Η παραμικρή κίνηση των χεριών την ώρα του δείπνου, ο τρόπος εισόδου και εξόδου από ένα δωμάτιο, η αρμονική τοποθέτηση των σωμάτων την ώρα μιας ευγενικής υπόκλισης, ο σμιλεμένος τόνος της φωνής, το υπολογισμένο μήκος της κάλτσας αλλά και το αδιαπραγμάτευτο ύψος της περούκας, είναι όλα, από την πιο σημαντική ως την πλέον αφανή λεπτομέρεια, αυστηρά προκαθορισμένα. Πώς πρέπει να εκφραστεί ο ερωτευμένος και πώς καλείται να αντιδράσει το αντικείμενο του πόθου του; Πώς οφείλουμε να νεύσουμε απέναντι σε μια φιλοφρόνηση και πώς, αντίστοιχα, σε μια προσβολή;
Κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να μολύνει την κοσμική ατμόσφαιρα της Αυλής με άπρεπα, άστοχα ή αυθόρμητα σχόλια. Όλες και όλοι οι δορυφόροι του βασιλιά οφείλουν να κατέχουν και να εξασκούν την τέχνη του ευχαριστείν («l’art de plaire») που λιπαίνει ακατάπαυστα τη μηχανή των κοινωνικών συνδιαλλαγών.
Σε αυτή την αχανή αίθουσα χορού με τους γιγάντιους καθρέφτες οι επιφανείς καλεσμένοι παρατηρούν εξονυχιστικά ο ένας τον άλλον, έτοιμοι να κατασπαράξουν τους άτσαλους, τους αδέξιους, τους ασεβείς. Κανένας δεν τολμά να δοκιμάσει τα δικά του «βήματα», κανένας δεν διανοείται να ξεφύγει από το αποπνικτικό πλαίσιο της σωστής «ετικέτας»: η παραβίασή της ισοδυναμεί με θάνατο.
Ο Μισάνθρωπος επανέρχεται συστηματικά και αμείλικτα για να μας θυμίσει ότι όσο κι αν ο κόσμος έχει αλλάξει, οι άνθρωποι ακόμη βασανίζονται από την υπερβολική έλλειψη ή την υπερβολική παρουσία της αλήθειας. Κανένας μας δεν είναι ο καθοριστικός, απόλυτος κάτοχός της, όσο κι αν αυτοπροβάλλεται ως τέτοιος. Η αλήθεια παραμένει ένα ανοιχτό, ρευστό πεδίο μάχης.
Κανένας, εκτός φυσικά από τον μολιερικό Μισάνθρωπο. Μονάχα εκείνος επιθυμεί να σπάσει θεαματικά τους καθρέφτες και να ποδοπατήσει τα κομμάτια τους, πετώντας στον αγύριστο την καλοχτενισμένη περούκα του. Γιατί, κοιτάζοντας γύρω του, ο Αλσέστ βλέπει μονάχα παραμορφωμένα είδωλα και υποκρισία. Ασφυκτιά με τα σαχλά αγκαλιάσματα, ανατριχιάζει με τα κούφια κοπλιμέντα, ιδρώνει με τις φιλάρεσκες θωπείες, ανακατεύεται από τις ζαχαρωμένες φωνές, θέλει μανιωδώς να τραβήξει τις μάσκες που έχουν κολλήσει σαν δεύτερο δέρμα πάνω στα πρόσωπα των γνωστών και των φίλων του.
Σε αυτόν τον αγώνα επιδίδεται και ματώνει, αλλά δεν υποχωρεί ακόμη και όταν οδηγείται στη γελοιοποίησή του. Μια δαμόκλειος σπάθη αιωρείται διαρκώς πάνω από το κεφάλι του απειλώντας να του στερήσει την περιουσία του, την εύνοια της Αυλής, τους οικείους του, ακόμη και τη γυναίκα που αγαπά. Εκείνος όμως συνεχίζει απτόητος: σε όλους επιτίθεται, όλους τους ξεμπροστιάζει, με μένος καυτηριάζει τα ελαττώματα και την κενοδοξία τους.
