Ο γλυκύτατος αρκούδος Πάντινγκτον, λογοτεχνικό γέννημα των ’50s και εθνικός θησαυρός για τη Μεγάλη Βρετανία, ήρθε στις κινηματογραφικές αίθουσες πριν από μερικά χρόνια όχι μόνο για να μας διδάξει την καλοσύνη αλλά και για να μας θυμίσει τι σήμαινε κάποτε καλαίσθητη και ευφάνταστη live-action οικογενειακή ψυχαγωγία σε μια εποχή που τα μεγάλα στούντιο μοιάζουν να την έχουν αφήσει ολοκληρωτικά στα τμήματα animation.

 

Οι δυο ταινίες Paddington δεν ήταν απλώς γεμάτες ευρήματα αλλά μας θύμιζαν και την έγνοια για τον ξένο σε μια εποχή που στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα προσφυγικά κύματα αντιμετωπίζονταν ως «ασύμμετρη απειλή» και, εντός βρετανικών συνόρων, οι δυνάμεις του Brexit νικούσαν. Πέρα από την εμφανή ποιότητά τους, ήταν κι αυτός ένας λόγος που επαινέθηκαν τόσο πολύ από την κριτική. Αν θυμάστε, είχε προκληθεί σούσουρο όταν το Paddington 2 πέταξε τον Πολίτη Κέιν από την κορυφή του Rottentomatoes, επειδή αλιεύθηκε αρνητική κριτική για την ταινία του Γουέλς από τον καιρό της πρώτης κυκλοφορίας της. Ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη φέρει ο τρόπος που η δημοφιλής ιστοσελίδα υπολογίζει τις κριτικές – επόμενο είναι το Paddington 2 να έχει 100% στο Rottentomatoes, είναι από εκείνες τις ταινίες που πρέπει, πραγματικά, να έχεις πρόβλημα για να στάξεις χολή απέναντί τους.

 

Πίσω από τα δυο Paddington βρισκόταν ο Πολ Κινγκ που έχει αναλάβει χρέη θεματοφύλακα του κατασκευασμένου με εξονυχιστική λεπτομέρεια και χειροποίητη λογική οικογενειακού θεάματος που αγαπά πολύ το σινεμά, δεν υποτιμά ποτέ τα παιδιά, αλλά δεν παραμελεί και τον ενήλικα. Ο Κινγκ δεν επέστρεψε για την τρίτη ταινία, επιλέγοντας στη θέση του τον Ντούγκαλ Γουίλσον, υπεύθυνο για βιντεοκλίπ όπως το «Don’t let him waste your time» του Τζάρβις Κόκερ ή το «Life in technicolor», όπου οι Coldplay εμφανίζονται ως μαριονέτες. Αν επιχειρήσει κανείς μαραθώνιο των τριών ταινιών, θα λάβει ένα ωραίο μάθημα για τη σκηνοθεσία. Τόσο ο Γουίλσον όσο και οι σεναριογράφοι του τιμούν το πνεύμα του Κινγκ, γεμίζοντας την ταινία με ευρήματα, ωστόσο διαφέρει αρκετά ο ρυθμός, έχει χάσει λίγη από τη σπιρτάδα του – αναφερόμαστε κυρίως στον εσωτερικό ρυθμό, στην κίνηση εντός του κάδρου, που είναι κυρίως δουλειά του σκηνοθέτη και όχι του μοντέρ. Απουσιάζει και η σπιλμπεργκικής λογικής σύλληψη του set-piece με την ανάλογη πλανοθεσία – δείτε ξανά την κλοπή του βιβλίου και την καταδίωξη στο Paddington 2. Αυτά είναι που διαφέρουν στο Paddington in Peru και γι’ αυτό μοιάζει έλασσον σε σχέση με τους προκατόχους του.

 

Ωστόσο, το έλασσον του συγκεκριμένου franchise είναι μείζον για την πλειονότητα των οικογενειακών θεαμάτων εκεί έξω. Τα ευρήματα, όπως είπαμε, είναι πολλά, από μουσικοχορευτικά νούμερα στη ζούγκλα με καλόγριες μέχρι σινεφιλικές αναφορές στον Ιντιάνα Τζόουνς – εύλογες, αφού ο αγαπημένος αρκούδος εδώ ζει μια εξωτική περιπέτεια. Η καρδιά της ταινίας βρίσκεται και πάλι στη σωστή θέση, η Ολίβια Κόλμαν είναι παντού και πάντα απολαυστική, ενώ ο Αντόνιο Μπαντέρας προσπαθεί πολύ και προκύπτει ικανοποιητικός σε έναν ρόλο στον οποίο κάποτε θα κένταγε ο αδικοχαμένος Ραούλ Τζούλια, αν και λιγότερο αστείος από τον ανταγωνιστή της προηγούμενης ταινίας, που επανεμφανίζεται στο φινάλε και κλέβει την παράσταση.

 

Τέλος, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι με τη μετακίνηση της δράσης στο Περού (σ.σ. στην πραγματικότητα τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Κολομβία) μοιραία η βρετανικότητα, που ήταν μέρος της γοητείας της για πολλούς από εμάς, υφίσταται φύρα, αλλά κάπου εδώ θα σταματήσουμε να γκρινιάζουμε για όσα χάσαμε και θα εκτιμήσουμε αυτά που έχουμε. Διαφορετικά, ο Πάντινγκτον θα μας καρφώσει με το αυστηρό του βλέμμα, μέχρι να νιώσουμε ντροπή για την αγένειά μας – και θα έχει δίκιο.