστων θυμάτων τους. Αλλά ότι παρουσιάζονται τόσο θλιβεροί και ανήμποροι στην πράξη, που μόνο τον οίκτο και την περιφρόνησή μας μπορούν να εγείρουν, όχι να σχολιάσουν βάρβαρες πρακτικές τύπου Πούτιν.
Ουδεμία σοβαρή αντιμετώπιση της έννοιας του ολοκληρωτισμού ή του τρόπου λειτουργίας του δεν στοιχειοθετείται στην παράσταση, με μόνη εξαίρεση τον επιδεικτικά ρεαλιστικό ξυλοδαρμό της Κλυταιμνήστρας (γιατί φυσικά οι δικτάτορες δέρνουν και τις γυναίκες τους). Από εκεί και πέρα έχουμε πέντε δύσμοιρα παλικάρια, νεαρούς ηθοποιούς σε ρόλο «μπράβων», που δεν αρθρώνουν λέξη σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, απλώς πασχίζουν κινησιολογικά να καλύψουν τη σκηνική αμηχανία του «άδειου» χώρου αξιοποιώντας τους φακούς τους στο σκοτάδι: αυτή είναι όλη κι όλη η «τεχνολογία» του πολέμου, άντε και μερικές αχτίδες φωτός που χυμούν διαγωνίως πάνω από τα κεφάλια μας εν είδει φαντασμαγορίας ή μια οθόνη τηλεόρασης που εμφανίζεται στη διάρκεια της αγγελικής ρήσης για να μας θυμίσει πόσο αγόγγυστα καταναλώνουμε την προπαγάνδα της εξουσίας από τον καναπέ μας.
Έχει δίκιο η Κλυταιμνήστρα που χασμουριέται και βάζει το κραγιόν της. Τουλάχιστον στο πρόσωπό της συναντούμε μια νότα ενδιαφέρουσας ειρωνείας όσον αφορά τη σκιαγράφηση της μελλοντικής συζυγοκτόνου: η Μαρία Ναυπλιώτου παρουσιάζει γλαφυρά την πορεία της ηρωίδας της, την ανώμαλη προσγείωσή της από τον ανέμελο σνομπισμό της κοσμικής μεγαλοαστής στην οδυνηρή πραγματικότητα. Παρά τις όποιες στιγμές πλαδαρότητας, παρόλο το άγαρμπο, άτεχνο ξέσπασμά της στην κορύφωση της απελπισίας της, η αίσθηση μιας βίαιης, τραυματικής αφύπνισης καταγράφεται τελικά επαρκώς στη συνείδηση του θεατή από την ηθοποιό.
Η πιο μεγάλη έκπληξη της βραδιάς, όμως, προέρχεται από την Ανθή Ευστρατιάδου: όχι επειδή δεν γνωρίζαμε τις ικανότητες της νεαρής ηθοποιού, αλλά επειδή, για ένα μεγάλο μέρος της παράστασης, η Ιφιγένεια έμοιαζε σκηνοθετικά καταδικασμένη. Όταν εμφανίζεται στη σκηνή ως παρτσακλό κοριτσάκι που χοροπηδά χαζοχαρούμενα (έτσι ερμήνευσε η απλουστευτική λογική του Κουλιάμπιν την εφηβική αφέλεια της ηρωίδας), καθόλου δεν φανταζόμαστε ότι θα καταφέρει τελικά να «σπάσει» το άχαρο, εκνευριστικό κουκούλι της και να μεταμορφωθεί τόσο εντυπωσιακά στον μονόλογο της μεταστροφής της λίγο πριν από το τέλος.
Κι όμως: η Ευστρατιάδου, με τέτοια αποφασιστικότητα, με τέτοια τεχνική αρτιότητα, με τέτοια θέρμη, παρουσιάζει μέσα σε λίγα λεπτά όλα τα αντικρουόμενα συναισθήματα που μαίνονται στην ψυχή της Ιφιγένειας, όλα τα στάδια που διανύει η τελευταία –από την άρνηση και τον θυμό ως την αποδοχή και την αυτονόμηση– ώσπου να φτάσει στην αδιαπραγμάτευτη ανάληψη του εαυτού της και στην εξύψωση του Είναι της σε κείνο το θαυμαστό σημείο, όπου ο άνθρωπος συνομιλεί με το Υψηλό – το κατεξοχήν σημείο του τραγικού.
Οι δύο γυναίκες είναι οι μόνες που διασώζονται από το ναυάγιο. Ο Νίκος Ψαρράς παγιδεύεται σε παλαιομοδίτικα «τραγικά» σχήματα που δεν αποφέρουν κανέναν καρπό. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι σκηνές πατέρα - κόρης, τόσο σπαρακτικές στο κείμενο του Ευριπίδη, εδώ δεν γεννούν καμία συγκίνηση: και πώς να συμβεί αυτό, άλλωστε, όταν η Ιφιγένεια καμώνεται την τρελοκοτσιδού; Ο Θάνος Τοκάκης αποδομεί τόσο άχαρα τον Αχιλλέα, ώστε πασχίζουμε μετά βίας να συγκεντρώσουμε τις φράσεις του για να καταλάβουμε τι εννοεί.
Κι ενώ σε όλη τη διάρκεια περιμένουμε την εμφάνιση της «Άρτεμης», η οποία όπως έχουμε πληροφορηθεί από τους υπέρτιτλους είναι «μια κυβερνητική οργάνωση που κατέχει απεριόριστη εξουσία στην Ελλάδα» (είπαμε, για τον Κουλιάμπιν είναι όλα ένα αυτάρεσκο, εξυπνακίστικο παιχνίδι αντιστοίχισης), το μόνο που εισπράττουμε από τη δράση της οργάνωσης αυτής είναι η εισβολή δύο μίζερων κουκουλοφόρων «τρομοκρατών» με καλάσνικοφ στη γαμήλια τελετή, όπου σκοτώνουν την Ιφιγένεια. Τι πιο αυτονόητο από το κλείσιμο του ματιού που ακολουθεί, με τον «πατριώτη» Άγγελο να κυματίζει εκστασιασμένος τη σημαία, παρουσιάζοντας τον φόνο μιας αθώας ως θεάρεστο γεγονός που επιβεβαιώνει το μεγαλείο των εξουσιαστών;
Ο θάνατος της αμφισημίας προκύπτει ακαριαία κάθε φορά που στριμώχνουμε την τραγωδία στην περιοριστική, στενά εννοούμενη, «πολιτική» ατζέντα μας. Η τραγωδία δεν μπαίνει σε καλούπια, ούτε υπακούει σε προγραμματικές δηλώσεις: απαιτεί τιτάνια προσπάθεια για να τη μεταφέρει κανείς στο σήμερα με τρόπο γόνιμο, ουσιαστικό, που δεν προδίδει τη φύση της. Ανήμπορος να αναμετρηθεί με το κείμενο, ο Κουλιάμπιν κατέφυγε σε συνοπτικές διαδικασίες και εύκολες αναγωγές, φυλακίζοντας το νόημα σε μια μονοσήμαντη, «επίκαιρη» διάσταση και την τραγική πολυπλοκότητα σε μιλιτέρ στολές.
Η παράσταση ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 5 & 6 Ιουλίου. Νέοι σταθμοί της περιοδείας θα ανακοινωθούν σύντομα.