TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Ο φόβος της ελευθερίας

Carlo Levi

 

Ο φόβος της ελευθερίας

 

Ο Ιταλός συγγραφέας και ζωγράφος Κάρλο Λέβι έγραψε το1939 το Φόβο της Ελευθερίας ενώ βρισκόταν εξόριστος στη Γαλλία λόγω της αντιφασιστικής του δράσης. Ο συγγραφέας εκθέτει σε αυτό το κείμενο έναν σπάνιο προβληματισμό για τους λόγους που έφεραν την ανθρωπότητα σε μια κατάσταση ακραίου κινδύνου. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στις συνθήκες συγγραφής αυτού του βιβλίου και περιγράφει τα θέματά του.
 
Το πορτρέτο της Silvana Mangano από τον Carlo Levi Facebook Twitter
Η Silvana Mangano ποζάρει στον Carlo Levi. Φωτ. Tumblr Alesario

lundi#matin280, 22 Μαρτίου 2021

Η εποχή που έγραψα αυτό το βιβλίο είναι τώρα πολύ πίσω μας, όχι τόσο λόγω της επταετίας που έχει περάσει από τότε, αλλά επειδή τα γεγονότα που συνέβησαν, και που καταφέραμε όσοι επιζήσαμε να τα ξεπεράσουμε με έναν περίεργο και συχνά θαυματουργό τρόπο, υπήρξαν για όλους τους ανθρώπους, είτε ήταν πρόθυμοι να τα δεχτούν είτε όχι, μια εμπειρία πόνου, θανάτου και αίματος τέτοια που είναι αδύνατο να την υπολογίσουμε με τη βοήθεια του κοινού μέτρου του χρόνου. Και αυτό που συνέβαινε τότε, πριν από αυτήν την παρένθεση των σφαγών, μας φαίνεται ήδη πολύ μακρινό, ακόμη και όταν, κατά τύχη, οι σκέψεις μας έχουν παραμείνει ίδιες ή έχουμε ξαναπιάσει τις παλιές μας συνήθειες και ξαναβρεί τους δρόμους του χθες.

Τότε ήταν που η κρίση που απειλούσε με τη σκιά της τη ζωή της Ευρώπης για δεκαετίες, και η οποία εκδηλώθηκε με όλες τις διασπάσεις, τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τη σκληρότητα, τους ηρωισμούς και την πλήξη της εποχής μας, ξέσπασε και εξελίχθηκε σε καταστροφή.

Ο πόλεμος είχε αρχίσει, οι γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες εφορμούσαν στις πεδιάδες της Πολωνίας· από το σπίτι μου στην ακτή του Ατλαντικού, έβλεπα κάθε μέρα να φτάνουν δεκάδες αγγλικά πλοία και να αποβιβάζουν την πρώτη βρετανική στρατιά στο λιμάνι του Saint-Nazaire.

Οι Γάλλοι στρατιώτες έφταναν με τις ταπεινές τους στολές, τα βαμβακερά τους παντελόνια, και στα πρόσωπα το βαριεστημένο ύφος του ειρηνιστή καταδικασμένου στην ήττα· έφταναν και οι Άγγλοι στρατιώτες, ένας στρατός που έμοιαζε να προέρχεται από τον δέκατο έβδομο αιώνα κι από μια αναστημένη merry England, απροσδόκητοι πολεμιστές, μέθυσοι και φανφαρόνοι, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τις καθολικές γυναίκες της Βρετάνης, αποπνέοντας σίγουρη χαρά για μια νίκη ακόμα πολύ μακρινή .

Οι παραδοσιακές στρατιωτικές αξίες λες και είχαν ανατραπεί: αλλά όχι μόνο οι στρατιωτικές αξίες. Όλες οι πτυχές ενός πολιτισμού φαινόταν να διαλύονται στην ομίχλη· ο κόσμος ερχόταν αντιμέτωπος με ένα αβέβαιο μέλλον, τόσο για τα πεπρωμένα του κόσμου, όσο και για το ιδιαίτερο πεπρωμένο του καθενός. Όλες οι παλιές ιδεολογίες φαινόταν να καταρρέουν, εξαντλημένες στη ματαιοδοξία της υπεράσπισής τους όσο και της κριτικής τους: ένας άνεμος θανάτου και σκοτεινής θρησκείας τράνταζε συθέμελα τα παλιά κράτη της Ευρώπης.