«Θέλω να με ξεχωρίζουν και να μ’ επιλέγουν γι’ αυτό που είμαι», επιμένει, αλλά τα λόγια του δεν βρίσκουν αντίκρισμα· την αποδοχή και την αναγνώριση που κατά βάθος λαχταρά δεν τις εισπράττει ούτε από την κοινωνία ούτε από την αγαπημένη του, τη Σελιμέν.
Αντιθέτως, εισπράττει την ειρωνεία και τον σαρκασμό, δικαιολογημένες αντιδράσεις στις δικές του μετωπικές επιθέσεις, στη δική του μέλαινα χολή με την οποία ανενδοίαστα ποτίζει τους πάντες γύρω του. Η εύκολη εξίσωση «αληθινός» Αλσέστ, από τη μία, και «κάλπικοι» αυλοκόλακες, από την άλλη, μοιάζει να μην ευσταθεί με μια προσεκτική ανάγνωση.
Ο Αλσέστ θεωρεί ότι το δικαίωμα του κρίνειν τού ανήκει απολύτως. Ότι μόνον εκείνος αντιλαμβάνεται και εκφράζει την αλήθεια, ξεσκεπάζοντας την υποκρισία. Ότι μόνον εκείνος πράττει με «αγνά» κίνητρα μέσα σε έναν «σάπιο» κόσμο.
Εκθέτοντας την αλαζονεία του με αυτόν τον τρόπο, ο Μολιέρος θέτει υπό αμφισβήτηση τον δονκιχωτικό ρόλο του «κριτή των ηθών», έναν ρόλο με τον οποίον είχε και ο ίδιος, ως κωμωδιογράφος, ταυτιστεί πολλάκις. Ανήσυχος στο πετσί του, ο συγγραφέας φαίνεται να επινοεί σε τούτο το έργο μια άλλη, πιο πολύπλοκη, επώδυνη και αμφιλεγόμενη εκδοχή της κωμωδίας: μια εκδοχή που βασίζεται στη συνεχή «διπλή θέαση» του κόσμου, στη διαλεκτική σχέση του «συνετού» και του «ανόητου», του «ειλικρινούς» και του «κάλπικου», του «σοβαρού» και του «γελοίου», ιδιότητες που παρουσιάζονται εδώ να αναπνέουν δίπλα-δίπλα, στην ίδια ψυχή, στο ίδιο σώμα ενός ήρωα κωμικού και τραγικού συνάμα που πορεύεται ανυποψίαστος μέσα στο σκοτάδι των ψευδαισθήσεών του, ανηλεώς φλεγόμενος από την ένταση του αιτήματός του μόνο και μόνο για να σκοντάφτει διαρκώς στην απόρριψη και την κατακραυγή.
Γιατί δεν είναι μόνον ο Αλσέστ που εκφράζει ανοιχτά την ωμή γνώμη του για τα πράγματα, το ίδιο πράττει και η Σελιμέν, πληρώνοντας βαρύ τίμημα για την «απρέπειά» της. Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε αν αξιώνουμε να εκφέρουμε ανεμπόδιστοι την άποψή μας και ταυτόχρονα να εξασφαλίζουμε μια ανυπόκριτη συλλογική συμπόρευση στο κοινωνικό πεδίο; Πώς πρέπει να λέμε την αλήθεια στους άλλους; Πότε και με ποιον τρόπο;
Ο Μισάνθρωπος επανέρχεται συστηματικά και αμείλικτα για να μας θυμίσει ότι όσο κι αν ο κόσμος έχει αλλάξει, οι άνθρωποι ακόμη βασανίζονται από την υπερβολική έλλειψη ή την υπερβολική παρουσία της αλήθειας. Κανένας μας δεν είναι ο καθοριστικός, απόλυτος κάτοχός της, όσο κι αν αυτοπροβάλλεται ως τέτοιος. Η αλήθεια παραμένει ένα ανοιχτό, ρευστό πεδίο μάχης.
