Οι τρεις ηλικίες έχουν ως αποτέλεσμα τρεις μετωπικές, περίπου άγριες συγκρούσεις, και η ταινία, φαινομενικά πειραματική, ωστόσο προσεκτικά χαρτογραφημένη, τέμνει τις στιγμές της έλξης και απώθησής τους. Καθώς δεν υπάρχουν τεκμηριωμένοι συμβιωτικοί νόμοι, ο άνδρας με τη γυναίκα κυνηγιούνται αδιάκοπα και μόνο σε μια στιγμή (που προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει να φαίνεται αιώνια) ολοκληρώνουν την αμοιβαία επιθυμία τους, παίζοντας συνεχώς με τους ρόλους του θύματος και του θύτη.

Ο Σεβαστίκογλου παρακάμπτει τους νόμους της συμβατικής αφήγησης και προφανώς βάζει το θεατή σε ένα τριπ έντασης και πάθους, στα στάδια που αυτό λαμβάνει μέσα στον ενιαίο χρόνο. Η τοπογραφία της ταινίας τον προδίδει, ειδικά εκεί που συνοψίζει τις γενιές και τις ενώνει σε μια ιεροτελεστία, πάνω, κάτω και γύρω από ένα συμβολικό τραπέζι. Καμία αντίρρηση για τη φιλοδοξία και την πυκνότητα του θέματος και των αναφορών και της πολιτιστικής προσλαμβάνουσας του έρωτα στις μορφές του ανικανοποίητου. Ως θέαμα, όμως, η ταινία χάνεται ανάμεσα στο ντελίριο και στις κρυφές τις προθέσεις αλλά και στην ανεπαρκέστατη εκφορά των διαλόγων, κυρίως από τη Ρούλα Πατεράκη και τον Γιώργο Διαλεγμένο (καλύτερος των έξι, ο λιγομίλητος Αντώνης Καρυστινός).