Μια ομάδα ηθοποιών/καλλιτεχνών προετοιμάζει μια παράσταση με θέμα την έλλειψη χρόνου. Μέσα σε ένα μεγάλο lounge, στη διάρκεια ενός διαλείμματος, οι συντελεστές συναντιούνται για ένα μικρό διάστημα ελεύθερου χρόνου, μια «παύση» φτιαγμένη από υλικά ονειροπόλησης, άγχους, ανειλημμένων υποχρεώσεων και καθηκόντων, δημιουργώντας στιγμές κενού, ελευθερίας ή απόδρασης. Η έλλειψη χρόνου, ένα ζήτημα που υπάρχει μέσα στον τρόπο που ζούμε όλοι, έγινε η αφορμή της παράστασης «Run» που παρουσιάζεται από τις 17 έως τις 20 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Εθνικό Θέατρο, στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος».
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Βαλαής είχε την ιδέα της παράστασης μαζί με τη σκηνογράφο Ελένη Στρούλια και τη δραματουργό Γεωργία Κανελλοπούλου, αναγνωρίζοντας μια πραγματικότητα: πίσω από τα deadlines που πρέπει να προλάβεις, τα mail στα οποία πρέπει να απαντήσεις, τα εκατοντάδες πράγματα που πρέπει να φροντίσεις κάθε μέρα, υπάρχει μια διάχυτη στρεβλή αντίληψη για τη διαχείριση του χρόνου μας. Όλοι μας ζούμε μια βιαστική ζωή. Πολλοί από εμάς δεν έχουμε άλλη επιλογή. Προσπαθούμε να χωρέσουμε τα πάντα μέσα σε μία ημέρα. Υπάρχει πάντα μια βιασύνη από το ένα παρόν στο επόμενο. Το παράδοξο είναι ότι ενώ το παρόν δεν διαρκεί, αρχίζει να εμπεριέχει όλο και περισσότερες υποχρεώσεις, όλο και λιγότερη περισυλλογή.
Όλοι μας ζούμε μια βιαστική ζωή. Πολλοί από εμάς δεν έχουμε άλλη επιλογή. Προσπαθούμε να χωρέσουμε τα πάντα μέσα σε μία ημέρα. Υπάρχει πάντα μια βιασύνη από το ένα παρόν στο επόμενο. Το παράδοξο είναι ότι ενώ το παρόν δεν διαρκεί, αρχίζει να εμπεριέχει όλο και περισσότερες υποχρεώσεις, όλο και λιγότερη περισυλλογή.
Αυτό ισχύει και στην αληθινή ζωή, στην προετοιμασία μιας παράστασης, όπως σχεδόν σε όλες τις παραστάσεις που βλέπουμε. Η συγκεκριμένη βάζει ένα ερώτημα πραγματικό: Υπάρχει χρόνος σήμερα για να προετοιμαστεί μια παράσταση;
«Όχι. Τίποτα δεν αρκεί για να κάνεις μια καλή παράσταση, ίσως και γι' αυτό δεν την κάνεις ποτέ» λέει ο Γιώργος Βαλαής. «Ο χρόνος μαζί με το ανθρώπινο δυναμικό είναι τα πιο δύσκολα πράγματα που έχεις να διαχειριστείς, τουλάχιστον για μένα. Θέλω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που παίρνουν τα ζητήματα της παράστασης προσωπικά, είναι δύσκολο ακόμη και για μένα να παίρνω τα πράγματα προσωπικά, το ξέρω.
Αν συνυπολογίσεις και το πώς είναι διαμορφωμένο το θεατρικό τοπίο, όπου όλοι κάνουν δυο και τρεις δουλειές για να ζήσουν, τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα και δυστυχώς μερικές φορές έχουν επιπόλαια αποτελέσματα. Πραγματικά ο χρόνος δεν φτάνει για να βυθιστείς σε κάποια πράγματα. Κανένας ηθοποιός δεν μπορεί να βυθιστεί αυτοστιγμεί μέσα στο περιεχόμενό του, χρειάζεται χρόνος».
