Ένα ρέκβιεμ για τον καπιταλισμό; Μια επείγουσα αφύπνιση, μέσα από τις αναμνήσεις των τελευταίων (όχι και τόσο) ρόδινων ημερών μας; Μια μεταμοντέρνα θεατρική άσκηση ύφους; Μια παράσταση περιβαλλοντικής ευαισθησίας;
Ο «Παράδεισος», η νέα δουλειά της Κατερίνας Γιαννοπούλου που μόλις ξεκίνησε να παρουσιάζεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση είναι όλα τα παραπάνω. Η νεαρή δημιουργός κάνει στροφή 180 μοιρών μετά τη διασκευή του έργου «Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, που παρουσίασε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών, προς κάτι που μοιάζει να μας αφορά όλους.
Μεσούσης της πανδημίας και δυο μήνες μόλις μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές που κατέκαψαν την Ελλάδα, το επίκαιρο του «Παραδείσου» είναι δεδομένο, αλλά όχι το ζητούμενο. Το υλικό που άντλησε η σκηνοθέτιδα, μαζί με τον συνεργάτη της, τον δραματουργό Γρηγόρη Λιακόπουλο, από την «Τριλογία για το Κλίμα» του Αυστριακού Thomas Köck, ήταν μεγάλο σε έκταση – θα μπορούσε να μετατραπεί σε εξάωρη παράσταση, όπως μου λέει η ίδια στη σύντομη κουβέντα μας, λίγο πριν παρακολουθήσω τη γενική δοκιμή. Από αυτό κράτησαν κάποιες ιστορίες, τις οποίες διασκεύασαν, ώστε μερικές από αυτές να κουμπώνουν στην ελληνική πραγματικότητα.
Η αρχή γίνεται με τον ηθοποιό Γιώργο Κισσανδράκη, ντυμένο με στολή που παραπέμπει σε Stormtrooper, να περιγράφει τη μοίρα του ήλιου μας, του άστρου που βρίσκεται στο επίκεντρο του δικού μας ηλιακού συστήματος, θέτοντας τον τόνο. Η πορεία του προδιαγεγραμμένη, όπως και όλων των αστεριών και των πλανητών που επηρεάζονται, οι νόμοι της φυσικής αμείλικτοι. Όλα θα εξαφανιστούν. Σε κάποιο σημείο αναφέρει πως σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, «η Τάφρος των Μαριανών δεν θα έχει σταγόνα νερό, τα κουφάρια των αεροπλάνων θα χάσκουν εκεί όπου κάποτε ήταν οι ωκεανοί».
Στη Μικρή Σκηνή της Στέγης έχει στηθεί ένα μικρό θερμοκήπιο, γεμάτο με φυτά, μια «κιβωτός» που έχει επιβιώσει στο αύριο, γεμάτη με αναμνήσεις από το χθες. «Welcome to paradise». Οι ιστορίες που η Κατερίνα θέλει να ακουστούν μέσα από την παράσταση δεν είναι προσωποποιημένες, έχουν διαφορετικό ύφος, αναφέρονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, γι’ αυτό εξάλλου και η ίδια ακολουθεί την τεχνική της πολλαπλής αφήγησης, με τον εξαιρετικό της θίασο σε διαρκείς εναλλαγές, ανάμεσα σε τρία στατικά μικρόφωνα.
Στην παράδοση του γερμανικού θεάτρου, που η Κατερίνα γνωρίζει καλά, μια κάμερα τους ακολουθεί, εστιάζοντας σε σημεία της σκηνικής δράσης, ρίχνοντας φως σε λεπτομέρειες και λειτουργώντας ενίοτε παραμορφωτικά αλλά συνεχώς εικονοκλαστικά, προβάλλοντας live υλικό στα δύο video walls.
