Απαρηγόρητος και θυμωμένος τριγυρνούσε ο Τρελός στις πλατείες των χωριών διαλαλώντας τον θάνατο του Θεού. Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν παραξενεμένοι και τον κορόιδευαν για το παραλήρημά του. Αν όμως άκουγε κανείς προσεκτικά, θα διέκρινε την απόγνωση στα λόγια του, καθώς αδυνατούσε να κατανοήσει πώς καταφέραμε εμείς οι άνθρωποι να εξαντλήσουμε τη θάλασσα∙ πώς καταφέραμε να σβήσουμε τον ορίζοντα μ’ ένα σφουγγάρι.
Μονάχα ο Τρελός μπορούσε να συλλάβει τον πραγματικό αντίκτυπο αυτής της απώλειας; Κάθε φορά, μονάχα ένας τρελός τολμά να θέσει τα δριμεία και ακατάληπτα ερωτήματα; «Υπάρχει ακόμα ένα πάνω κι ένα κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε σαν μέσα σ’ ένα απέραντο μηδέν; Δεν νιώθουμε την ανάσα του κενού χώρου; Δεν κάνει περισσότερο κρύο; Δεν έρχεται η νύχτα, πάντα η νύχτα, πάνω μας; Δεν πρέπει ν’ ανάβουμε φανάρια στο καταμεσήμερο;».
Ίσως αντίστοιχα ερωτήματα με αυτά του Νίτσε οδήγησαν, αιώνες πριν, τον πιο μυαλωμένο τρελό, τον Αριστοφάνη, σε μια παιγνιώδη Νέκυια. Στους «Βατράχους», ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να πάρει μαζί του έναν ποιητή που θα σώσει την πόλη.
Ανολοκλήρωτες προθέσεις, εξασθενημένες εντάσεις, φτωχή εικονοποιία, ισχνή αφηγηματικότητα. Και, το πιο σημαντικό, αδυναμία ανάδειξης του βαθύτερου διακυβεύματος του έργου: ούτε γιορτή, ούτε νόστος∙ ούτε κατάβαση, ούτε ανάβαση, αλλά κάτι χλιαρό κι αναποφάσιστο στη μέση.
Γιατί είναι ήδη αργά. Χάθηκαν οι Σάτυροι και πνίγηκαν οι Νύμφες. Στέρεψε ο Πάνω Κόσμος από νόημα. Έσβησε ο ήλιος. Το καλύτερο που έχουμε να περιμένουμε έχει ήδη γραφτεί κι εμείς κοιτάμε συνέχεια προς τα πίσω. Τι θα μας σώσει; Ποιος θα μας σώσει; Δεν μένει παρά μια κατάβαση στα ενδότερα, μια καταβύθιση στα θλιμμένα νερά του Αχέροντα.
Αυτήν θα επιχειρήσουμε∙ όχι απελπισμένοι, αλλά αναίσχυντοι και λοίδοροι, κλέβοντας περίσσειο κρέας από τους βωμούς, στα δώματα του Άδη θα περιπλανηθούμε παρέα με τον Βωμολόχο Διόνυσο. Κι αφού ξεγελάσουμε τον Κέρβερο και τους πιστωτές μας –χρέη άφθονα πήραμε μαζί μας–, αφού διασχίσουμε πλήθη από σκιές, θα φτάσουμε εκεί όπου πάντοτε μας περίμεναν –γιατί οι νεκροί ποιητές δεν έδιωξαν ποτέ κανέναν που τους αναζήτησε.
