Ο ατζέντης του Κίραν Κάλκιν τον συμβούλεψε να μην ποντάρει πολλά στον Αληθινό πόνο σε περίπτωση που του άρεσε το σενάριο του Τζέσι Άιζεμπεργκ και ήθελε διακαώς να συμμετάσχει. «Άντε να φτάσουμε μέχρι το Φεστιβάλ του Sundance», του είπε με μισή καρδιά, προειδοποιώντας τον πως χρήματα δεν θα βγάλει από αυτή την ιστορία…
Ευτυχώς που ο μικρός αδελφός του Μόνου στο σπίτι Μακόλεϊ είδε κάτι ιδιαίτερο, μια ευκαιρία που δεν παρουσιάζεται ξανά, στο ταπεινών διαστάσεων διαμαντάκι του Αμερικανού συναδέλφου του στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, και βέβαια στον ρόλο του Μπέντζι, ενός βασικά αδέσμευτου και άεργου, ψυχικά συντετριμμένου, παράδοξα γοητευτικού, μάλλον διπολικού (αν και η ταινία αποφεύγει ηθελημένα να τον στιγματίσει) και συνολικά ανερμάτιστου 30 φεύγα τύπου που επισκέπτεται, μετά από παρότρυνση του ξάδελφού του Ντέιβιντ (Άιζεμπεργκ), τα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία για να τιμήσει τη μνήμη της αγαπημένης του γιαγιάς, η οποία απεβίωσε πρόσφατα και άφησε ένα μικρό καταπίστευμα στους δυο τους για τα έξοδα του ταξιδιού. Στον τόπο καταγωγής ενός σημαντικού συγγενή και ταυτόχρονα στην κοιτίδα ενός μεγάλου συλλογικού τραύματος, ο Ντέιβιντ και ο Μπέντζι ξεδιπλώνουν τα δικά τους «θέματα» ενώπιον τεσσάρων συνταξιδιωτών κι ενός ευγενικού στους τρόπους, προσεκτικού στις εκφράσεις του Βρετανού, όχι εβραϊκής καταγωγής, ξεναγού.
Επί είκοσι χρόνια ο πολωνο-εβραϊκής καταγωγής Άιζεμπεργκ παιδευόταν με την ιδέα ενός story που θα γεφύρωνε την πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά του με την απόσταση της αμερικανικής ανατροφής και καθημερινότητάς του, καταλήγοντας σε μια τρυφερή και ψύχραιμη ιστορία παρατήρησης και ανάλυσης, λιτά και δεξιοτεχνικά γυρισμένη έτσι ώστε να μην κρίνει και να μην πλαγιοδρομεί στο θέμα αλλά και στον δύσκολο τόνο που επέλεξε, αυτόν της δραματικής κομεντί δρόμου, ενός μικρού είδους που αφθονούσε στα ’70s και συνθλίβεται πλέον από την ανάγκη μιας βιομηχανίας να παράγει περιεχόμενα με ευδιάκριτα και εντυπωσιακά χαρακτηριστικά.
Για τον εαυτό του δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις: ο Ντέιβιντ είναι νευρικός και αγέλαστος, «φωτεινό» παράδειγμα αγχώδους διαταραχής, που επιτείνεται από συνεχείς τύψεις για τα πάντα: τη δουλειά (χειριστής διαδικτυακών διαφημίσεων, που απορρίπτει με κοροϊδευτική κατανόηση ο Μπέντζι), τη σύζυγο και το (πανέξυπνο, όπως φαίνεται από τα βιντεάκια) μικρό τους παιδί. Η χαμηλή του αυτοεκτίμηση δεν συνάδει με την κοινωνική του θέση – είναι μια χαρά σε μια πρώτη ματιά, αλλά δεν του φαίνεται, και δεν δημιουργεί συμπάθεια στους γύρω του.
Αντίθετα, ο Μπέντζι δεν έχει καταφέρει τίποτα, ζώντας ωστόσο κάθε στιγμή με βιμπράτη διάθεση, μεταδοτική και συχνά αφοπλιστική, κάτι που ο αγαπημένος ξάδελφος από τα παιδικά του χρόνια, από τότε που έβγαιναν μαζί και ο ένας κοιμόταν στον δρόμο, ενώ ο άλλος άντεχε και συνέχιζε ακάθεκτος, παρασύροντάς τον (εύκολο να μαντέψετε ποιος είναι ποιος), ανέκαθεν ζήλευε. Το γεωγραφικό σημείο του δέους μπροστά στο μαρτύριο τόσων αθώων, εκεί όπου μεγάλωσε η προγονός τους, γίνεται καταλύτης για να αποκαλυφθεί οργανικά ο δικός τους πόνος με μικρά στιγμιότυπα και χειρονομίες που φανερώνουν καλά δουλεμένη οικειότητα μεταξύ των δύο ηθοποιών – αν και αταίριαστοι, πείθουν ως αδελφικοί συγγενείς.
Όταν φτάνουν κουρασμένοι στο ξενοδοχείο, ο Μπέντζι κάνει μια αναπάντεχη φιλοφρόνηση στον Ντέιβιντ για τα πόδια του, για το πόσο τα βλέπει να… μεγαλώνουν με χάρη, περιποιημένα και φωτογενή! Η σκηνή, μία από τις λεπτομέρειες έξω από το μεγάλο κάδρο της ταινίας, δείχνει χαρακτηριστικά πώς η καθεμιά από τις εκκεντρικές πρωτοβουλίες του Μπέντζι ξαφνιάζει τον συνομιλητή του και φωτίζει μια πτυχή δευτερεύουσα, αν και σημαντική, έξω από το φιλικό πρωτόκολλο και την τουριστική, βαρετή εθιμοτυπία.
Ο Άιζεμπεργκ αφήνει γενναιόδωρα ζωτικό χώρο στον Κάλκιν να εκτεθεί αφιλτράριστα και να σαγηνεύσει εγκάρδια, εμπλουτίζοντας την παλέτα του εκρηκτικού Ρόμαν Ρόι που ήδη του χάρισε πολλά εύσημα στο «Succession» με ένα show πολλών αποχρώσεων – η ψυχή μιας παρέας περαστικών στο βαθύτερο πρόβλημα του συνανθρώπου τους. Στον Αληθινό πόνο, που ισοβαθμεί με το Anora στον άτυπο διαγωνισμό της πιο αξέχαστης τελικής σεκάνς, είναι ένα ζωντανό εκκρεμές που ισορροπεί μοναδικά μεταξύ της κωμωδίας χαρακτήρων και του λεπτού δράματος.
Το κυριότερο: μπορεί να λέει πολλά και να κάνει διάφορα, αλλά φανερώνει ελάχιστα σε καθεμιά από τις απονενοημένες κινήσεις του, αφήνοντάς μας να κρυφοκοιτάζουμε το άδηλο μέλλον του και να ευχόμαστε τα καλύτερα γι’ αυτόν. Η μοναδική αντίρρηση, καθαρά τεχνικής φύσης, για τα βραβεία που έχει αποσπάσει ήδη, και ίσως το Όσκαρ να προστεθεί σε αυτά, είναι πως ο ρόλος του είναι κυριαρχικός και πρωταγωνιστικός, όχι «δεύτερος» και υποστηρικτικός, όπως δηλώνεται.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0