«Ουσιαστικά κάναμε μαζί με τον Γρηγόρη μία σύνθεση και μια διασκευή, προσπαθώντας να διατηρήσουμε τον ορμητικό χαρακτήρα του κειμένου, το οποίο περιγράφει έναν χείμαρρο που υπάρχει πολύ και στον λόγο. Αυτό που κάνει ο Köck είναι να περιγράφει αναμνήσεις από ένα παρελθόν που μπορεί να μην έχει συμβεί και ποτέ. Μια αφήγηση μετά την καταστροφή για το πριν από την καταστροφή. Μια πλημμύρα παρασέρνει όλα όσα ζούμε τώρα, όλο τον δυτικό πολιτισμό, κι εμείς φτιάχνουμε μια μικρή σανίδα σωτηρίας, ένα τελευταίο κομμάτι παραδείσου, μια κιβωτό με ιστορίες.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα, θα μπορούσαν οι ιστορίες να ανήκουν στον καθένα, και έρχονται από πολλές διαφορετικές εποχές του παρελθόντος, ξεκινώντας από την εποχή της αποικιοκρατίας μέχρι το σήμερα, με τους σύγχρονους κλιματικούς πρόσφυγες. Περνά όλη η ιστορία του καπιταλισμού, από την εκμετάλλευση του καουτσούκ και της φύσης μέχρι τη στιγμή που, τώρα πλέον, καταστρέφεται το περιβάλλον από την υπερεκμετάλλευση. Το κείμενο σχολιάζει ποιες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που αυτή η αλλαγή και η καταστροφή επιφέρουν».
Η αρχή γίνεται με τον ηθοποιό Γιώργο Κισσανδράκη, ντυμένο με στολή που παραπέμπει σε Stormtrooper, να περιγράφει τη μοίρα του ήλιου μας, του άστρου που βρίσκεται στο επίκεντρο του δικού μας ηλιακού συστήματος, θέτοντας τον τόνο. Η πορεία του προδιαγεγραμμένη, όπως και όλων των αστεριών και των πλανητών που επηρεάζονται, οι νόμοι της φυσικής αμείλικτοι. Όλα θα εξαφανιστούν.
Σε κάποιο σημείο αναφέρει πως σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, «η Τάφρος των Μαριανών (σ.σ. το βαθύτερο σημείο της γης) δεν θα έχει σταγόνα νερό, τα κουφάρια των αεροπλάνων θα χάσκουν εκεί όπου κάποτε ήταν οι ωκεανοί». Αμέσως μου έρχεται στο μυαλό μια εικόνα σαν από αεροφωτογραφία, με έναν χαοτικό γκρεμό των 11 χιλιομέτρων γεμάτο στο χείλος του με υπολείμματα πολιτισμού.
Αυτό είναι ο «Παράδεισος», μια πεσιμιστική παράσταση γεμάτη με εικόνες σκληρές, που προκύπτουν από έναν λόγο κατακλυσμιαίο, που σε πιάνει από τον λαιμό από το πρώτο λεπτό και δεν σε αφήνει ούτε αφότου έχουν ανάψει τα φώτα.
Το κείμενο και οι ιστορίες του Köck βέβαια δεν εστιάζουν μόνο στην κλιματική αλλαγή και στο επερχόμενο τέλος, αλλά μέσα από τις αναμνήσεις, αναζητούν τις αιτίες. Το σχόλιο του συγγραφέα για τις ευθύνες του νεοφιλελευθερισμού, της «σύγχρονης αποικιοκρατίας», για την ξενοφοβία, την άνοδο της ακροδεξιάς, είναι έντονο. Η υπενθύμιση για την ενοχή της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της «παλιάς γης», αγκυλώνει. Η ουτοπία της πυρηνικής οικογένειας, η ψεύτικη ευημερία των ‘90s, οι φορολογικοί παράδεισοι των αναπτυσσόμενων χωρών, η τρομοκρατία, η στάση των μίντια (στην πιο ενδιαφέρουσα, κατ’ εμέ, ιστορία), η σύγχρονη δουλεία στη βιομηχανία της μόδας, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο του Köck.
Η Κατερίνα, βέβαια, έχει διατηρήσει το ύφος: «Είναι ωραίο πως δεν είναι απλά ένα κείμενο για την κλιματική αλλαγή ως ένα φαινόμενο που γενικά υπάρχει, αλλά ως αποτέλεσμα της δικής μας συμπεριφοράς, του καπιταλισμού, των επιλογών που έχουμε κάνει, με όλη τη βαριά βιομηχανία, τα καλαμάκια, την ευρεία χρήση πλαστικού, που δεν ξέραμε πόσο καταστρέφουν το περιβάλλον. Βάζει μια πολιτική διάσταση στο πρόβλημα, ενώ και η λύση είναι καθαρά πολιτική. Ουσιαστικά στρέφει το δάχτυλο προς τα εσάς που το βλέπετε και προς τα εμάς που το ανεβάζουμε, προς αυτούς που πρέπει να πάρουν την απόφαση για να σταματήσει η καταστροφή. Δεν είναι καθόλου διδακτικό το κείμενο, είναι περισσότερο καταγγελτικό. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από εμάς».
