Κινηματογραφικό ταξίδι της επιθυμίας στην εμμονή, trip στην εμπειρία του queerness που υπνωτίζει και φλέγεται, το αριστούργημα του Μπάροουζ γράφτηκε για την καλειδοσκοπική κάμερα του Γκουανταντίνο, με ερμηνεία καριέρας από τον Ντάνιελ Κρεγκ.

 

«Δεν είμαι queer, είμαι διαμελισμένος», απαντά ο μυστηριώδης ταξιδευτής με το λευκό κοστούμι και το πιστόλι στη ζώνη, Μπιλ Λι (συχνό λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα), όταν αναρωτιέται για την ταυτότητά του, ακόμα και σε κατάσταση αφασίας, σε μία από τις ψυχεδελικές αναζητήσεις του στην άκρη του νου. Η έκταση της εσωτερικής, αφομοιωμένης ερωτικής καταπίεσης (όχι πάντα ταυτόσημη με τη σεξουαλική συμπεριφορά) του εκπατρισμένου Αμερικανού, άλλοτε αγέρωχου και ενίοτε αποκαμωμένου τυχοδιώκτη στη Νότια Αμερική αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκρίνεται μόνο με την εμμονική επιθυμία του να συλλάβει το άπιαστο, να φτάσει στην άλλη άκρη του πεποιημένου κόσμου, να ξεγελάσει τη θνητότητα.

 

Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο οποίος έγραψε το Queer ανάμεσα στο Junkie και το Γυμνό Γεύμα –βέβαια, δημοσιεύθηκε δεκαετίες αργότερα, όταν ο συγγραφέας ανακαλύφθηκε και λατρεύτηκε από τη νεοϋορκέζικη underground σκηνή των ’80s και εκτέθηκε σε συνεντεύξεις που ενδεχομένως δεν περίμενε να του προκύψουν–, είχε δηλώσει πως δεν ένιωθε ότι ανήκε στους gay λογοτεχνικούς κύκλους ή στην gay κοινότητα και ότι δεν είχε υπάρξει gay ούτε μια μέρα στη ζωή του – ίσως αυτός είναι ο πιο απροσδόκητος διαφοροποιητικός ορισμός των συχνά συγκεχυμένων εννοιών gay και queer από έναν καλλιτέχνη παλιότερης γενιάς.

 

Σαν υπερταχεία που ξεκινά από το ανοιγμένο του κεφάλι, το ταξίδι του Λι στο χείλος του ασυνείδητου βασικά μαρκάρεται από δύο σταθμούς, τη γνωριμία του με τον νεαρότερό του Γιουτζίν, έναν απόστρατο περιπλανώμενο που ψάχνει έναν σκοπό στην πόλη του Μεξικού στις αρχές των ’50s, χωρίς όμως να βιάζεται, και τη μετ’ εμποδίων κοινή τους αναζήτηση του φυσικού παραισθησιογόνου γιαγκέ στη ζούγκλα, εκεί όπου συναντούν μια υποτίθεται θρυλική και δυσεύρετη βοτανολόγο (η Λέσλι Μάνβιλ, που τρομάξαμε να αναγνωρίσουμε). Αγριεμένη και σκιαχτική, τον προειδοποιεί πως αυτό που θα βιώσει δεν μοιάζει με την πρέζα που έχει συνηθίσει αλλά με έναν καθρέφτη της ψυχής που διαρκεί μια μικρή αιωνιότητα. Και μπορεί ο (πιο κολεγιακός τύπος) Γιουτζίν να τον ακολουθεί στο τριπ με τον ίδιο ράθυμο τρόπο που δέχτηκε να κάνουν σεξ, «συναινετικά αποπλανημένος», σε ένα από τα πολλά οξύμωρα του έργου, πάντα με μια απαλή απόσταση (έξοχος ο Ντριου Στάρκι σε μια λιτή ερμηνεία όπου καλείται να προσπερνά αθόρυβα τα συναισθήματα), αλλά ο Λι το θέλει πολύ, και το ζει μέχρι τέλους, αποφασισμένος να δοκιμάσει μια δραματική και επώδυνη απόδραση από τον ρεαλισμό, όπως κάνει άλλωστε και ο Λούκα Γκουαντανίνο.