Επιθυμώντας να αναδείξει τις αναλογίες εκείνου του κόσμου με τον δικό μας, ο Γιάννης Κακλέας αποφάσισε να προβεί στη λήψη δραστικών μέτρων. Πώς να μιλήσεις τη γλώσσα του Μολιέρου στη σύγχρονη εποχή, φαίνεται να αναρωτήθηκε. Έπιασε λοιπόν τον μπαλτά κι άρχισε να κόβει αλόγιστα στα μέτρα του. Δεν είναι απλώς ότι μετέτρεψε τον έμμετρο λόγο σε πεζό, θεωρώντας προφανώς ότι έτσι τον φέρνει πιο κοντά στον μέσο θεατή. Είναι ότι καταργώντας τη γλώσσα του Μολιέρου με τόσο βάναυσο τρόπο, κατήργησε ολόκληρο το σύμπαν των ηρώων του.
Γιατί το σύμπαν τους είναι η γλώσσα τους. Αυτή η γλώσσα που ενσαρκώνεται έμμετρα, μέσα από μια συστηματική ομοιοκαταληξία, αντικατοπτρίζει απαράμιλλα το αλύγιστο πλέγμα κανόνων που ορίζει τις ζωές τους. Όλα πρέπει να κάνουν ρίμα, εφόσον η ρίμα –η επιταγή του «ταιριάζειν» απαρεγκλίτως– στηρίζει πρόσχαρα το κοινωνικό οικοδόμημα και εμποδίζει την κατάρρευσή του.
Οι ήρωες είναι αιχμάλωτοι της γλώσσας με τον ίδιο τρόπο που είναι αιχμάλωτοι της «ετικέτας». Επιπλέον, κι αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο, η αντιπαραβολή του δομημένου, μετρημένου, αυστηρού στίχου με το ευτράπελο των νοημάτων και των καταστάσεων συνθέτει εν πολλοίς το υψηλό κωμικό πνεύμα του έργου.
Μια «πεζή» απόδοση, συνεπώς, θα μπορούσε να λειτουργήσει στον βαθμό που θα αναλάμβανε να διατηρήσει την αίσθηση αυτών των εύθραυστων ισορροπιών, στον βαθμό που θα επινοούσε μια νέα φόρμα, διαποτισμένη με το απαστράπτον πνεύμα ενός λόγου χαρίεντος και καλογυαλισμένου, ενός λόγου με εσώτερο ρυθμό και συνέπεια, ικανά να μεταδώσουν εκ νέου, σε σύγχρονη μορφή, τις περιφραγμένες –από πάσης φύσεως επιταγές και σχήματα– ζωές μας.
Αντ’ αυτού, εδώ έχουμε τη μαϊμού. «Έλα μαϊμού, πες αστειάκια στην παρέα!»: φρασεολογία του συρμού, ανιαρή πεζολογία και ποταμοί κοινοτοπιών επιστρατεύονται για να αντικαταστήσουν το πρωτότυπο, διαγράφοντας πανηγυρικά τη λάμψη του, τη χορευτική του διάθεση, τους λεπτεπίλεπτους στροβιλισμούς του, την άτεγκτη μουσικότητά του.
Να μιλάμε γι’ αυτούς «που δεν τους ξέρει η μάνα τους», για «ξεφτιλοπούτανα» και για «αραχνομούνες», να πάσχουμε από «ξερολίαση επί παντός επιστητού», να δηλώνουμε πως «ο έρωτας είναι και λίγο δευτεράντζα», να σετάρουμε την «γκουμούτσα» με την «πούτσα», να αναστενάζουμε ειρωνικά «αλίμονο, κούκλα μου» και «σώπα, καλέ» – η λίστα της λαϊκότροπης «ανετίλας» δεν σταματά λεπτό να αντλεί από τη δεξαμενή της πιο ξενέρωτης, εύπεπτης, εύθρυπτης καθομιλουμένης για να μας σερβιριστεί ως κοκτέιλ γελαστικής σκόνης που στεγνώνει αντί να υγραίνει το στόμα.