Γεννημένη το 1987 –όπως κι εγώ–, η Κατερίνα ανήκει στη γενιά των millennials που μεγάλωσε, έχοντας κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της πως η κλιματική κρίση υπάρχει μεν, αλλά δεν μας αφορά άμεσα.
Της περιγράφω τη δική μου σκέψη πως, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, οι περισσότεροι σκεφτόμασταν ότι με τα θέματα γύρω από το κλίμα ασχολούνται αποκλειστικά μια χούφτα «περίεργων», ενώ ξαφνικά τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει γίνει καυτή πατάτα για όλους – είμαι σίγουρος πως στο μέλλον η Τέχνη θα καταπιαστεί πολύ περισσότερο με αυτά τα ζητήματα, και η αρχή έχει γίνει ήδη. Ο «Παράδεισος» είναι η δεύτερη σχετική ελληνική παράσταση, εξάλλου, που βλέπουμε μέσα σε μερικούς μήνες, μετά το «Δάσος» που παρουσίασε η Σοφία Μαραθάκη, επίσης στο Φεστιβάλ Αθηνών, βασισμένο στο μυθιστόρημα «Οι άνθρωποι του δάσους» της Άνι Πρου.
Η Κατερίνα επιβεβαιώνει: «Νομίζω πως για τους ανθρώπους που είναι γεννημένοι πριν από το ’90 ή και πριν από το 2000, δεν ήταν τόσο τεράστιο αυτό το θέμα. Όταν εμείς ήμασταν 10-15 χρονών, ήταν κάτι μακρινό, κάτι που μπορεί να έβλεπες σε μια φουτουριστική ταινία, μια μακρινή δυστοπία, και έλεγες “εγώ δεν θα προλάβω να το ζήσω όλο αυτό”. Είχαμε την αίσθηση όμως ότι κάποτε θα τελειώσουν όλα, αν συνεχίσουμε έτσι.
Νομίζω ότι κάπως μας έπιασε απ’ τα μαλλιά τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την πανδημία το θέμα είναι τόσο εδώ, που πλέον δεν μπορεί κάποιος να μιλά για μια επερχόμενη, μελλοντική καταστροφή αλλά για μια καταστροφή που χτυπά την πόρτα, έρχεται και φεύγει. Έξαρση πανδημίας, πλημμύρες, φωτιές, σεισμοί, μαζεύονται πράγματα που κάνουν το θέμα παρόν και λιγότερο μέλλον».
Για την Κατερίνα, η πιο επιδραστική εικόνα της δυστοπίας του μέλλοντος, που, όπως μου αναφέρει, την επηρέασε στον σχεδιασμό αυτής της παράστασης, ως αναφορά και πηγή έμπνευσης, ήταν το «Blade Runner». «Δεν ήταν, αλλά έγινε μία από τις αγαπημένες μου ταινίες. Το ενδιαφέρον και στην πρώτη και στη δεύτερη ταινία είναι πως παρουσιάζουν το μέλλον ως μια βρόμικη δυστοπία, με υπολείμματα πολιτισμού από διάφορες χώρες, ένα πολυπολιτισμικό, μαύρο και κόκκινο χάος, καθόλου λευκό και καθαρό, όπως ας πούμε στην “Οδύσσεια του Διαστήματος” του Κιούμπρικ. Παύουν στις φουτουριστικές ταινίες να είναι όλα γυαλιστερά, καμπυλωτά, όπως στα ‘70s.