Πώς όμως θα αναγνωριστούμε; Ποια ιερά παιχνίδια θα πρέπει να εφεύρουμε για να τους συναρπάσουμε; (Λένε κάποιοι πως οι νεκροί ποιητές είναι σαν παιδιά και τους αρέσει να επιδεικνύουν τα παιχνίδια τους). Πώς θα τους πείσουμε, εν τέλει, να μας ακολουθήσουν πίσω στη ζωή, τώρα που τους χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ;
Οι «Βάτραχοι» γράφονται το 405 π.Χ.. Ο Ευριπίδης έχει μόλις πεθάνει, όπως κι ο Σοφοκλής, έναν χρόνο πριν (πάει μισός αιώνας που απεβίωσε ο Αισχύλος). Η Αθήνα, λίγο πριν από το τέλος ενός ολέθριου πολέμου που θα σημάνει τη λήξη της παντοδυναμίας της, βρίσκεται ήδη στα πρόθυρα της εξάντλησης. Με τους «Βατράχους» ο Αριστοφάνης μετατρέπει τη συλλογική παρακμή σε κωμωδία. Φαντασιώνεται την Ανάσταση νεκρών ως μια γιορτή, έναν ευφρόσυνο αγώνα: για δύο ώρες, ο Ευριπίδης και ο Αισχύλος διαγωνίζονται επί σκηνής παίζοντας θέατρο μέσα στο θέατρο. Είναι τόσο πρόθυμοι να γυρίσουν κοντά μας, που κάνουν το παν με τη στιχουργική τους τέχνη για να το καταφέρουν.
Και έτσι, μέσα από τη σάτιρα, την παρωδία, τις ιλαρότητες και τους εμπαιγμούς, δηλαδή μέσα απ’ τη δύναμη της αριστοφανικής κωμωδίας, καταλαβαίνουμε πως ακόμη κι όταν οι σπουδαίοι ποιητές έχουν χαθεί, είναι η ποίηση που θα σώσει τον κόσμο.
«Όρθρος ενός τέλους. Λυγμός του κωμικού», επισημαίνει ο ποιητής Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος στην εισαγωγή της γόνιμης μετάφρασής του (εξαιρετική η απόδοση των χορικών). Γιατί μια μεγάλη κωμωδία όπως οι «Βάτραχοι», εάν ευτυχούσαν να ενσαρκωθούν σε μια παράσταση που θα λειτουργούσε ως «μαγική» τελετή, ως Νέκυια, θα κατάφερναν να μας οδηγήσουν στους λειμώνες της ποίησης.
Ανεκτίμητη διέλευση, οργιώδης επιτέλεση, και πώς να τα κατορθώσει κανείς. Ποιος μπορεί να δεξιωθεί σήμερα τον Διόνυσο, ποιος θα ξαναζωντανέψει τις απαγορευμένες μουσικές, ποιος θα μας αποκαλύψει ότι ο Αισχύλος ζει μες στον Σοφοκλή, ο Σοφοκλής στον Ευριπίδη, η τραγωδία στην κωμωδία και ο θρήνος μέσα στον κώμο;
Η Αργυρώ Χιώτη επεδίωξε να προσεγγίσει αυτό το μεικτό πνεύμα μελαγχολίας κι ευφορίας στην παράσταση που είδαμε προ ημερών στην Επίδαυρο, αλλά δεν τα κατάφερε.
«Φυτεμένο» στη μέση του πουθενά, σε μια άδεια επί της ουσίας ορχήστρα, το γυναικείο ντουέτο Διόνυσου-Ξανθία, με τους εναλασσόμενους ρόλους αφεντικού και δούλου, έφερε μια υποψία από την ανέμελη τρυφερότητα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, ενώ ενίοτε παρέπεμπε και στη μοναχικότητα των πλανόδιων ηρώων του Μπέκετ∙ αυτή όμως η γοητευτική πρόθεση αποδείχθηκε ευάλωτη – δεν γονιμοποιήθηκε στην πορεία, ατόνησε και χάθηκε.
Όσο περισσότερο κινούσαν οι δυο τους προς τον Κάτω Κόσμο, τόσο αναφαινόταν η έλλειψη σκηνοθετικής ευρηματικότητας και φαντασίας. Καμία από τις συναντήσεις τους (με τον Ηρακλή, με τον Χάροντα, με τους Βατράχους, με τον Αιακό, με τις Ξενοδόχες κ.ο.κ.) δεν ερέθισε το ενδιαφέρον μας σε κωμικό, οπτικό ή άλλο επίπεδο, καθώς η σχηματική απόδοσή τους δεν εξυπηρετούσε ούτε την αίσθηση μιας εσωτερικής καταβύθισης ούτε μιας εμπνευσμένης θεατρικότητας.