Στήνοντας, δήθεν, ενώπιόν μας ένα τρέντι πάρτι «εποχής Λουδοβίκου» –με τραγούδια των Ντέιβιντ Μπάουι, Κλάους Νόμι, Dead Kennedys και Jay-Z στη διαπασών–, η παράσταση καμώνεται τη μοντέρνα με εντυπωσιακή επιδερμικότητα. Γιατί, στην πραγματικότητα, αναπαράγει τα πλέον ξεπερασμένα(;), στερεότυπα, παρουσιάζοντας τις γυναίκες είτε ως κατίνες που «ξεμαλλιάζονται» σε παρωχημένη κωμωδία του πενήντα, είτε ως καταπιεσμένες λυσσάρες που ορμούν στους άντρες, είτε ως υστερικές κουτσομπόλες που σχολιάζουν τι φοράνε οι φιλενάδες τους και πόσο μικρο είναι το πέος του «αρχηγού της δηθενιάς» με το μεγάλο αμάξι.
Αγκαλίτσες, φιλάκια, χάι-χούι, χάχανα, χορευτικά με παλάμες, λίγα «λεσβιακά» χάδια, ένας ημίγυμνος νεαρός με κρινολίνο (λίγο queer πάντα χαρίζει) και μια ναζιάρα κομπέρ (Φωτεινή Αθερίδου) που εμφανίζεται κάθε τόσο να μας κάνει κήρυγμα ή να μας εξηγήσει ότι «ερωτευόμαστε αυτόν που με το βλέμμα είπε / εμένα που με βλέπετε ούτε να μου το δείτε».
Ο raisonneur Φιλέντ (Κυριάκος Σαλής) δεν έχει κανένα εκτόπισμα ως αντίπαλον δέος του Αλσέστ. Η Αρσινόη (Αθηνά Μουστάκα) γίνεται μια νευρόσπαστη καρικατούρα της «στερημένης» σεμνότυφης. Η Σελιμέν (Ευγενία Σαμαρά) δηλώνει «ροκ» και ασυμβίβαστη, αλλά δεν κρύβει τίποτε ανατρεπτικό στη χάρτινη ερμηνεία της.
Μονάχα ο Αλσέστ του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου υφίσταται ως ήρωας με σάρκα και οστά, που σε προκαλεί να τον παρακολουθήσεις. Ο Μισάνθρωπός του είναι ένας ευφυής είρων, ένας καλοπροαίρετος «γκρινιάρης» που τα λέει «χύμα», ένας συμπαθής ερωτοχτυπημένος που πασχίζει να βγάλει άκρη, αλλά μέχρι εκεί: η διττή όψη του χαρακτήρα και η τραγική απομόνωση που αυτή προκαλεί μένουν ανεξερεύνητες – σχεδόν αναγκαστικά, θα έλεγε κανείς, μέσα σε ένα τέτοιο, ευτελές πλαίσιο.
«Έχεις τα δίκια σου κι εσύ,/ υπάρχει υποκρισία,/ έχει όμως άραγε αυτό και τόση σημασία;» αναρωτιέται εκ νέου η τσαχπίνα κομπέρ στο τέλος της παράστασης. «Όχι!» απαντάει μόνη της. «Αν δεν κοιτάξουμε στο φως, αν δεν αγαπηθούμε,/ αν δεν κατανοήσουμε, αν δε συγχωρεθούμε,/ αν αφεθούμε έρμαια στα πάθη και στα μίση,/ όχι, συγγνώμη, θα το πω: την έχουμε γαμήσει!».
Αφελής διδακτισμός; Ισοπεδωτική απλοϊκότητα; Όλα αυτά μαζί και τίποτα συγχρόνως. Ο Μισάνθρωπος του Κακλέα κάνει πολύ ντόρο, πράγματι: αυτός, όμως, δεν είναι παρά ο θόρυβος που γεννάται από την εκκωφαντική πτώση του Μολιέρου στον βυθό των ανούσιων πραγμάτων.
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Ο μισάνθρωπος»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.