Παρακολουθώ τη δουλειά του Μιχαήλ Μαρμαρινού από το 1994, όταν παρουσίασε το Camera degli Sposi του Γιώργου Βέλτσου στο υπόγειο του Ιλίσια-Στούντιο – με τις χοντρές τσιμεντένιες κολόνες και τις μυστήριες γωνίες. Αμέσως αισθάνθηκα ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει εδώ, κάτι που δεν έχει σχέση με τις παραστάσεις που συνήθως έβλεπα, μία άλλη πρόταση για το τι μπορεί να παρασταθεί (δυνάμει κάθε λογής κείμενο) – και πώς μπορεί να αποδοθεί στη σκηνή από τους ηθοποιούς. Θυμάμαι τη Φάρσα Καλντεγουέι του Μπότο Στράους, το Αλτουσέρ Ροκ και βέβαια τον αξέχαστο Ρομαντισμό, μια σύνθεση ετερόκλητων κειμενικών υλικών και μια ερμηνευτική κατάθεση σκηνοθέτη και ηθοποιών που έδινε άλλη διάσταση στα διαβάσματά του. O Mαρμαρινός εμπνεόταν από τις θεωρίες της ψυχανάλυσης, του στρουκτουραλισμού, της αποδόμησης, ταίριαζε τα αποσπάσματα, διαχειριζόταν ελεύθερα τα έργα του κλασικού ρεπερτορίου (με τρόπο που μαρτυρούσε την απόλυτη πίστη του στη διαρκή «επικαιρότητά» τους), πρόσθετε λόγο σημερινό, εξομολογητικό, ερωτηματικό, και σφήνες καθαρού συναισθήματος που ακύρωναν τον ναρκισσισμό της διανοητικής υπεροχής – τέτοια ήταν στον Ρομαντισμό η αναφορά στο ακρώνυμο ΡΡΔΡ, γράμματα που κεντιούνται στο μοναχικό σχήμα και σημαίνουν «Ρητορικοτέρα Ρημάτων, Δακρύων Ροή». Tότε που οι λέξεις τελειώνουν, τα δάκρυα κυλούν, αυτός ο διαρκής αγώνας με το ανείπωτο, και το ανέφικτο, ο ηθοποιός κι ο θεατής, μαζί και χώρια. Ο ίδιος λέει: «Καταλαβαίνω ότι ανέκαθεν με ενδιέφερε το ίδιο πράγμα, ακόμα και όταν δεν είχα όρους για να το περιγράψω… Θα τολμούσα να το συνοψίσω σε μια φράση: Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο ακριβώς, καθαυτό, με συναρπάζει η θεατρικότητα των πραγμάτων. Μέσα από αυτόν τον όρο, αυτήν τη διατύπωση, αποκαλύπτεται η δραματική δυνατότητα που ενέχει μια καθημερινή στιγμή, το Πραγματικό. Ένα ταπεινό γεγονός –που θα μπορούσε να είναι θέατρο, μια performance art, ένα εικαστικό συμβάν, μια σεκάνς κλεμμένη σε ντοκιμαντέρ– μπροστά στα μάτια μας. Η θεατρικότητα είναι η καθημερινότητα. Όπως επιμένει να λέει κάποιος, «δεν υπάρχει στιγμή στην καθημερινότητα που να μην είναι θέατρο, μόλις υπάρξει το κατάλληλο βλέμμα».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έχει πετύχει να προκαλεί σταθερά περιέργεια, να εκπλήσσει, να μην ξέρεις κάθε φορά τι να περιμένεις. Τον ξεχωρίζω και για κάτι ακόμα: ακόμα και όταν, για «χ» λόγους, δεν μου αρέσει μια παράστασή του, πάντα μ’ ενδιαφέρει. Η διαλεκτική δυναμική είναι σταθερά ενεργή.
Το 1998 η Ομάδα Διπλούς Έρως, που είχε δημιουργήσει με την Αμαλία Μουτούση, έδωσε τη θέση της στο Theseum Ensemble με έδρα πλέον το θέατρο Θησείον. Εκεί θα αναδειχθεί «εισηγητής» του devised theater στη χώρα μας, του θέατρου της επινόησης, εξαιρετικό δείγμα του οποίου υπήρξε ο Εθνικός Ύμνος (2002). Εδώ η προσωπική μαρτυρία, η μικρή ιστορία του καθενός, εντάσσεται στο σκηνικό κείμενο σε μια προσπάθεια ουσιαστικής συνάντησης με τους θεατές, με των οποίων τη συμμετοχή ολοκληρώνεται η παράσταση – η παράσταση ως βιωματική σχέση περφόρμερ και θεατών τη στιγμή που συμβαίνει. «Επιστρέφω στο θέατρο ανοίγοντας μια ρωγμή που επιτρέπει στο πραγματικό (ως τυχαίο, ως φαινομενικά ασήμαντο) να εισβάλει με τέτοιον τρόπο που να ναρκοθετεί τη σύμβαση ή την αντίληψη, δημιουργώντας χώρο σε ένα ζητούμενο, μια νέα αθωότητα» λέει.