Όλα καταστρέφονται από τον χρόνο;
«Οι καλύτερες διατυπώσεις είναι οι αφηρημένες, οπότε, όπως το έθεσε ο Ηράκλειτος, ο χρόνος είναι ένα ποτάμι, δεν θα βουτήξεις ποτέ στα ίδια νερά, είναι ένα άνυσμα, έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, κανείς δεν ξέρει ποιος τον έθεσε σε λειτουργία, ο Θεός; Το Big Bang; Είναι η διάσταση μέσα στην οποία γεννιόμαστε και πεθαίνουμε. Ακόμη και στον μοντέρνο κόσμο μας, δεν υπάρχει τίποτα που να μην καταστρέφεται από τον χρόνο.
Αν κοιτάξει κανείς στον ουρανό θα δει τις λάμψεις αστεριών που έχουν πεθάνει, αν κοιτάξει γύρω του θα δει τον ρυθμό με τον οποίο τα πράγματα συμβαίνουν και μετά εξαφανίζονται, τη μεταφυσική της καθημερινής εμπειρίας. Ο χρόνος καταστρέφει τις προθέσεις μας, την ομορφιά και τέλος την ύπαρξή μας. Ταυτόχρονα όμως εμπεριέχει στιγμές χαράς, δημιουργίας και μιας νέας δυνατότητας των πραγμάτων. Η λεγόμενη τεχνολογική επιτάχυνση, που στην πραγματικότητα είναι μια βιασύνη, κάνει τα πράγματα να παλιώνουν πιο γρήγορα, η τεχνολογική βιασύνη δεν έχει φέρει μια καλύτερη εσωτερική αλλαγή στον άνθρωπο», λέει ο Γιώργος Βαλαής.
Ο χρόνος για τον σύγχρονο άνθρωπο αρχίζει να γεμίζει με υποχρεώσεις, με επιδόσεις, έχουμε χάσει τα κενά στον χρόνο μας, κενά μέσα στα οποία επαναδιαπραγματευόμασταν την ύπαρξή μας. Ο χρόνος μας τρέχει χωρίς κάποια κατεύθυνση. Η ζωή μας έχει γίνει πιο βιαστική, λιγότερο διορατική και πιο άσκοπη. Ταυτόχρονα εμείς οι ίδιοι γεμίζουμε τον κενό μας χρόνο συνεχώς με ένα περιεχόμενο, ακόμη και όταν μετακινείσαι με το μετρό παρατηρείς ανθρώπους να βλέπουν σειρές στο κινητό τους, ή μικρά video στα social media, πράγμα που το θεωρώ λίγο θλιβερό. Είναι σαν να μην παίρνει κανείς λίγο χρόνο για να παρατηρήσει τη ζωή που συμβαίνει γύρω του. Τι σημαίνει όμως ένα σκηνικό δοκίμιο για τον χρόνο;
«Το δοκίμιο είναι ένα λογοτεχνικό είδος το οποίο αναφέρεται σε ένα θέμα που μέχρι στιγμής δεν έχει λυθεί. Η παράσταση είναι μια σκηνική σύνθεση πραγμάτων που δεν την κάνουν ακριβώς ένα τυπικό θεατρικό έργο. Ξεκινά με το διάλειμμα κάποιων ηθοποιών που ετοιμάζουν την παράσταση "RUN". Ο ρεαλιστικός χρόνος του διαλείμματός τους “σπάει” από τις αφηγήσεις τους, από παιχνίδια που παίζουν για να γεμίσουν τον χρόνο τους, από την πρόβα των υλικών της παράστασης που ετοιμάζουν και από μια προβολή βίντεο και κειμένων που γίνεται ταυτόχρονα με τις δράσεις τους» λέει ο σκηνοθέτης.
