Σε μια συνέντευξή του ο Μάρκος Γκαστίν παρομοίασε το ντοκιμαντέρ του Θέμις με την ψαρόσουπα: δεν ξέρεις από πριν τι ακριβώς θα ψαρέψεις, αλλά βράζοντας τα φρέσκα ψάρια, γνωρίζεις τι θα γευθείς. Το ίδιο συμβαίνει με την ταινία Θέμις, ένα ασυνήθιστο ηθογραφικό ντοκιμαντέρ. Ο Γκαστίν έστησε την κάμερα στα δικαστήρια της Ευελπίδων, ορμώμενος από την προσωπική του εμπειρία (είχε προσπαθήσει να λύσει δικαστικά τις διαφορές του με έναν γείτονά του), και έγραψε το σενάριο στο μοντάζ!

Το απρόβλεπτο ευτύχημα, που δεν είναι εντελώς τυχαίο αλλά βασίζεται στην ικανότητα του Γκαστίν να διακρίνει την κατάσταση πριν προκύψουν οι σχεδόν δραματοποιημένες εικόνες, είναι πως οι καταστάσεις είναι αυθεντικές, οικείες, ενορχηστρωμένες από τη φυσική τάση των πρωταγωνιστών στις σκηνές να παίζουν τους ρόλους λες και βρίσκονται σε ένα μικρό θέατρο καθημερινότητας, όπου ορίζονται τιμητές της αξιοπρέπειας και της έξωθεν καλής τους μαρτυρίας.

Όπως λέει περιπαιχτικά κι ένας φίλος, όλοι είμαστε πρωταγωνιστές της ζωής. Το συγκεκριμένο κλισέ πατάει στο αξίωμα των ρόλων που υποδυόμαστε, και κυρίως της μάσκας που φοράμε για να χτίσουμε ένα προφίλ εκ περιτροπής, τη δημόσια εικόνα μας ανάλογα με την περίσταση. Με την τάση του Έλληνα να καταφεύγει στη δικαιοσύνη για ψύλλου πήδημα, οι δικομανείς είναι ένα πρώτης τάξης υλικό για κινηματογράφηση, μια μαγιά ρουτίνας που αναπτύσσεται σε υπόκωφη κομεντί χαρακτήρων. Πού να το ‘ξεραν οι διάδικοι όταν συναινούσαν για να βγουν πανί...