Το φιλμ ξεκινά με τον κεντρικό ήρωα, έναν επιστάτη που εργάζεται σε εργοστάσιο παραγωγής τούβλων, να φέρνει πάγο στους συναδέλφους τους. Να «δροσίζει» ένα άνυδρο τοπίο, αν θέλεις, καθώς αποτελεί ένα σύμβολο καλοσύνης και αλληλεγγύης σε έναν κόσμο σήψης, παρακμής και εκμετάλλευσης, εκτελώντας όλη του τη ζωή τα καθήκοντά του με ταπεινότητα και ανιδιοτέλεια. Αυτός είναι «ένας για όλους», οι «όλοι», όμως, «δεν είναι για εκείνον», ούτε για κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό τους. Ο εργοδότης έχει να κάνει μια ανακοίνωση τη μέρα εκείνη. Λόγω χρεών, το εργοστάσιο πρόκειται να κλείσει και να μεταβιβαστεί στην τράπεζα.

 

Κατά την πρώτη ώρα της ταινίας του Ιρανού Ραχμάντ Μπαχραμί παρακολουθούμε σε επανάληψη τη σκηνή της ανακοίνωσης, τι έκανε κάθε εργαζόμενος πριν και μετά, καθώς και μια προσωπική συνάντησή τους με τον εργοδότη, τον οποίο όλοι αποκαλούν απλώς «αφεντικό». Μέσα από αυτές τις συναντήσεις το αφεντικό μοιράζει υποσχέσεις, νουθετεί, διαφεντεύει, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται παθογένειες της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας, όπως τις έχουμε γνωρίσει και από άλλες δημιουργίες Ιρανών σκηνοθετών.

 

Πέραν της σκηνής της ανακοίνωσης, που είναι ίδια, οι υπόλοιπες ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους. Παρακολουθούμε κάθε εργαζόμενο να ασκεί τα καθήκοντά του, να συναντά το αφεντικό, συνήθως προσπαθώντας να κερδίσει κάτι για τον εαυτό του και διαβάλλοντας τους άλλους –ιδιαίτερα τον επιστάτη‒, να επιστρέφει σπίτι για να συζητήσει τα προβλήματά του με τους οικείους του κι έπειτα να ξαπλώνει ανάσκελα και να σκεπάζεται ολόκληρος με ένα σεντόνι, σαν να ετοιμάζεται για τον θάνατό του.

 

Ναι, κόλαση είναι η επανάληψη και οι εργαζόμενοι ζουν σε μια τέτοια, όπου κάθε μέρα είναι ίδια και θα παραμείνει έτσι μέχρι τον θάνατό τους, όπου η εργοδοσία εκμεταλλεύεται ασύδοτα και ασύστολα το διαπραγματευτικό της πλεονέκτημα και η σύγκρουση μεταφέρεται στην εργατική τάξη και τη διασπά, δικαιώνοντας τη μαρξιστική θεωρία. Διαβάζεις παραλληλισμούς του έργου με το Ρασομόν του Κουροσάβα, εδώ όμως δεν έχουμε μια δημιουργία για τις διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας και τη διαρκώς διαφεύγουσα φύση της.

 

Η αλήθεια των εργαζομένων είναι μία και ενιαία, η προαναφερθείσα, μα οι περισσότεροι αδυνατούν να τη διακρίνουν, τυφλωμένοι από τον ολοκληρωτισμό της βιοπάλης και τον επακόλουθο εκφασισμό τους. Mέσω της ομοιότητας, της επανάληψης και των tracking shots o Μπαχραμί φαίνεται να θέλει να ιχνογραφήσει πάνω στον καμβά της πραγματικότητας αυτή την αλήθεια, να υπογραμμίσει με τον φακό του εκείνη την αόρατη, οριζόντια γραμμή που ενώνει όλους αυτούς τους ανθρώπους.

 

Μόνο που, όπως έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Ρότζερ Έμπερτ, στο σινεμά μεγαλύτερη σημασία από αυτό που λες έχει ο τρόπος που το λες. Και ο Μπαχραμί το λέει περισσότερο με τον τρόπο ενός εικαστικού, ενός video artist που θέλει να καταθέσει ένα statement διά της επανάληψης, παρά με εκείνον ενός κινηματογραφικού σκηνοθέτη. Είναι δύσκολο να κακίσεις τον θεατή που θα αγανακτήσει με το θέαμα και αντιλαμβάνεσαι τον λόγο για τον οποίο η ταινία, παρά τη βράβευσή της στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας το 2020, στις περισσότερες χώρες του κόσμου έχει προβληθεί μέχρι στιγμής μόνο στο πλαίσιο φεστιβαλικών εκδηλώσεων. 

 

Υπάρχει σαφής βελτίωση μετά την πρώτη ώρα, όπου το φιλμ τρέπεται σε ένα είδος υπαρξιακού εφιάλτη. Η γραφή παραμένει φεστιβαλική, με τους ρυθμούς νωχελικούς, τα πλάνα και τις σκηνές να κρατούν πάντα λίγο παραπάνω και ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος τους να περιορίζεται στην ανάδειξη του πραγματολογικού στοιχείου. Ο διευθυντής φωτογραφίας κάνει καταπληκτική δουλειά σε αυτή την τελευταία πράξη, ανακαλύπτοντας διαρκώς νέα κάδρα σε ένα μονότονο τοπίο, ενώ τα ασπρόμαυρα φίλτρα του θα δικαιολογήσουν κατά ένα μέρος τις συγγένειες με το σινεμά του Μπέλα Ταρ που είδε μερίδα της ξένης κριτικής. Τις δικαιολογούν αυτά, καθώς και ο έκδηλος πεσιμισμός του έργου. Η καλοσύνη δεν χωρά σε αυτόν τον κόσμο κι όταν το διαπιστώσει, δεν μπορεί παρά να λάβει τη θέση της κάπου μακριά από αυτόν.