Ο Μαρμαρινός μίλησε πρώτος για τη σκηνοθεσία ως δραματουργία, «τη δυνατότητα δηλαδή μιας πρωτότυπης γραφής που γεννιέται κατευθείαν μέσα από αυτό το “μηχάνημα” που λέγεται θέατρο και τη διαδικασία του. Που σου επιτρέπει, σχεδόν σαν δραματουργός, να μιλήσεις με όρους δράματος για ό,τι σε απασχολεί ή σε πονάει και θάλλει μέσα σου. Κάτι που με ενδιαφέρει πολύ, ξεκάθαρα πολύ, είναι που μπορεί αυτό το “μηχάνημα” να αφήνει πίσω του κείμενο – που να επιμένει, και να παραμένει ζωντανό στις απαιτήσεις του ποιητικού. Να μπορεί, πολύ απλά, να αφήνει πίσω του λογοτεχνία».
Μετά την επιτυχία του Εθνικού Ύμνου (2002-2006) πολλά άλλαξαν. «Όταν σου συμβεί μια επιτυχία, τα επόμενα βήματά σου είναι δύσκολο να είναι αθώα, να είναι ξανά κάπως αγνά ή σε λευκό φόντο» είχε πει κάποια χρόνια πριν. Προφανώς είναι δύσκολο να διαχειριστείς τις προσδοκίες ενός κοινού που ξαφνικά σε «αναγνωρίζει», όταν δεν γνωρίζει τίποτα από όσα έκανες στο παρελθόν. Επιπλέον οι συνεργασίες με θέατρα και οργανισμούς του εξωτερικού μετατόπισαν τις προτεραιότητές του. Από το 2010 ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σταμάτησε να σκηνοθετεί στο Θησείον – μέχρι πέρσι που επανήλθε με την παράσταση Κομμώτριες/Μεταπολίτευση. Μεσολάβησε η δεκαετία παραστάσεων στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη Στέγη, στο Εθνικό Θέατρο, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κ.ά.
Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Η εμπειρία του flâneur συνεχίζεται, δεν σταματά. (Εκκρεμεί άμεσα μια πρεμιέρα στο Βερολίνο και το Μόναχο). Το Θησείον συνιστά πάντα μια επιστροφή, έναν αδιατύπωτο νόστο, ένα θέατρο για τις τέχνες, έναν χώρο επώασης των ιδεών, έναν χώρος μυστικό, κλειστό, σε αντιδιαστολή με μεγάλα θέατρα στα οποία έχει τύχει να δουλέψω. Για μένα συνιστά μια μονάδα μέτρησης για την αισθητική. Το Θησείον γεννήθηκε και συνεχίζει να είναι ο εργαστηριακός χώρος των ιδεών, των αναγκών μιας ιδιότυπης γλώσσας. Εκεί συνειδητοποιείς πιο καθαρά τι σε ενδιαφέρει, παρέχει αυτή την αισθητική θαλπωρή που επιτρέπει να πειραματίζεσαι, να δοκιμάζεις και να συνειδητοποιείς. Σ’ αυτό και μ’ αυτό να μπορείς να βγεις στις μεγάλες κλίμακες με την ασφάλεια μιας διαπιστευμένης αλήθειας».
Σε δύο από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις του αυτής της περιόδου, στο Πεθαίνω σαν χώρα (Φεστιβάλ Αθηνών, 2007) και στο Insenso (Φεστιβάλ Αθηνών, 2012) του Δημήτρη Δημητριάδη, πραγματεύτηκε με αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα δύο κρίσιμες έννοιες που τον/μας απασχολούν σταθερά: τον χορό ως συλλογικό σώμα και τον χώρο ως ταυτοτικό στοιχείο της παραστατικής πράξης. Αλλά και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου οι παραστάσεις του της τελευταίας δεκαετίας αποτελούν προτάσεις ερμηνείας: Ηρακλής Μαινόμενος (Φεστιβάλ Επιδαύρου, 2011), Νοh-Nέκυια (Φεστιβάλ Επιδαύρου, 2015) σε συνεργασία με το ιαπωνικό Θέατρο Νο, Λυσιστράτη (2016) και, βέβαια, οι φετινοί Ιχνευτές – για μένα η καλύτερη παράσταση της σεζόν 2020-21.
