Η Φαίδρα δεν έχει ενοχές. Στον αντίποδα της ηρωίδας του αρχαίου μύθου και των κλασικών μεταγραφών της και εμπνευσμένη από την ερωτική ηρωίδα της Τσβετάγεβα, η σύγχρονη Φαίδρα της Αμάντας Μιχαλοπούλου ζωντανεύει στην παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού στη Μικρή Επίδαυρο, στις 30 και 31 Ιουλίου.
Μια συγγραφέας και ένας σκηνοθέτης κλήθηκαν να συνεργαστούν σε μια σύγχρονη ανάγνωση του έργου, αποφεύγοντας το στερεότυπο του αταίριαστου έρωτα που ακολουθεί τον μύθο της Φαίδρας από την αρχαιότητα ως σήμερα.
«Μιλήσαμε με την Αμάντα και είχαμε μια καλή συνεργασία, ανοιχτή, κάναμε αλλαγές έτσι ώστε να είμαστε ασφαλείς και οι δύο απέναντι στο κείμενο και στην παράσταση και με εξέπληξε γιατί, προς τιμήν της, ήταν πολύ θετική και συζητήσιμη, και έτσι πάμε μέχρι το τέλος. Ως συγγραφέας μού άφησε την ελευθερία να κάνω τις αλλαγές που κάνουν το έργο από σκηνής άρτιο και ελκυστικό, γιατί αυτό θέλουμε, να συνδεθεί η ιστορία που αφηγούμαστε με το κοινό. Η δική μου δυσκολία ήταν ότι το έργο δεν είχε παρασταθεί ξανά, έπρεπε να δουλέψω έτσι ώστε, όταν το παίρνουν στο στόμα τους οι ηθοποιοί, να γίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι στο χαρτί», λέει ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός.
«Ο Ιππόλυτος μου ταιριάζει. Δεν μου αρέσουν οι ώριμοι άντρες, Ληώνη. Η πλήξη τους, η πικρία τους. Οι τρίχες στο στήθος τους ασπρίζουν σαν τις τρίχες των γέρικων σκύλων. Οι κοιλιές τους νερουλιάζουν σαν ωμή πατάτα που την έχεις αφήσει στο νερό και κιτρινίζει» λέει η Φαίδρα μια καλοκαιρινή μέρα με καύσωνα, σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, ενώ γύρω της ακούγονται τα τζιτζίκια. Έτσι αρχίζει αυτή η ιστορία.
Στη νέα αυτή εκδοχή του μύθου, η Φαίδρα δεν πεθαίνει αλλά αντιμετωπίζει τον ερωτισμό ως κάλεσμα ζωής, έτοιμη να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της ακολουθώντας το πάθος ως υπόσχεση ζωτικότητας. Και, εμπνευσμένη, αναλαμβάνει την ευθύνη της επιθυμίας της και έρχεται αντιμέτωπη με τη φωτιά – φωτιά καταστροφής και αναγέννησης.
«Η Φαίδρα που ανεβάζουμε δεν έχει καμία σχέση με τη γυναίκα που βλέπουμε στον Ευριπίδη. Είναι μια γυναίκα πενήντα δύο χρονών, που έχει μια κανονική ζωή, έχει παιδιά, και μια μέρα της συμβαίνει αυτός ο έρωτας. Δεν είναι παραιτημένη, είναι μια γυναίκα μέσα στη ζωή, ο έρωτας δεν είναι δεκανίκι μιας κυρίας με πέρλες και πι.
Γιατί μια γυναίκα πενήντα δύο χρονών σήμερα είναι νέα, έχει δικαίωμα και στη δουλειά και στη ζωή και στον έρωτα, και το διεκδικεί. Δεν είναι η γυναίκα που ο έρωτας της δίνει ζωή, έχει ζωή. Κι αυτό που της συμβαίνει είναι πολύ “κανονικό”. Έτσι τη διάβασα εγώ τη Φαίδρα, δεν είναι μια μοιραία γυναίκα που οι άντρες πέφτουν στα πόδια της.
Θα μπορούσε να έχει ερωτευτεί οποιονδήποτε άντρα, είτε είκοσι πέντε είτε σαράντα πέντε χρονών, η ηλικία του δεν έχει σημασία. Δεν είναι μια παράφορη πενηντάρα που πιάστηκε από έναν νέο άντρα. Μπορεί να ερωτευτεί και της αξίζει, είναι μια γυναίκα του σήμερα και σήμερα οι άνθρωποι αλλάζουν ή γερνάνε πολύ πιο αργά, δεν αλλάζουν ρούχα.
Αλλά και ο Ιππόλυτος στο έργο της Αμάντας Μιχαλοπούλου διαπραγματεύεται τον έρωτα. Ούτε αυτός έχει σχέση με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, που έχει πει «όχι» κατηγορηματικά. Δεν τον προσβάλλει η προτίμηση της Φαίδρας, δεν το θεωρεί απίθανο ούτε το βλέπει αταίριαστο, ο έρωτας αυτός του δημιουργεί μεγάλα διλήμματα, μια τρικυμία. Οπότε έχουμε ένα έργο με σημερινούς ανθρώπους και σύγχρονα κλειδιά για τα ζητήματα του “αταίριαστου έρωτα”, όχι του παρελθόντος.
