Η Έρικα στη Δασκάλα του Πιάνου του Μίκαελ Χάνεκε. Η Μισέλ στο Elle του Πολ Βερχόφεν. Η Ζαν στην Τελετή του Κλοντ Σαμπρόλ. Η κόρη του ηλικιωμένου ζευγαριού του Amour. Γυναίκες αγέλαστες, παγωμένες, συχνά συντετριμμένες.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει υποδυθεί αξέχαστους γυναικείους ρόλους στο σινεμά. Με μια καριέρα που μετρά σχεδόν 50 χρόνια, έχει χαρακτηριστεί ως ίσως «η καλύτερη εν ζωή γυναίκα ηθοποιός». Ταυτόχρονα η παρουσία της στο θέατρο ελίσσεται μέσα από προσεκτικές επιλογές του διεθνούς ρεπερτορίου (από Ίψεν, Ζαν Ζενέ και Βιρτζίνια Γουλφ μέχρι Σάρα Κέιν, Γιασμίνα Ρεζά και Φλοριάν Ζελέρ) – σίγουρα πιο προσεκτικές, σε σχέση με το σινεμά, όπου παίζει και εκτίθεται πολύ, περισσότερο ίσως από όσο θα άρμοζε στο ασυναγώνιστο ταλέντο της.
Η άφιξή της για πέμπτη φορά στην Αθήνα είναι ένα από τα κορυφαία θεατρικά γεγονότα της σεζόν (η πιο πρόσφατη εμφάνισή της ήταν το 2016, πάλι στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, με την παράσταση Phaedra(s) του Κριστόφ Βαρλικόφσκι, ενώ παλαιότερα είχε εμφανιστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2014 στις Ψευδοεξομολογήσεις του Μαριβό, το 2010 στο Ένα Λεωφορείο, βασισμένο στο Λεωφορείο ο Πόθος, πάλι σε σκηνοθεσία Βαρλικόφσκι, και το 2007 στο Κουαρτέτο του Χάινερ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον).
Οι θεατρόφιλοι τη λατρεύουν, κι αυτήν τη φορά θα έχουν την ευκαιρία να τη δουν να αναμετράται ξανά με τον Τενεσί Ουίλιαμς, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες ενός από τους κορυφαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, του επίσης αγαπημένου του ελληνικού κοινού Ίβο Βαν Χόβε.
Με κολακεύει πολύ αυτός ο τίτλος, είναι τεράστια αναγνώριση για τη δουλειά μου, αλλά και τι να κάνεις; Να σταματήσεις τα πάντα και να το σκέφτεσαι; Όχι, προχωράς μπροστά και προσπαθείς να βρεις όσο περισσότερη ευχαρίστηση μπορείς στους ρόλους, στο να γνωρίζεις ενδιαφέροντες ανθρώπους, όπως ο Ίβο. Η πραγματικότητα όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, η ζωή ενός ηθοποιού, είναι πολύ διαφορετική από αυτό που νομίζετε.
Η φωνή της στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, σε ένα Παρίσι που, όπως μου αναφέρει, επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα, είναι τόσο χαρακτηριστικά γνώριμη που μου προκαλεί ρίγη. Ο Γυάλινος Κόσμος, το πιο προσωπικό, σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο του Ουίλιαμς, στη βερσιόν του Βαν Χόβε, μεταφρασμένος στα γαλλικά, έκανε πρεμιέρα στο παρισινό θέατρο Odéon λίγο πριν από την έκρηξη της πανδημίας και το πρώτο lockdown, και επανήλθε τον πρόσφατο Μάιο για δύο εβδομάδες – πρόκειται να επιστρέψουν και του χρόνου. Θα είναι η πρώτη φορά που θα το ανεβάσουν από τότε.
«Έχω μακρά συνεργασία με τους πολιτιστικούς θεσμούς στην Αθήνα και χαίρομαι πολύ κάθε φορά που έρχομαι. Η υποδοχή που μου επιφυλάσσει το κοινό είναι πάντα φανταστική» ξεκινά να μου λέει η Ιπέρ.