 

Γυρισμένο στη μυθική Τσινετσιτά, το Queer μοιάζει με εξωτική φαντασίωση από την αρχή ως το τέλος, μια μακρινή ηχώ χρωμάτων και αισθήσεων, από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των μπαρ και των δρόμων του Μεξικό με τις κοκορομαχίες, τα ναρκωτικά, τα μπουρδέλα και τις σιλουέτες της μιας νύχτας αλλά και τον υπαινιγμό μιας μεγάλης ευκαιρίας μέχρι την ακόμα πιο ιδρωμένη και παραισθητική ζούγκλα της αχαρτογράφητης ψυχεδέλειας, δεκαετίες προτού σκάσουν μαζικά τα μανιτάρια και εκλαϊκευτούν οι ψυχοτρόπες εμπειρίες, πάντα με την επιμελημένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη συνοδεία της κοφτερής πρωτότυπης μουσικής των Ρέζνορ - Ρος κι ενός θελκτικού σάουντρακ ανόμοιων παλιότερων τραγουδιών που ελέγχεται για εκτροχιασμένο εκλεκτικισμό.

 

Ο συνεχής πειραματισμός του Λι ενέχει πάντα κάτι εξαιρετικά επείγον – η λαχτάρα του για ηδονή θα ξέπεφτε στο επίπεδο του αδιάφορου kink αν δεν έπασχε τόσο πολύ για την ταύτιση με τον άνθρωπο που ποθεί και αγαπά. Ο Ιταλός σκηνοθέτης βρήκε ένα πρισματικό εφέ για να «χωρέσει» φαντασματικά τον Λι στον Γιουτζίν, να τον πλησιάσει πνευματικά πριν γίνουν εραστές, να δει από μέσα την ψυχή του μήπως και τον συγκινήσει. Κι όταν ο νεαρός του φίλος τού χαρίζει με το αζημίωτο μερικά ψίχουλα σάρκας, συμπόνιας και φροντίδας και τον ιντριγκάρει με την ανάγκη του για ανεξαρτησία, ο Λι δεν κινείται ποτέ προς αυτόν με ιδιοκτησιακές διαθέσεις (μάλιστα στην αρχή κοντοστέκεται όταν τον βλέπει να φορά στον λαιμό το αστέρι του Δαβίδ, για να μη στενοχωρηθεί η μητέρα του!), ίσως επειδή εκτιμά και συμμερίζεται την ελευθερία και φοβάται μη χάσει έναν συνοδοιπόρο που δεν έχει αντίρρηση να διαμελιστεί από υπέρβαση και καύλα παρά να βουλιάξει με τους υπόλοιπους αγγλόφωνους της παρέας του Green Lantern στις αρπαχτές συνάξεις, πίσω στο Μεξικό – η διαφορά που λέγαμε…

 

Σε αυτήν τη συναρπαστική διαδρομή με τις αφηγηματικές νάρκες που απέφυγε ο Τζάστιν Κουρίτσκις και τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ του queer υδράργυρου του Μπάροουζ και του δυσθεώρητου ηφαιστείου που κυνηγάει ο ήρωας, ο Ντάνιελ Κρεγκ παίζει με 40 πυρετό και εννοεί κάθε αρπαχτικό και μαγκωμένο βλέμμα πόθου, κάθε βύθιση στη ναρκωμένη ψευδαίσθηση μιας ζωής σε παύση, όλη την περιφρόνηση που νιώθει για το «σινάφι» του και τον αυτοεξευτελισμό του άνισου έρωτα. Άνετα πρόκειται για ερμηνεία καριέρας και μία από τις μεγαλύτερες που έχουμε δει για το μαρτύριο της επιθυμίας. Ποιος το περίμενε ο θεσμικός 007 να σταθεί στο ύψος τόσο ασυνήθιστων περιστάσεων και να συλλάβει με εφιαλτική μεγαλοπρέπεια τον άνομο Λι, ένα τρισδιάστατο φάντασμα που μπορεί να αυταπατάται, αλλά δεν προδίδει το σκίρτημα, αφαιρεί από την έκφραση, μα είναι πάντα παρόν. Στο ταξίδι του μας παρασύρει κυρίως επειδή καταφέρνει, σε μια ηλικιακή ανατροπή, να αποδώσει το ρίσκο και τη ζημιά της εφηβείας, σε αντίθεση με την απόσταση που κρατά ο πολύ νεότερος, υπολογιστής του χρόνου Γιουτζίν του Ντρου Στάρκι.