Ο Ιππόλυτος δεν είναι το απόλυτο αρσενικό με το υπέροχο σώμα, που οι γυναίκες πέφτουν ξερές. Ήθελα να βρεθούν στη σκηνή δυο άνθρωποι και να δούμε αν μπορεί να υπάρξει κι αλλού το παιχνίδι, στις σκέψεις και στα λόγια τους» σημειώνει ο Καλαβριανός για τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας.
«Η Φαίδρα καίγεται», ο τίτλος του έργου, δίνει και το τέλος του. Η Φαίδρα βάζει φωτιά στα πάντα, αφού αποκαλύψει τον έρωτά της, αλλά ο Ιππόλυτος πέφτει στη φωτιά για να τη σώσει, μια γυναίκα με την οποία τον συνδέει ένας φαινομενικά «αταίριαστος έρωτας». «Όταν μιλάμε για τους αταίριαστους έρωτες, δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό και να σκεφτώ “ποιοι είναι οι ταιριαστοί έρωτες;”, γιατί όλοι αταίριαστοι είμαστε μέχρι να βρεθούμε σε έναν ενδιάμεσο χώρο και να συναντήσουμε τον άλλον. Γιατί δεν έχουμε μόνο έρωτες με διαφορά ηλικίας αλλά και έρωτες με διαφορά μόρφωσης, κοινωνικής κατάστασης ή τάξης, οτιδήποτε» λέει ο Γιάννης Καλαβριανός.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην εποχή μας, όλο το έργο συμβαίνει σε μια ημέρα, την ημέρα των γενεθλίων της Φαίδρας, οπότε γίνεται και ένα παιχνίδι μεγάλο ανάμεσα στο ναι και το όχι. Για τον Γιάννη Καλαβριανό η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να μπορέσει να καταλάβει στην αρχή τι θέλει να πει η Αμάντα, να δει τη μεγάλη εικόνα, γιατί όταν γράφει ο ίδιος, η μισή σκηνοθεσία είναι στο χαρτί.
«Ήθελα να δω τη θέση της απέναντι σε αυτό που συμβαίνει. Σε επίπεδο ηθοποιών, το πιο δύσκολο ήταν να ξεντραπώ την Άννα Μάσχα, που ήταν από τα φοιτητικά μου είδωλα ‒ παίρναμε το τρένο από τη Θεσσαλονίκη για να τη δούμε στο Αμόρε. Η συνάντησή μας μου δίνει μεγάλη χαρά, γιατί εγώ, όταν κάνω την επιλογή των ηθοποιών, έχω στον νου μου τι ταιριάζει, την ομάδα, δεν γίνεται να μην ταιριάζει κάποιος με αυτήν, κι ας είναι ο καλύτερος του κόσμου. Ωστόσο, ως μεγάλος θαυμαστής της έπρεπε να σταματήσω να θεωρώ όσα κάνει τέλεια και να μπορέσω να σταθούμε ισότιμα, για να έχουμε το αποτέλεσμα που επιθυμούμε. Γιατί αν δεν συμβεί αυτό, υπάρχουν περίεργα κενά. Έπρεπε, λοιπόν, να κερδηθεί αυτή η αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που συνεργάζονται.
Με έχει απασχολήσει πολύ και το περιβάλλον της Φαίδρας. Η Αμάντα “αντικαθιστά” την Τροφό που υπάρχει στον Ευριπίδη με μια φίλη της, τη Λιώνη, που έχει δυο κόρες και είναι επίσης μια γυναίκα σύγχρονη. Μου αρέσει πολύ αυτός ο ρόλος που δείχνει μια άλλη όψη, μια γυναίκα που θέλει κάτι να της συμβεί, αλλά φοβάται πολύ, και στο τέλος βλέπουμε αυτόν τον χαρακτήρα να ξεσπάει και να φεύγει από τον κανόνα της “τακτοποίησης”. Με τις κόρες της αποτελούν ένα σύνολο γυναικών που έχουν μια μεταξύ τους αυτόνομη σχέση και μέσα από την ιστορία της Φαίδρας παρακολουθούμε και τη δική τους ενηλικίωση, μέσω της κατανόησης αυτού του έρωτα που βλέπουν να συμβαίνει μπροστά τους».
«Ο Ιππόλυτος μου ταιριάζει. Δεν μου αρέσουν οι ώριμοι άντρες, Ληώνη. Η πλήξη τους, η πικρία τους. Οι τρίχες στο στήθος τους ασπρίζουν σαν τις τρίχες των γέρικων σκύλων. Οι κοιλιές τους νερουλιάζουν σαν ωμή πατάτα που την έχεις αφήσει στο νερό και κιτρινίζει» λέει η Φαίδρα μια καλοκαιρινή μέρα με καύσωνα, σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, ενώ γύρω της ακούγονται τα τζιτζίκια. Έτσι αρχίζει αυτή η ιστορία.
«Η Φαίδρα Καίγεται» της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Σύνθεση μουσικής: Δήμητρα Τρυπάνη
Επιμέλεια κίνησης: Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Τραγούδι: Γιώργος Γλάστρας
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξία Μπεζίκη
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια
Παίζουν: Άννα Μάσχα (Φαίδρα), Νίκος Λεκάκης (Ιππόλυτος), Μαρία Κοσκινά (Ληώνη), Μαρία Μοσχούρη (Αφροδίτη), Ειρήνη Ιωάννου-Παπανεοφύτου (Άρτεμη)
Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
30 & 31/7
Ώρα έναρξης: 21:30