«Η πρώτη μου επαφή με τον Γυάλινο Κόσμο γίνεται μέσα από την οπτική του Ίβο Βαν Χόβε. Θέλαμε να συνεργαστούμε εδώ και πολύ καιρό. Είναι η δεύτερη εμπειρία μου με τον Τενεσί μετά το Ένα Λεωφορείο. Είναι απίστευτος ο κόσμος του. Έχει την ικανότητα να αναμειγνύει τον ρεαλισμό, την ποίηση, το πρόσκαιρο της ύπαρξης, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, όπως κανένας άλλος. Είναι θαυμάσιο αυτό το έργο».
Στον Γυάλινο Κόσμο τα πρόσωπα με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο είναι τραυματισμένα και τρωτά και δεν ζουν στο παρόν, στο τώρα, βρίσκονται μονίμως σε μια ψευδαίσθηση. Η ματαίωση τους έχει καταβάλει.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ επιβεβαιώνει: «Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να αποφύγουν όσο μπορούν την απελπισία του παρόντος. Η μάνα ζει μέσα από τις αναμνήσεις μιας ειδυλλιακής ζωής με τον άντρα της, πριν τους εγκαταλείψει, όταν όλα ήταν καλύτερα. Ο γιος οραματίζεται μια διαφορετική ζωή, ενώ η κόρη είναι βυθισμένη σε έναν εντελώς φανταστικό κόσμο, με τα γυάλινα ζωάκια της. Άρα, παρελθόν για τη μάνα, μια κατασκευή του παρόντος για την κόρη και μέλλον για τον γιο. Οι τρεις τους αρνούνται να αντιμετωπίσουν με κάθε τρόπο τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Το υπέροχο, βέβαια, με τον Τενεσί Ουίλιαμς είναι πως, ακόμα κι αν οι εικόνες του κινούνται σε συγκεκριμένο κοινωνιολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο, σε συγκεκριμένη εποχή, στην προκειμένη στα ‘30s του αμερικανικού Νότου, είναι εντελώς οικουμενικές και όλοι μπορούμε να συνδεθούμε με αυτές».
Η Αμάντα Γουίνγκφιλντ, η μάνα της οικογένειας, είναι από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες της αμερικανικής δραματουργίας. «Γι’ αυτήν, ο Νότος ήταν ένας τρόπος ζωής, ένα μέρος όπου ήξερες πώς να φέρεσαι, πώς να δείχνεις πολιτισμένος», όπως έχει σχολιάσει σχετικά ο Βαν Χόβε.
Κορυφαίες ξένες και Ελληνίδες ηθοποιοί έχουν αναμετρηθεί μαζί της, και από το 1944 που έκανε πρεμιέρα το έργο μέχρι σήμερα έχουμε δει πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις στον χαρακτήρα. Κάποιες πιο «υστερικές», μερικές σχεδόν γκροτέσκες, άλλες πιο ήσυχες, με σιωπηλή, εσωτερική θλίψη. «Στις συζητήσεις μου με την Ιζαμπέλ, της μιλούσα πάντα για την Αμάντα ως μια γυναίκα με τεράστιες αντοχές. Ξανασηκώνεται πάντα, ακόμα και μετά το νοκ άουτ. Είναι ένας φοίνικας που αναγεννιέται από τις στάχτες του» έχει δηλώσει ο Βαν Χόβε σε συνέντευξή του.
Η Ιπέρ τελικά πώς την προσέγγισε; Προσπάθησε άραγε να την καταλάβει; Ή ακόμα και να την αγαπήσει; «Νομίζω πως η δική μου Αμάντα έχει λίγο από όλα αυτά που αναφέρετε. Δεν θεωρώ ότι είναι συμπαθής. Είναι όμως εμβληματική, όπως λέτε. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στην κόρη της, στο όνομα της αγάπης για τα παιδιά της, είναι προβληματικός. Η ίδια είναι νάρκισσος, είναι μονίμως στα όρια, δεν ξέρω σε σχέση με τι, αλλά συνεχώς στα όρια. Όμως υποφέρει. Είναι το τέλειο μείγμα σκληρού και ταυτόχρονα ευάλωτου ανθρώπου. Σίγουρα είναι πολύ έντονη, εγωκεντρική. Είναι παράξενο γιατί επαναλαμβάνει συνεχώς την αγάπη της για τα παιδιά της και ταυτόχρονα όλα περιστρέφονται γύρω από την ίδια. Έχει τρέλα με την κοινωνική αναγνώριση. Όταν καταφθάνει στο σπίτι ο τέταρτος χαρακτήρας, ο Τζιμ, που τον βλέπουν ως πιθανό γαμπρό για την κόρη, γίνεται γελοία. Είναι συνεχώς γελοία, αλλά και τρυφερή, σκληρή και συγκινητική, είναι αυτό που είναι και ταυτόχρονα το αντίθετο αυτού που είναι. Τόσο ωραίο!».
