Γραμμένο το 1983 στο γνωστό παραληρηματικό ύφος του συγγραφέα, το μυθιστόρημα Ο αποτυχημένος αφηγείται την επινοημένη φιλία ανάμεσα στον θρυλικό Καναδό πιανίστα Γκλεν Γκουλντ και δύο Αυστριακούς πρώην συμμαθητές του στην τάξη του Βλαντιμίρ Χόροβιτς, που έζησαν τη ζωή τους ως αποτυχημένοι πιανίστες. Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα που λειτουργεί συγχρόνως ως βιτριολική πραγματεία πάνω στον φθόνο, τη φιλοδοξία, τη φήμη, την ιδιοφυΐα, την τελειοθηρία, την εμμονή και τη ματαίωση. Αφηγούμενος την απόγνωση με αδιάκοπο καυστικό χιούμορ αλλά και βαθιά αγάπη για τους σακατεμένους του ήρωες, ο συγγραφέας μοιάζει να οργανώνει όλη την ιστορία πάνω στην επαναληπτική, κυκλική δομή των «Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αποδίδοντας βασανιστικά όσο και απολαυστικά τον εγωκεντρισμό, τις έμμονες ιδέες, τους ψυχαναγκασμούς και την καθήλωση των προσώπων στα ανυπέρβλητα αδιέξοδά τους. Ταυτόχρονα, όμως, δεν ξεχνά να καυτηριάσει ανελέητα την ηθική παρακμή της μεταπολεμικής Αυστρίας, που, δεκαετίες μετά την πτώση του ναζισμού και ποτισμένη ακόμα με κυνισμό και σκληρότητα, εξακολουθεί να λειτουργεί με τον νόμο του απόλυτου νικητή και των απεγνωσμένων ηττημένων.
Η παράσταση φέρνει τη μουσική του Μπαχ σε διαρκή συνομιλία με τον εκφερόμενο λόγο και τη μουσικότητά του, συνθέτοντας έτσι ένα ιδιότυπο «προφορικό μιούζικαλ» που κινείται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ πρόζας και μουσικού θεάτρου.
«Ο Αποτυχημένος είναι ένα μυθιστόρημα του Τόμας Μπέρνχαρντ που ήθελα πολύ καιρό να το κάνω παράσταση», λέει ο σκηνοθέτης. «Από τότε που το διάβασα μου άρεσε πολύ και το θέμα, όλο αυτό με την αποτυχία και την εμμονή, την αποτυχία και τη δυστυχία, και πραγματολογικά, επειδή αναφέρεται στον Γκλεν Γκουλντ – μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον υλικό για παράσταση. Είναι ένας τύπος που μιλάει ακόμα και για τα πιο βαριά πράγματα με χιούμορ και πραγματικά το ανοίγει το θέμα πολύ, το κάνει πολύ παιχνιδιάρικο, χωρίς να χάνει καθόλου σε εμβάθυνση. Και όντως αυτό βγήκε κάπως αβίαστα στην παράσταση. Δούλεψα τη διασκευή με αρκετή χαρά και έμπνευση.
Αναγκαστικά είναι διασκευή, γιατί έπρεπε να περιορίσω το βιβλίο κατά το 1/5, αλλά και να του ξαναδώσω μια δομή, ουσιαστικά να το συρρικνώσω και να το δομήσω πάνω στα μουσικά κομμάτια. Μία από τις συλλήψεις της παράστασης είναι ότι ο Γκλεν Γκουλντ, που τον παίζει ο Νιάρρος, είναι διαρκώς επί σκηνής και είναι σαν να μελετάει, σαν να ασκείται στο σπίτι του πάνω στις “Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ” του Μπαχ, οπότε ουσιαστικά έφτιαξα ένα καινούργιο σενάριο που είναι βασισμένο πάνω στην εναλλαγή αυτών των κομματιών και στον τρόπο που αυτά συνομιλούν με τον εκφερόμενο λόγο.
