O ρυθμός του κόσμου, Ελευθεροτυπία 1992
Παλιές μου στήλες (πριν το ίντερνετ, σε εφημερίδες που έχουν κλείσει!), έτσι για να υπάρχουν
Ε, λοιπόν συνέβη κι αυτό. Γράφω στο πίσω κάθισμα του ταξί, σ’ ένα φανάρι της Κηφισίας. Ο ήλιος αντανακλά στα γυάλινα κτίρια, κόκκινα φώτα, φλόγες στα μάγουλα, μια παρέα από πιτσιρικάδες κυνηγιέται στα φανάρια, ωραίοι κίτρινοι σκούφοι —σφύζει η Πέμπτη, φίλοι γιορτάζουν, η ζωή τρέχει, τη βλέπω από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου, αλλά έχει πολλά φανάρια και κλεισμένος, ακινητοποιημένος εδώ — αισθάνομαι ότι πάλι η ζωή μου διαφεύγει.
Ο ταξιτζής αλλοφρόνησε, με πηγαίνει από κάτι βουνά, κάτι κίτρινους λόφους, μουγκρίζω για να του δείξω ότι βιάζομαι και βέβαια βιάζομαι πολύ, στην εφημερίδα θα έχουν φλιπάρει — αλλά, μεταξύ μας, μ’ αρέσει αυτό το χάσμα του χρόνου, η αναγκαστική αργοπορία.
Το τελευταίο φως κοκκινίζει κόντρα στα πρώτα φώτα, βλέπω τα διαμερίσματα, διακρίνω σιλουέτες, η οικιακή θαλπωρή σαν λάμπα σε θέατρο σκιών — φαντάζομαι γυναίκες στις κουζίνες, το βόμβο της τηλεόρασης, τους ατμούς, τους αργοκίνητους ρυθμούς, το σύρσιμο της παντόφλας απ’ το λίβινγκ ρουμ στην κρεβατοκάμαρα — και εγώ στριφογυρίζω σαν τρελός με έναν τρελό ταξιτζή, απότομα U-turn, πού με πηγαίνει;
Καλωδιωμένος στο walkman μου ανεβάζω την ένταση, οι παλμοί ανεβαίνουν — κι όσο ανεβαίνουν, τόσο ακινητοποιούμαι, έχει κίνηση, το ’παμε αυτό, αλλά τι περίεργο: εγώ που κινούμαι ιλιγγιωδώς είμαι ακίνητος μια ώρα τώρα, ενώ η ήσυχη ζωή των ήσυχων ανθρώπων τρέχει μπροστά μου κινηματογραφικά. Ένα ζευγάρι φιλιέται, για να είμαι κυριολεκτικός το αγόρι πάει να τη φιλήσει, εκείνη τον δαγκώνει γελώντας, την κυνηγάει, την τραβάει απ’ το μπουφάν, «Μην είσαι χαζός» του φωνάζει, κάπου χάνονται…
Τώρα θα κάνω τη γενίκευση.
Ζούμε στον πολιτισμό του εμφράγματος. Όλοι βιάζονται να προλάβουν, όλα είναι ουρές άλλων πραγμάτων, όλα συμβαίνουν εν περιλήψει — σαν τρέιλερ γεγονότων που δεν έρχονται. Είμαστε όλοι μέσα σε μια γιγαντιαία διαφήμιση ζωής που υπόσχεται, προτείνει και πουλάει μια ανύπαρκτη ύπαρξη με λόγο σφριγηλό, μπιτάτο και πολύ γρήγορο. Αλλά η ζωή είναι αλλού. Είναι μια παραληρηματική επιθυμία, μια glamorous πατάτα, μια ετοιμοπαράδοτη φορμάικα. Δεκάδες κατασκευαστές πλυντηρίων μας μιλούν για την αγνότητα — αλλά φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μας σαν πολτός. Τρέχουμε πίσω της ματαίως. Διότι η ζωή δεν βιώνεται εν περιλήψει. Τα βιώματα δεν βιώνονται με υπνοπαιδεία. Εκτός κι αν μιλάνε ξένες γλώσσες.
Είναι δηλαδή επιδερμικές αντιγραφές, απομιμήσεις συμπεριφοράς — συμπερασματικά: lifestyle. Η ζωή έχει το δικό της ρυθμό που δεν μπορεί να ξεπεράσει σε ταχύτητα τους παλμούς της καρδιάς. Αν θέλεις καλά μήλα πρέπει να περιμένεις να ωριμάσουν. Πρέπει να τα νοσταλγήσεις — ακόμα και να τα ονειρευτείς κάτω απ’ τα ανθισμένα δέντρα.
Θυμίζω χάικου διασχίζοντας τους δρόμους που σκοτεινιάζουν. Χριστουγεννιάτικα δέντρα λάμπουν σε βιτρίνες, φρικώδεις Ναζωραίοι αναβοσβήνουν στις φάτνες, τρέχω πίσω από τη ζωή μου, απομακρύνονται οι δρόμοι απ’ το καθρεφτάκι, απομακρύνονται οι χρόνοι, τελειώνει ο χρόνος, τέλος χρόνου, τέλος.
Υ.Γ.: Για να με διαβάζετε, σημαίνει ότι πρόλαβα.
_______
Από τη στήλη μου Επιλογές της Κυριακάτικης Ελυθεροτυπίας, 1992. Ψηφιοποιείται πρώτη φορά