Στην παραλία της La Baule, ο άνεμος φυσούσε και σήκωνε μέσα σε ένα ψίθυρο τα λεπτά λευκά κοχύλια, τους ελαφρούς σκελετούς από νεκρά φύλλα της θάλασσας. Το παρελθόν υποχωρούσε σαν να ταυτίζεται με μια άλλη ζωή, πέρα ​​από το χάσμα του πολέμου. Η φυσιολογική ζωή, όπως και η συνέχεια των γενεών και των θεσμών, είχε φτάσει στο τέλος της. Με την ανάσα τους, οι νέοι θεοί του Κράτους έδιωχναν έξω από τον κόσμο τις ανθρώπινες αξίες, το ίδιο το νόημα του χρόνου: και για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, οι άνθρωποι έπρεπε να αποδεχτούν αυτό το άγονο της σφαγής, να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, να αφήσουν πίσω τους όλα όσα τους είχαν διαμορφώσει, ως και την ανάμνηση των παιδικών τους δεσμών.

Τότε έλαβα και την είδηση ​​του ξαφνικού θανάτου του Πατέρα μου: το κλείσιμο των συνόρων με εμπόδισε να τον ξαναδώ. Σε αυτό το σημείο της ζωής όπου είναι πλέον αδύνατο να κοιτάξεις πίσω, βρέθηκα μόνος μου σε αυτήν την ερημική παραλία, μέσα σε ένα κρύο φθινόπωρο φορτωμένο με άνεμο και βροχή.

Καθώς το παρελθόν ήταν νεκρό, το παρόν εξαιρετικά αβέβαιο και το μέλλον μυστηριώδες, ένιωθες την ανάγκη να σταθμίσεις τα πράγματα· να σταματήσεις και να σκεφτείς τους λόγους αυτής της αιματηρής επανάστασης που είχε ξεκινήσει.

Έτσι σκέφτηκα να γράψω (για τον εαυτό μου και μόνο, και χωρίς να σχεδιάζω μία δημοσίευση, κάτι που θα ήταν τότε παράλογο) ένα βιβλίο στο οποίο σκόπευα να δώσω μεγάλη έκταση, ένα βιβλίο το οποίο, μετά από μια γενική περιγραφή της σύγχρονης κρίσης στο σύνολό της (εφόσον ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι οι διαφορετικές πτυχές της ήταν στενά αλληλένδετες), θα ανέλυε κάθε ιδιαίτερη πτυχή της κρίσης, το ένα ζήτημα μετά το άλλο. Αυτό το έργο θα περιελάμβανε ένα εισαγωγικό μέρος που θα έδειχνε τις κοινές και τις βασικές αιτίες της κρίσης, αναζητώντας τες όχι τόσο στα διάφορα γεγονότα, παρά στην ίδια τη ψυχή του ανθρώπου· έπειτα θα είχε πολλά κεφάλαια ή τόμους πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, από την πολιτική (με μια κριτική ανάλυση των φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών ιδεολογιών) έως την τέχνη (με μια ιστορία της σύγχρονης τέχνης), την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την τεχνική, την κοινωνική ζωή, τα ήθη, κ.λπ.