Γενικά, δουλεύω με τον λόγο μουσικά για να παράγει περιεχόμενο και ευχαρίστηση στο αυτί, οπότε πράγματα που είχα δοκιμάσει και σε παλιότερες παραστάσεις, κυρίως στον Μολιέρο, στο Σχολείο των γυναικών, με την παράλληλη χρήση της μουσικής, ήταν πολύ πιο εκτεταμένα και βασισμένα στη συνδιαλλαγή. Απλώς εξαρχής μου φαινόταν πολύ πιο θεατρικό όλο αυτό, με την έννοια ότι τα πρόσωπα, εκτός του αφηγητή, που παίζω εγώ και είναι ένα πιο ουδέτερο πρόσωπο, ουσιαστικά είναι ο “πασαδόρος” εκεί μέσα, είναι πολύ θεατρικά, με την έννοια ότι πατάνε σε ρεαλιστικά πρόσωπα. Από την άλλη, έχουν το ελάχιστο της καρικατούρας που βάζει ο Μπέρνχαρντ, που είναι και απολαυστικό και πολύ προκλητικό για τον ηθοποιό που θα το ερμηνεύσει.
Η μετάφραση είναι του Βασίλη Τομανά, την οποία επεξεργάστηκα αρκετά για να φτιάξω μια νέα δομή – ούτως ή άλλως είναι πολύ γοητευτική η συνθήκη του μυθιστορήματος και όλο αυτό γίνεται σε ένα ξενοδοχείο. Συγκέντρωσα όλες τις δράσεις εκεί, ακόμα και μερικές σκηνές που ήταν εκτός κατάφερα να τις τοποθετήσω εκεί. Βασίστηκα πολύ φυσικά στη γλώσσα του Τομανά που έχει βρει έναν τρόπο να αποδίδει τον Μπέρνχαρντ πολύ ωραία, γιατί είναι δύσκολο το κείμενό του. Συμβουλεύτηκα και αγγλικές μεταφράσεις κι έφτιαξα ένα κείμενο που έχει τον δικό του ρυθμό.
Η μουσική του έργου είναι οι “Παραλλαγές του Γκόλντμπεργκ”: από τις 30, συν την άρια, έχω επιλέξει τις μισές, που τις παίζει ο Γκουλντ. Επίσης, θα χρησιμοποιήσουμε και τη συνήθεια που είχε ο Γκουλντ να σιγοτραγουδάει ενώ έπαιζε. Σε κάποια σημεία υπάρχουν πράγματα που τα σιγομουρμουράμε μεταξύ μας, ακόμα και ως χορωδιακά μέρη. Είναι όπως όταν σου έχει κολλήσει ένα κομμάτι στο μυαλό. Έτσι θα παράγεται και κίνηση, κάτι σαν αυτοσχέδιος χορός – όλα αυτά βασίζονται σε κοινωνικούς χορούς της Αναγέννησης.
Από την έρευνα για την παράσταση –κι έχω να μάθω πολλά ακόμα με τις πρόβες– ανακάλυψα ότι, πέρα από το κομμάτι των παραξενιών του, ο Γκουλντ έπαιξε μόνο δύο-τρία χρόνια δημόσια και μετά αποφάσισε αυτό το πράγμα να το εξελίξει μέσα στο σπίτι του, φτιάχνοντας ένα στούντιο ηχογράφησης και παίζοντας πάρα πολύ με την τεχνολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις ηχογραφήσεις του είναι κόψε-ράψε από πολλές λήψεις, και λόγω ιδεολογίας, επειδή θεωρούσε ότι πρέσβευε κάτι που είναι καθαρό, κάτι που είναι ζήτημα σύνθεσης. Επιβεβαίωσα ότι είναι ένας άνθρωπος με τρομακτικές γνώσεις πάνω στη μουσική, στις οποίες είχε εμβαθύνει. Επίσης, δεν ήξερα ότι είχε ασχοληθεί πολύ και με την τηλεόραση και με το ραδιόφωνο για να εκλαϊκεύσει με κάποιον τρόπο αυτό που έκανε. Έμαθα ότι, πέρα από αυτούς που τον λατρεύουν, υπάρχουν κι αυτοί που είναι πολέμιοί του, γιατί δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα κομμάτια από τις εκτελέσεις του, ειδικά του Μπαχ.