«Το σύγχρονο θέατρο, ο σύγχρονος χορός, η σύγχρονη τέχνη γενικότερα, με ελέησε να αντιληφθώ κάτι ιδιαίτερα κομβικό και αποκαλυπτικό για το αρχαίο δράμα, την έννοια του Χορού – για μένα είναι μια σύγχρονη δομή παραγωγής έργων και νοήματος. Από τον Χορό –κάτι που εμφαίνεται θεαματικά μόνο στην ελληνική γλώσσα– εκπορεύονται και η χορωδία και ο χορός (dance) ως πράξη, ως αυτόνομη τέχνη. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό να ελκύομαι από εκείνα τα έργα αρχαίου δράματος που είναι, φανερά και δεδηλωμένα, χορικά έργα. Ένα τέτοιο είναι οι Ιχνευτές» εξηγεί. «Το αρχαίο δράμα είναι επίσης η μήτρα της αφηγηματικότητας. Κουβαλάει άλλωστε μέσα του μιαν εννοιολογία, τον Άγγελο, αυτόν που έρχεται και αφηγείται ένα γεγονός, ένα συμβάν. Ουσιαστικά, ο αγγελιαφόρος είναι ο ορισμός του σύγχρονου ηθοποιού.
Θέτει όμως και αλλά ζητήματα το αρχαίο δράμα, σε σχέση με το ανοιχτό τοπίο, τον τόπο, την πόλη, την Πολιτεία, το πολιτειακό, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Δεν υπάρχει κάτι που να εκφεύγει του αρχαίου δράματος. Μου φαίνεται ανεξάντλητο και με ταράζει σε σκηνικούς συνειρμούς. Παραμένει πρόκληση ο τρόπος του να προσεγγίζει κάτι που μοιάζει εσώκλειστο, μεταφυσικό και ερμητικό, που μπορεί να ανοίγει με μια νυστεριά την αντίληψη του θεατή, να βυθίζεται μέσα του ταράζοντάς τον συγκινησιακά και γνωσιολογικά. Όταν μιλώ βέβαια για το αρχαίο δράμα, δεν μιλώ μόνο για τα δραματικά κείμενα που σώζονται, αλλά και για πολλά άλλα κείμενα της αρχαίας γραμματείας, λ.χ. τα έπη. Κάπως έτσι είχε γίνει παλαιότερα με την παράσταση της Νέκυια, με το θέατρο No».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έχει πετύχει να προκαλεί σταθερά περιέργεια, να εκπλήσσει, να μην ξέρεις κάθε φορά τι να περιμένεις. Τον ξεχωρίζω και για κάτι ακόμα: ακόμα και όταν, για «χ» λόγους, δεν μου αρέσει μια παράστασή του, πάντα μ’ ενδιαφέρει. Η διαλεκτική δυναμική είναι σταθερά ενεργή.
Για το δύσκολο στοίχημα που ελπίζουμε να κερδίσει, την Ελευσίνα-Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2023, για την ώρα μετράει τα λόγια του: «Ο πολιτισμός μπορεί να βοηθήσει, να παρέμβει, να συμβάλει στη μετάταξη μιας πόλης προς το επόμενο βήμα της, προς μία βιώσιμη ανάπτυξή της υλικής και της άυλης οικονομίας της με τη βοήθεια της τέχνης, της έρευνας και του πολιτισμού. Το όλο σκεπτικό και η συνολική απόπειρα θα τολμούσα να πω ότι χαρακτηρίζεται από τον όρο “κοινωνική γλυπτική”. Είναι ο τρόπος που μια προσπάθεια γίνεται ύλη απτή ή ύλη με τη μορφή της εμπειρίας. Και τα δυο ισχύουν. Είναι ζητούμενο επίσης τι μπορεί να αφήσει αυτή η προσπάθεια για την πόλη ως παρακαταθήκη, σε επίπεδο δομών και υποδομών, πολιτιστικών και μη, που θα την προσδιορίζουν ως μια μοναδικότητα. Που θα πρέπει μόνον αν πας σε αυτήν τη μυθική πόλη να μπορείς το συναντήσεις. Αυτό είναι η Ελευσίνα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Χαρούλα Αλεξίου
«Δεν θέλω τίποτε άλλο από το να υπάρχω απλώς»
Ελένη Καραΐνδρου
«Σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο φρόντιζα να επιβάλλομαι με τη δουλειά μου»
Νίκος Σταμπολίδης
«Χωρίς την επιστημονική λεπτομέρεια δεν μπορείς να πας πουθενά»
Ευριπίδης Λασκαρίδης
«Η ρευστότητα του φύλου των χαρακτήρων μου συμβαίνει χωρίς να τη σκέφτομαι»
Γιάννης Νιάρρος
«Αναγνωρίζω τον ανταγωνισμό του ανδρικού φύλου, του άντρα κόκορα»
Σοφία Κόκκαλη
«Μου αρέσει η ισορροπία μεταξύ σινεμά και θεάτρου, δεν θα ήθελα να αλλάξει ποτέ»
Μιχαήλ Μαρμαρινός
«Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο ακριβώς, με συναρπάζει η θεατρικότητα των πραγμάτων»
Μαρίνα Σάττι
«Με αυτή την εποχή, που η πληροφορία ταξιδεύει τόσο γρήγορα, δεν πολυταυτίζομαι»
Λουκία Αλαβάνου
«Προτιμώ να κάνω λιγότερα έργα, θέλω να με αγγίζει βαθιά το κάθε θέμα»