Αναζητώντας τη χαμένη πλήξη
Τι είναι αυτό που μας λείπει; Ξέρουμε τι να κάνουμε τον ελεύθερο χρόνο που αναζητάμε, και τι νοσταλγούμε τελικά;
«Το μόνο πράγμα που νοσταλγώ είναι τα μεσημέρια στο σπίτι που μεγάλωνα όπου η ζέστη και η πλήξη που ένιωθα με οδήγησαν σιγά σιγά, σχεδόν ερήμην μου, να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Η παιδική πλήξη είναι το υπαρξιακό κατώφλι για να βρεις τον εαυτό σου, να συναντηθείς με κάτι βαθύτερο που δεν εμπεριέχει πια την πλήξη αλλά τα βαθύτερα συστατικά του εαυτού σου. Είναι η πιο φυσική κατάσταση, είναι η πιο υγιής εμπειρία. Μόνο όταν αισθάνεσαι ότι ο υπόλοιπος κόσμος, η κοινωνία, είναι μακριά σου, είναι σχεδόν εναντίον σου, μπορείς να καταλάβεις τον εαυτό σου και τι πραγματικά θέλεις, και ν’ αποφασίσεις ότι δεν χρειάζεται να ακούς κανέναν άλλο.
Αυτός δεν είναι ένας χρόνος που χάνεται, είναι ένας χρόνος που μέσα του η ύπαρξη πάλλεται. Κάποιοι δεν αντέχουν, θέλουν να γεμίσουν αυτό το κενό με δραστηριότητες, με ένα περιεχόμενο έξω από τον εαυτό τους» λέει ο σκηνοθέτης, σημειώνοντας ότι αυτό που χάνουμε, αυτό που όλο και λιγοστεύει, είναι η διαχείριση των κενών στιγμών του χρόνου. Η διαχείριση αυτών των κενών στιγμών επαναδιατυπώνει το νόημα της ύπαρξής μας. Το όνειρό μας ότι είμαστε ένα ξεχωριστό άτομο που ζει σε έναν κατακερματισμένο από νόημα κόσμο. Μας λείπει όλο και περισσότερο να στοχαζόμαστε πάνω σε αυτό που μας συμβαίνει.
Η παράσταση αντλεί έμπνευση από τη σημερινή εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και από τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του Τ. Σ. Έλιοτ, τον «Εκκλησιαστή», και τα δοκίμια του φιλοσόφου Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν «Η κοινωνία της κόπωσης» και «The Scent of Time». Τα βιβλία αυτά θέτουν κάποια ερωτήματα και έχουν μια διαφορετική κοσμοαντίληψη για τον χρόνο.
Ο Έλιοτ στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» έχει μια θρησκευτική αντιμετώπιση του χρόνου, ο χρόνος γι' αυτόν είναι μια σχέση και μια αίσθηση που, όσο και αν την τεμαχίζουμε σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, αυτή παραμένει ένα αδιάκοπο παρόν, μια πνευματική παρουσία που συνομιλούμε μαζί της πάντα.
Στην «Κοινωνία της κόπωσης» ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν μιλά για τη μετατροπή του ανθρώπου σε ένα επιδοσιακό υποκείμενο, σε έναν επιχειρηματία του εαυτού του. Ο αυξανόμενος φόρτος εργασίας κάνει την αντίληψή μας αποσπασματική και διασκορπισμένη. Ο χρόνος χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για την αποδοτικότητά του, για τα οικονομικά οφέλη που έχει ή που θα φέρει.
Στο «Scent of Time» (αμετάφραστο στα ελληνικά) ο Χαν μιλάει για το άρωμα του χρόνου, ένα άρωμα που στήνει τη σκαλωσιά της ζωής μας, μιλάει για τα κενά του χρόνου μέσα από τα οποία αναδύεται η ύπαρξή μας. Ήταν η βασική επιρροή της παράστασης μαζί με τον Έλιοτ.
Στον «Εκκλησιαστή» (κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης) ο χρόνος κρέμεται πάνω από τη ματαιότητα της ύπαρξης, ο Θεός δεν βοηθάει τον άνθρωπο, παραμένει σχεδόν αδιάφορος στο δράμα του.
«Διάβασα το βιβλίο όταν ήμουν 25 χρονών και ταίριαζε πολύ με τον ηδονοθηρικό πεσιμισμό που είχα τότε, όλα ήταν μάταια, άρα καλά έκανα και βουτούσα ανάμεσά τους, μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι σημασία έχει, και είναι σίγουρα πιο δύσκολο, να ζήσεις τη ζωή σου σαν ένα θετικό στοίχημα που φυσικά στο τέλος θα το χάσεις. Ότι τίποτα δεν είναι μάταιο όσο παραμένεις ζωντανός» λέει ο Γιώργος Βαλαής.