Στο “Blade Runner” το αφήγημα αλλάζει και όλοι είναι σε μια διαδικασία καθημερινής επιβίωσης, δεν υπάρχει ζωή. Συν το όλο θέμα των αναμνήσεων, που είναι πολύ συγγενές με το κείμενο του Köck. Στο “Blade Runner” αυτό που σε κάνει άνθρωπο είναι οι αναμνήσεις, που το βρίσκω φοβερά ακριβές. Οι αναμνήσεις σε κάνουν αυτό που είσαι, ακόμα κι αν σου τις έχουν εμφυτεύσει. Μπήκαμε σε μια τέτοια διαδικασία, ποιες αναμνήσεις είναι δικές μας, ποιες είναι συλλογικές, τι είναι η συλλογική αφήγηση και τι μένει μετά από ένα τέλος. Μένει μια ανάμνηση. Τίνος πράγματος;».
Εντωμεταξύ, ο κόσμος που έχει πλάσει η Κατερίνα επί σκηνής είναι, συν τοις άλλοις, μια ειρωνική, loud ωδή στο πλαστικό: από την εντυπωσιακή πρόμο φωτογράφιση με το σέξι φιλί κάτω από το νάιλον μέχρι τα χρωματιστά βινίλ πανωφόρια που φοράνε οι ηθοποιοί, και από τα πλαστικά φυτά που έχουν απλωθεί μέσα στο θερμοκήπιο ως τις ξαπλώστρες εκατέρωθέν του και τον πράσινο «χλοοτάπητα» που καλύπτει το stage. Ακόμα και το καλλιτεχνικό nickname του Felizol (Γιάννης Βεσλεμές), που έχει συνθέσει την εξαιρετική μουσική, είναι αναφορά στο πλαστικό! Life in plastic is fantastic? Όχι ακριβώς.
Άλλωστε, τελικά τι θα μείνει; «Έλα ντε. Λογικά θα μείνουν τα σκουπίδια. Είχαμε κάνει μια έρευνα πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες και είχαμε μιλήσει με τον αρχαιολόγο Ευθύμη Θέου. Αν ένας αρχαιολόγος του μέλλοντος προσπαθούσε, όπως κάνουμε σήμερα, να εξετάσει το παρελθόν από αυτά που έχουν μείνει και έψαχνε για αρχαία σκουπίδια, όπως εμείς βρίσκουμε κεραμικά που έχουν διατηρηθεί, φαντάσου πόσο θα διατηρηθούν τα πλαστικά. Χτίζουμε μνημεία για να μείνουν, αγάλματα, κτίρια, στέλνουμε κάψουλες με επιλογές του ανθρώπινου πολιτισμού στο διάστημα, μουσικές, κινηματογραφικές – ποιος ακούει πραγματικά στην καθημερινότητά μας κλασική μουσική;
Άρα τι είναι ο ανθρώπινος πολιτισμός; Αυτό που θα δείχναμε σε κάποιον ή κάτι εντελώς trash, ένας σκουπιδότοπος; Μάλλον δεν θα μείνει ούτε ο Μότσαρτ, ούτε ο Βέρντι, ούτε ο Πικάσο, ούτε ο Ντα Βίντσι. Το μόνο που θα μείνει είναι το πλαστικό. Και κάποιος στο μέλλον θα συμπεράνει πως αυτός ο πολιτισμός λάτρευε το πλαστικό!»
Παράδεισος
Κείμενο: Thomas Köck
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Γιαννοπούλου
Μετάφραση & Δραματουργία: Γρήγορης Λιακόπουλος
Μουσική: Γιάννης Βεσλεμές
Σκηνικά & Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Σχεδιασμός Φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Live Camera: Γιώργος Κυβερνήτης
Βίντεο: Κωστής Χαραμουντάνης
Επιστημονικοί Σύμβουλοι: Δρ. Χρήστος Βαρβαντάκης, Ευθύμης Θέου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Έφη Χριστοδουλοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου & Φωτισμών: Μαριέττα Παυλάκη
Κατασκευή Σκηνικού: Θωμάς Μαριάς
Οργάνωση & Εκτέλεση Παραγωγής: Σεραφείμ Ράδης, Βάσια Ατταριάν
Ταυτόχρονος Υπερτιτλισμός: Γιάννης Παπαδάκης
Ερμηνεύουν: Γιώργος Κισσανδράκης, Γωγώ Παπαϊωάννου, Δήμητρα Παρασκελίδου, Μιχάλης Πητίδης, Βασίλης Σαφός, Μαρία Φιλίνη
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Μικρή Σκηνή
Τετ.-Κυρ. 21:00
Έως 07-11-2021