Άρχισα να γράφω υπό τις συνθήκες που περιέγραψα, με την ποιητική χαρά της ανακάλυψης. Δεν είχα βιβλία μαζί μου, ούτε τρόπο να ενημερωθώ για τα διάφορα συγκεκριμένα θέματα. Έγραψα τα πρώτα οκτώ κεφάλαια· έπειτα, αναγκάστηκα να σταματήσω για να επιστρέψω στο Παρίσι όπου διάφορες επείγουσες υποθέσεις απαιτούσαν την παρουσία μου εκεί. Τους επόμενους μήνες, δεν κατάφερα να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω τη δουλειά μου: έπειτα ήρθε η ήττα της Γαλλίας, η φυγή μπροστά στις στρατιές του Χίτλερ. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι, η γερμανική σημαία υψώθηκε στον Πύργο του Άιφελ στις 14 Ιουνίου, ημερομηνία που θα μπορούσε να συμβολίζει το τέλος ενός κόσμου πολιτισμού, τέχνης, κουλτούρας, που φεύγει ανεπιστρεπτί, και δεν έχει ακόμη ως φαίνεται μέχρι σήμερα αντικατασταθεί από κάτι άλλο που να παρουσιάζει μια σαφή φυσιογνωμία.

Δεν μπόρεσα να συνεχίσω το βιβλίο εξαιτίας αυτών των εξωτερικών εμποδίων, αλλά κυρίως επειδή συνειδητοποίησα ότι αυτό το βιβλίο, έτσι όπως ήταν, ήταν τελειωμένο για μένα. Αυτό που είχα γράψει αντιστοιχούσε περίπου στο εισαγωγικό μέρος του αρχικού προσχεδίου, στον πρόλογο: αλλά όλα τα συγκεκριμένα αναπτύγματα που είχα σκοπό να προσθέσω υπήρχαν εκεί με έναν έμμεσο τρόπο. Προσπάθησα να διεισδύσω μέσα σε αυτόν τον κόσμο που περιέγραφα, να βυθιστώ σε αυτήν τη διφορούμενη κόλαση: αυτός είναι ο λόγος που το ύφος του βιβλίου είχε αποκτήσει εντός του ένα ποιητικό και θρησκευτικό χαρακτήρα που προέκυπτε άμεσα από την ίδια του την ύλη. Λόγω αυτής της προσπάθειας ταυτοποίησης και ενοποίησης (αλλά και προφανών πρακτικών λόγων που επιβλήθηκαν σε όσους έγραφαν εκείνη την περίοδο, όταν η τέχνη των υπαινιγμών είχε γίνει το πιο σημαντικό λογοτεχνικό μέσο), αποδείχθηκε ότι το βιβλίο περιείχε ήδη όλα όσα σκόπευα να πω και ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη ρητής ανάπτυξης. Υπήρχε μια θεωρία του Ναζισμού, παρόλο που ο Ναζισμός δεν αναφέρεται ούτε μία φορά· υπήρχε μια θεωρία του κράτους και της ελευθερίας: υπήρχε μια αισθητική, μια θεωρία της θρησκείας και της αμαρτίας κ.λπ. Το βιβλίο παρέμεινε ως είχε, χωρίς συνέχεια. Το έφερα κρυφά μαζί μου το 1941 όταν επέστρεψα στην Ιταλία· και πολλοί φίλοι με συμβούλευαν να το εκτυπώσω αμέσως. Φυσικά, κανένας εκδότης (ούτε καν ο Einaudi) δεν ήταν σε θέση να το διακινδυνεύσει, τα σύμβολα ήταν πολύ προφανή.