Καταδικασμένοι, από ένα σημείο και μετά, να κάνουν τα πάντα πάνω σε μια στενότατη μεταλλική αερογέφυρα (παραπομπή στο αρχαίο έθιμο του γεφυρισμού;), οι ηθοποιοί στερούνταν την ελευθερία τους. Αντί, όμως, αυτή η συνθήκη να λειτουργεί ως δημιουργική πρόκληση, ανάγκαζε εμάς τους θεατές να περιορίζουμε το βλέμμα μας σε μια στενή λωρίδα «γης». Ακόμη κι όταν αυτή η συνθήκη ανατράπηκε στο τελευταίο μέρος της παράστασης, το κακό είχε ήδη γίνει.
Στριμωγμένα επάνω σε μια «γραμμή», τα μέλη του Χορού κρέμονταν από τις άκρες, στέκονταν ή ανεβοκατέβαιναν εκτελώντας διαρκώς κινήσεις ανδρείκελων – προφανώς προσπαθούσαν με αυτή την ατυχή μέθοδο κάπως να παραπέμψουν στους «υπνωτισμένους» μύστες των αρχαίων Ελευσινίων ή στις επί των αγγείων εξεικονίσεις τους. Το αποτέλεσμα συνέθετε τελικά μια κινησιολογική φλυαρία που προκαλούσε ζάλη και σύγχυση στον θεατή.
Συμπαθέστατος ο Ξανθίας της Εύης Σαουλίδου, το ίδιο και ο cool Διόνυσος της Μαρίας Κεχαγιόγλου – άνετος και ανάλαφρος με το αθλητικό κασκέτο του. Οι δύο ηθοποιοί, όμως, δεν κατάφεραν να πιάσουν τον ταύρο της κωμωδίας από τα κέρατα αφήνοντάς μας με ένα αίσθημα ανικανοποίητου.
Ευτυχώς τα αίματα άναψαν άμα τη εμφανίσει του Ακύλλα Καραζήση. Επιτέλους κάτι ενδιαφέρον συνέβη! Εμφανίστηκε κάποιος να μας ξυπνήσει: ένας φαφλατάς, εφετζής, επιδειξιμανής, κολπατζής αλλά και ταυτόχρονα αξιαγάπητος Ευριπίδης ήρθε να ταρακουνήσει αναζωογονητικά μια απονευρωμένη παράσταση που έως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να σέρνεται. Πολύτιμος σύμμαχός του εδώ, ο δαιμόνιος Νίκος Χατζόπουλος, ένας Αισχύλος μπλαζέ, απολαυστικός και ντίβα.
Δυστυχώς, η σημαντική ανακούφιση που πρόσφεραν οι δύο αυτοί ερμηνευτές στο τελευταίο μέρος δεν στάθηκε ικανή να αναιρέσει τη συνολική εντύπωση. Ανολοκλήρωτες προθέσεις, εξασθενημένες εντάσεις, φτωχή εικονοποιία, ισχνή αφηγηματικότητα. Και, το πιο σημαντικό, αδυναμία ανάδειξης του βαθύτερου διακυβεύματος του έργου: ούτε γιορτή, ούτε νόστος∙ ούτε κατάβαση, ούτε ανάβαση, αλλά κάτι χλιαρό κι αναποφάσιστο στη μέση. Η περιπλάνηση στους λειμώνες της ποίησης προσωρινά αναβάλλεται...
Συντελεστές
Μετάφραση: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Αργυρώ Χιώτη
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Μουσική: Jan Van Angelopoulos
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Εύη Σαουλίδου (Ξανθίας), Μαρία Κεχαγιόγλου (Διόνυσος), Μιχάλης Βαλάσογλου (Ηρακλής), Μανούκ Καρυωτάκης (Νεκρός), Ευθύμης Θέου (Χάρος, Αιακός, Πλούτων), Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη (Θεράπαινα, Ξενοδόχα Α’), Χαρά Κότσαλη (Ξενοδόχα Β’), Δήμητρα Βλαγκοπούλου (Υπηρέτης), Ακύλλας Καραζήσης (Ευριπίδης), Νίκος Χατζόπουλος (Αισχύλος), Αντώνης Μυριαγκός (Κορυφαίος)
Χορός βατράχων και μυστών: Μιχάλης Βαλάσογλου, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ευθύμης Θέου, Μανούκ Καρυωτάκης, Χαρά Κότσαλη, Σπύρος Μάστορας, Αντώνης Μυριαγκός, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη
Εκτέλεση παραγωγής: Μαρία Δούρου / Vasistas