Το θεατρικό έργο «Η τάξη μας» του Ταντέους Σλομποντζιάνεκ, το οποίο ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, γραμμένο μόλις το 2009, βασίζεται σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, σε μία από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας της Πολωνίας. Στο πογκρόμ και στην εξολόθρευση σχεδόν ολόκληρης της εβραϊκής κοινότητας της μικρής πόλης Γεντβάμπνε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η χώρα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, από τους ίδιους τους Πολωνούς κατοίκους της. Δηλαδή καθημερινοί άνθρωποι στράφηκαν εναντίον συμπολιτών, γειτόνων, ίσως και φίλων ή συμμαθητών τους στο σχολείο, απλώς και μόνο λόγω του διαφορετικού τους θρησκεύματος, εξολοθρεύοντάς τους με έναν από τους πιο ειδεχθείς τρόπους. Αφανίζοντας διά παντός μια κοινότητα που είχε παρουσία εκεί από τον 18ο αι. και αριθμούσε, σύμφωνα με απογραφή του 1921, τουλάχιστον 757 άτομα, αριθμός που αντιστοιχούσε στο 62% του πληθυσμού. Μια σημαντική παρουσία, χαρακτηριστικό αρκετών κωμοπόλεων της προπολεμικής Πολωνίας.
Η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 καταλαμβάνοντας ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής πλευράς, όπου βρίσκεται το Γεντβάμπνε. Μόλις 17 ημέρες αργότερα έλαβε χώρα η σοβιετική εισβολή. Ακολούθησε εκεχειρία μεταξύ των δύο δυνάμεων και η ανατολική Πολωνία παρέμεινε στα χέρια των Σοβιετικών. Αυτό ανακούφισε, όπως ήταν φυσικό, τους Εβραίους της μικρής πόλης και της ευρύτερης επαρχίας, έτσι κάποιοι από αυτούς έσπευσαν να ενταχθούν στη στρατονομία του Κόκκινου Στρατού, κίνηση που λίγο αργότερα θα στρεφόταν εναντίον τους. Ανέλαβαν διάφορα πόστα και σύμφωνα με τη μαρτυρία τουλάχιστον ενός ντόπιου συνεισέφεραν στην απέλαση χιλιάδων εθνικιστών Πολωνών, που οι Σοβιετικοί εξόρισαν στη Σιβηρία. Παρ' όλα αυτά, οι τελευταίοι, ως στρατός κατοχής, δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών στην αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού. Σε καθημερινή βάση τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους, διαρπάζοντας υλικά αγαθά και τρόφιμα για ιδία χρήση και κατανάλωση. Η μυστική αστυνομία συνελάμβανε πολίτες, τους οποίους άλλοτε εκτελούσε και άλλοτε βασάνιζε. Αυτή ήταν η κατάσταση μέχρι τον Ιούνιο του 1941. Στις 22 του ίδιου μήνα η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση και ανακατέλαβε ολόκληρη την Πολωνία. Αμέσως ξεκίνησε μια ανελέητη προπαγάνδα εναντίον του εβραϊκού πληθυσμού, διαδίδοντας ότι οι Εβραίοι συμμετείχαν στα εγκλήματα των Σοβιετικών και ενθαρρύνοντας τους ντόπιους σε πράξεις βίας εις βάρος τους.
Τουλάχιστον 40 άρρενες Πολωνοί συμμετείχαν στο έγκλημα, αλλά το υπόλοιπο χωριό κράτησε ουδέτερη και παθητική στάση απέναντι στο συμβάν. Πάντως, ο ισχυρισμός ότι το μισό χωριό δολοφόνησε το άλλο μισό δεν ευσταθούσε.