Ούτε ήξερα ότι έφτιαξε τον μύθο του κυρίως μέσω της απουσίας, ότι ο ίδιος άλλαξε μέσα στα χρόνια, δηλαδή τον τρόπο που ερμήνευε το συγκεκριμένο έργο του, τις “Παραλλαγές του Γκόλντμπεργκ”, που είναι από τα πιο χαρακτηριστικά του, και ότι αναίρεσε την εμμονή στο πολύ γρήγορο τέμπο και ξαναβρήκε άλλους τρόπους. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μπέρνχαρντ δεν συνάντησε ποτέ τον Γκουλντ, όλο αυτό που έχει φτιάξει είναι μια φαντασιακή συνθήκη. Έχει πλάκα το γεγονός ότι τον έχει ξανασυνθέσει και, φυσικά, δεν πέθανε από συγκοπή, παίζοντας πιάνο. Ούτως ή άλλως, αυτός που θα δούμε δεν είναι ο πραγματικός Γκουλντ, είναι ο Γκουλντ του Μπέρνχαρντ και μετά ο Γκουλντ ο δικός μας. Μυθικά πράγματα σαν κι αυτά είναι ωραίο να πέφτουν στα χέρια σου για να συνεχίζει η μεταμόρφωσή τους».
Χώρος δράσης της παράστασης, όπως και στο αφηγηματικό παρόν του μυθιστορήματος, είναι το φουαγέ ενός παρατημένου κεντροευρωπαϊκού ξενοδοχείου, όπου, μετά τον θάνατο του Γκουλντ και την αυτοκτονία του κοινού τους φίλου, ο ανώνυμος αφηγητής ξετυλίγει τις επαναλαμβανόμενες σκέψεις του, ενώ οι νεκροί είναι συνεχώς παρόντες γύρω του σαν φαντάσματα, αναπαράγοντας συζητήσεις, αφορισμούς και συμβάντα του κοινού τους παρελθόντος. Παράλληλα, η παράσταση φέρνει τη μουσική του Μπαχ σε διαρκή συνομιλία με τον εκφερόμενο λόγο και τη μουσικότητά του, συνθέτοντας έτσι ένα ιδιότυπο «προφορικό μιούζικαλ» που κινείται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ πρόζας και μουσικού θεάτρου.
«Το έργο μιλάει για την πάλη με τη φιλοδοξία αλλά και για τον λόγο που κάνεις τέχνη, για όλον αυτόν τον ανταγωνισμό που ειδικά σε αυτά τα είδη, την όπερα και την κλασική μουσική, φτάνει σε επίπεδα πρωταθλητισμού. Συγχρόνως μιλάει και για τη ζωή πέρα από την τέχνη, που το δύσκολο είναι να ξυπνήσεις το πρωί και να επινοήσεις εκ νέου τον εαυτό σου. Και ο αφηγητής και ο Γκουλντ ζηλεύουν τον Βερτχάιμερ που λέει ότι κάθε πρωί ξυπνάει και αισθάνεται καινούργιος, που έχει βρει έναν τρόπο να πετάει τα προηγούμενα και να βρίσκει έναν λόγο για να υπάρχει. Νομίζω ότι όλοι έχουμε περάσει μια δεκαετία που στριμωχτήκαμε, που αν είχαμε έναν λόγο να πάθουμε κατάθλιψη, τώρα έχουμε δέκα. Θα έλεγα πως, ενώ ό,τι έχω κάνει τα τελευταία χρόνια με ενδιαφέρει πάρα πολύ, αυτό το έργο με ενδιαφέρει λίγο παραπάνω».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.