Τώρα, μετά από επτά χρόνια, μετά από όλα όσα συνέβησαν, προέκυψε το πρόβλημα αν άξιζε να εκτυπωθεί και, στο ενδεχόμενο αυτό, αν ήταν σκόπιμο να γίνει πιο επίκαιρο, να μεταφραστεί σε μία γλώσσα που θα ταίριαζε καλύτερα σε μια έκθεση των πολιτικών και ιστορικών δεδομένων, και να εμπλουτιστεί με όλα όσα σε αυτό το πεδίο θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα της επόμενης εμπειρίας. Όμως, εκτός από το γεγονός ότι μια τέτοια εργασία διόρθωσης και μετάφρασης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και ίσως αδύνατη για μένα, μου φάνηκε ότι ήταν καλύτερο να αφήσω ανέπαφο το παλιό γραπτό, έτσι ώστε να διατηρήσει τον χαρακτήρα μιας εποχής που όλοι ζήσαμε τόσο έντονα. Το βιβλίο - όπως είπα - γράφτηκε μόνο για μένα, χωρίς να έχω πρόθεση να το δημοσιεύσω: εξ ου και ο "εξομολογητικός" του χαρακτήρας. Μερικά από τα ταξίδια που τον μαρτυρούν δεν επαναλαμβάνονται δεύτερη φορά: και υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος παρούσας δραστηριότητας που μας εμποδίζει να πάμε να βυθιστούμε ξανά σε αυτήν τη βάρβαρη λίμνη, να χαθούμε πάλι σε αυτό το δάσος, σε αυτόν τον Μεσαίωνα της ψυχής. Γι 'αυτό δεν άλλαξα ούτε μια λέξη στην πρώτη σύνταξή του, ούτε καν διόρθωσα τα μέρη που μπορεί να φαίνονται πιο αδύναμα και πιο εύκολο να φρεσκαριστούν· γιατί μου φάνηκε ότι ήταν απαραίτητο αυτό το μικρό βιβλίο (τόσο διαφορετικό από το Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι, γραμμένο πέντε χρόνια αργότερα) να διατηρήσει τον χρόνο του, τον χρόνο που ίσως αποτελεί την αξία της έκφρασής του. Αν έκανα λάθος, ζητώ συγνώμη από τον αναγνώστη για την απογοήτευσή του.

Ρώμη, Ιανουάριος 1946

Είκοσι πέντε χρόνια

Έχει περάσει πολύς χρόνος, από τα επτά χρόνια που χωρίζουν την περίοδο που γραφόταν αυτό το βιβλίο από εκείνη της πρώτης του κυκλοφορίας, μετά από τα "χρόνια των σφαγών και των συμφορών" που απέδειξαν στην πράξη τις μορφές και το θανατηφόρο βάρος των απάνθρωπων ειδώλων: άλλα δεκαοκτώ χρόνια, μια ολόκληρη γενιά. Και αυτή η κρίση, όπου ο ποιητικός λόγος γινόταν αντικειμενικός - μετά την πιο ακραία εκδήλωσή της, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εμφάνιση της νέας ατομικής διάστασης που αντικατέστησε τον κόσμο της ανθρωποκτονίας με αυτόν της αυτοκτονίας, της συλλογικής και ολοκληρωτικής συνάμα - συνέχισε να αναπτύσσεται και να περιθωριοποιείται εναλλάξ, να κλείνει και μετά πάλι να ανοίγει, ακολουθώντας τις αλλαγές του ουρανού του χρόνου και μέσα στην ιδιωτική σφαίρα των ανθρώπων, υπό το φως της ελπίδας.  Αυτό που έγραψα τότε, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, γεννήθηκε μεσ' το κατεπείγον του χρόνου, αλλά δεν τελείωσε με αυτόν τον χρόνο· και ίσως να φαίνεται σήμερα πιο σαφές και ξεκάθαρο από τότε: με περισσότερη επικαιρότητα, λιγότερη πρόγνωση. Τα άλλα βιβλία που έχω γράψει από τότε και που θα γράψω είναι απόρροια αυτού που περιέχεται σε αυτό το σύντομο ποίημα: αλλά ισχύει ακόμη περισσότερο με τα γεγονότα και τις σκέψεις που διατρέχουν τον κόσμο: μπροστά σε νέες τρόμους και αλλοτριώσεις, ένα νέο θάρρος και μία νέα ελευθερία. Εάν, επειδή μου ζητήθηκε από τους νέους, ξαναδημοσιεύω σήμερα αυτό το βιβλίο (με την προσθήκη ενός κειμένου που το προέκτεινε, Ο φόβος της ζωγραφικής, του 1942), δεν το κάνω για να γυρίσουμε στα περασμένα, αλλά για να παράγουμε έργο τώρα, στην παρούσα πραγματικότητα. Και το αφιερώνω στους νέους που το αναζητούν και το κατανοούν, για το μέλλον τους απαλλαγμένο από το φόβο..

Κάρλο Λέβι

Μτφ. Σ.Σ.
Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