Στις 10 Ιουλίου του 1941 με διαταγή του δημάρχου Μαριάν Κάρολακ μια ομάδα Πολωνών, με τη συνεργασία Γερμανών παραστρατιωτικών, συγκέντρωσε στην κεντρική πλατεία του Γεντβάμπνε όλους τους Εβραίους της πόλης, καθώς και όσους από τα γύρω χωριά είχαν αναζητήσει καταφύγιο σε αυτήν, τους οποίους εξανάγκασε σε πράξεις εξευτελισμού. Και όχι μόνο, καθώς υβρίζονταν και ξυλοκοπούνταν, όπως ακριβώς συνέβη στην περίφημη συγκέντρωση αρρένων Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια ανάγκασαν 40 από αυτούς με επικεφαλής τον ραβίνο να μεταφέρουν ένα άγαλμα του Λένιν σε παρακείμενο αχυρώνα, όπου εντέλει τους εκτέλεσαν. Στον ίδιο αχυρώνα όπου οδήγησαν και τους υπόλοιπους περίπου 300 Εβραίους, τους κλείδωσαν, άναψαν φωτιά με κηροζίνη από ρωσικά αποθέματα και τους έκαψαν ζωντανούς. Οι δράστες ήταν κυρίως Πολωνοί, ενώ οι Γερμανοί στρατιώτες απλώς παρακολουθούσαν και σκότωναν επιτόπου όσους αποπειρόνταν να ξεφύγουν. Ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, βασικό στέλεχος του Ναζιστικού Κόμματος και πρωτεργάτης του Ολοκαυτώματος, είχε δώσει σαφείς εντολές στους αξιωματικούς που τοποθετήθηκαν στην Πολωνία να «καθαρίσουν» τη χώρα από τους Εβραίους και γι' αυτό μεγάλωσε σε αριθμό το τάγμα των «Einsatzkommandos». Ο Αρθούρος Νέμπε, άνθρωπος-κλειδί της γερμανικής Κεντρικής Ασφάλειας, ο οποίος ανέλαβε να φέρει εις πέρας το εγχείρημα, βασίστηκε στην ένθερμη συμμετοχή των ίδιων των Πολωνών, των οποίων τα αντισημιτικά αισθήματα ήταν ιδιαιτέρως υψηλά, πράγμα θετικό για τους Γερμανούς, καθώς δεν ήθελαν τα Ες-Ες να αφήσουν τα ίχνη της συνενοχής τους. Τα πτώματα εντοπίστηκαν χρόνια αργότερα σε δύο ομαδικούς τάφους.
Το 1949 η κομμουνιστική κυβέρνηση της Πολωνίας αναζήτησε τους ενόχους και συνεργάτες των Γερμανών σε αυτή την κτηνώδη πράξη, οδηγώντας σε δίκη 22 κατηγορούμενους. Παρ' όλα αυτά, η υπόθεση δεν έτυχε φυσιολογικής εξέλιξης. Κάποιοι από τους κατηγορούμενους υπέστησαν βία κατά την ανάκριση, με αποτέλεσμα στο δικαστήριο να αρνηθούν τα εγκλήματα που είχαν «ομολογήσει» κάτω από μη νόμιμες συνθήκες. Εφόσον, λοιπόν, οι ομολογίες είχαν αποσπαστεί με βία, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αληθείς. Συμπληρωματικά, κανένας Πολωνός απ' όσους έκρυψαν Εβραίους δεν κλήθηκε να καταθέσει, ούτε Γερμανοί που ενδεχομένως ήταν παρόντες στο συμβάν, ούτε έγινε προσπάθεια να βρεθεί ο φυγόδικος δήμαρχος Κάρολακ. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι το πογκρόμ έγινε υπό την απειλή και την τρομοκρατία των δυνάμεων κατοχής και τελικά μόνο 12 κρίθηκαν ένοχοι για εσχάτη προδοσία, ενώ ένας καταδικάστηκε σε θάνατο.
Οι έρευνες που διεξήγαγαν οι γερμανικές Αρχές το 1960 κατέληξαν στο ότι ηθικός και φυσικός αυτουργός των πογκρόμ στην Πολωνία ήταν ο παραστρατιωτικός Ειδικών Υπηρεσιών της Γκεστάπο και των Ες-Ες Χέρμαν Σάπερ. Κατά την ακροαματική διαδικασία του 1964 ψευδόρκησε και μετά από διάφορες αναβολές και άλλες δικαστικές πλάνες μόνο το 1976 κατάφεραν να τον καταδικάσουν σε μόλις έξι χρόνια φυλάκιση, ποινή την οποία δεν εξέτισε, καθώς πήρε εξιτήριο λόγω προβλημάτων υγείας. Ο φάκελος σήμερα θεωρείται χαμένος και το πιθανότερο είναι ότι καταστράφηκε.
Στην Πολωνία η έρευνα για εγκλήματα των ναζί ήταν επίσης λογοκριμένη για περισσότερα από 40 χρόνια και μόνο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ξεκίνησε επίσημα από την πολωνική κυβέρνηση, η οποία την ανέθεσε στο Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης (Instytut Pamięci Narodowej – IPN). Εξετάστηκαν περί τους 111 μάρτυρες από την Πολωνία, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, παρόλο που είχαν περάσει κοντά 60 χρόνια από το συμβάν και οι λίγοι επιζώντες ήταν πολύ μικρής ηλικίας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στους ομαδικούς τάφους η ιατροδικαστική έρευνα υπολόγισε τα θύματα σε 300 με 400. Το ΙΡΝ σταδιακά από το 2001 και ύστερα κατέθετε τα συμπεράσματά του στο πολωνικό Κοινοβούλιο: επρόκειτο για μια θηριωδία στην οποία συμμετείχαν Πολωνοί πολίτες.
Τα χρόνια που ακολούθησαν η δημόσια συζήτηση έφερε σε αντιπαράθεση κάποιους από τους σημαντικότερους ιστορικούς και διανοούμενους της χώρας, ιδιαίτερα μετά το 2001, με την έκδοση του βιβλίου του Αμερικανού, πολωνοεβραϊκής καταγωγής, ιστορικού Γιαν Γκρος με τον τίτλο «Γείτονες» (πολωνικός τίτλος: Sąsiedzi). Ο Γκρος, βασισμένος στη μαρτυρία του επιζώντος Szmul Wasersztajn, ο οποίος κατέθεσε το 1945 αλλά δεν ήταν παρών στα φοβερά γεγονότα του 1941, καθώς είχε προλάβει να κρυφτεί, ισχυριζόταν ότι η μισή πόλη εναντιώθηκε της άλλης μισής. Το βιβλίο κατάφερε να προσελκύσει το δημόσιο ενδιαφέρον για το ιστορικό συμβάν, ωστόσο ο Γκρος κατέδειξε τη χειρότερη πλευρά της πολωνικής κοινωνίας.
Στις 9 Ιουλίου του 2002 εκδόθηκε το τελικό επίσημο πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο η αποτρόπαιη εκείνη πράξη έγινε υπό την καθοδήγηση και την απειλή του γερμανικού κατοχικού στρατού και τα θύματα αριθμούσαν περί τα 340 και όχι τα 1.600, όπως ισχυριζόταν στο βιβλίο του ο Γκρος. Τουλάχιστον 40 άρρενες Πολωνοί συμμετείχαν στο έγκλημα, αλλά το υπόλοιπο χωριό κράτησε ουδέτερη και παθητική στάση απέναντι στο συμβάν. Πάντως, ο ισχυρισμός ότι το μισό χωριό δολοφόνησε το άλλο μισό δεν ευσταθούσε.
Δεκάδες άρθρα είδαν το φως της δημοσιότητας έκτοτε, η συζήτηση όλα αυτά τα χρόνια δεν λέει να κλείσει. Το 2001 ο Πρόεδρος της χώρας Αλεξάντερ Κβασνιέφσκι παρευρέθηκε σε ειδική τελετή μνήμης, όπου παραδέχτηκε ότι οι εγκληματίες ήταν Πολωνοί υπό την καθοδήγηση των Γερμανών κατακτητών, που όμως διέπραξαν έγκλημα εναντίον του εβραϊκού έθνους αλλά και εναντίον της Πολωνίας. Επικεντρώνοντας την ομιλία του στην ιδέα της συλλογικής ευθύνης, ζήτησε δημόσια συγγνώμη παρουσία επιζώντων των πογκρόμ και θρησκευτικών ηγετών. Η πλειονότητα των κατοίκων απείχε. Σε γκάλοπ εφημερίδας τον Μάρτιο του 2001 μόλις το 40% των ερωτηθέντων συμφωνούσε με την απόφαση του Προέδρου να ζητήσει δημόσια συγγνώμη, αν και η πλειονότητα καταδίκασε τη θηριωδία και τη συμμετοχή των κατοίκων του Γεντβάμπνε στο πογκρόμ του 1941. Παράλληλα, τοποθετήθηκε πλάκα ιστορικής μνήμης.
Το 2011 ο Πρόεδρος Μπρόνισλαφ Κομορόφσκι ζήτησε εκ νέου δημόσια συγγνώμη με αφορμή την 70ή επέτειο της σφαγής. Κάποιοι ζωγράφισαν στους τοίχους σβάστικες και έγραψαν «Ήταν εύφλεκτοι».
Ιnfo:
Η τάξη μας
του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ
27.04.2017 έως 28.05.2017
Εθνικό Θέατρο
Kτίριο Τσίλλερ - Κεντρική Σκηνή
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210.5288170-171
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:00
Κυριακή στις 19:00
Παίζουν: Γαλανάκης Κώστας, Κωνσταντίνου Καίτη, Μαγουλιώτης Βασίλης, Μαυρόπουλος Αλέξανδρος, Οικονομίδου Ράνια, Πυρπασόπουλος Γιώργος
σχόλια