Ο Βαν Χόβε αγαπά το αμερικανικό ρεπερτόριο, έχοντας ανεβάσει έργα των Ευγένιου Ο’ Νιλ, Άρθουρ Μίλερ και Τόνι Κούσνερ, ακόμα και μια θεατρική διασκευή στη Λίγη Ζωή της Χάνια Γιαναγκιχάρα. Είναι γεγονός πως οι αρχικές οδηγίες του Τενεσί Ουίλιαμς αφήνουν μεγάλες ελευθερίες στους υποψήφιους σκηνοθέτες κι εκείνος επέλεξε τον μαύρο ηθοποιό Σιρίλ Γκιεΐ για τον ρόλο του καθολικού Ιρλανδού Τζιμ, του «ρεαλιστικού» επισκέπτη που εισβάλλει στην οικογενειακή εστία, διακόπτοντας τις φαντασιώσεις των άλλων τριών χαρακτήρων και πυροδοτώντας την έκρηξη και τελικά την κατάρρευση.
Η επιλογή αυτή, φέρνοντας κατ’ ουσία το έργο από τη δεκαετία του ’30 στο σήμερα, θα μπορούσε να ενταχθεί στη μεγάλη συζήτηση για το θέμα του «color blind casting» (κάστινγκ πέρα από το χρώμα, όρος αμφιλεγόμενος από μόνος του). Όπως έχει σχολιάσει η Brandi Wilkins Catanese, καθηγήτρια Αφροαμερικανικών Σπουδών, Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών στο Μπέρκλεϊ, στο βιβλίο της The Problem of the Color[blind]: Racial Transgression and the Politics of Black Performance (2011), η διανομή σε μη λευκούς ηθοποιούς ρόλων που δεν γράφτηκαν εξαρχής γι’ αυτούς οδηγεί αναπόφευκτα το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κοινό, που έχει σημαδευτεί από την αποικιοκρατία, να «βλέπει» το φυλετικό ζήτημα μέσα σε αυτές τις ενσαρκώσεις.
«Η παράσταση εκτυλίσσεται στο σήμερα, πράγμα που κάνει το κείμενο να ακούγεται ακόμα πιο ντροπιαστικό» εξηγεί η Ιπέρ. «Όταν η Αμάντα μιλά για τον τρόπο που μεγάλωσε στον Νότο, μέσα στην πολυτέλεια, με σερβιτόρους να βρίσκονται μονίμως γύρω της, φαίνεται ακόμα πιο έντονα η δύναμη και η διαχρονικότητα του κειμένου».
Επιχειρώντας μια σύνδεση μεταξύ των πιο χαρακτηριστικών της ρόλων, τη ρωτώ γιατί αγαπά αυτές τις ψυχρές, αγέρωχες γυναικείες παρουσίες, που ταυτόχρονα είναι τόσο ευάλωτες, κι εκείνη απαντά ότι δεν επιλέγει τους ρόλους βασιζόμενη σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που μπορεί να την ενθουσιάζει. «Όταν βλέπω τη δυναμική ενός ρόλου, εκτυλίσσεται μια υποσυνείδητη, ενστικτώδης διαδικασία, όχι τόσο ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Νομίζω πως μόνο στο τέλος καταλαβαίνω τι έχω κάνει. Είμαι όμως σίγουρη για ένα πράγμα, ακόμα κι αν δεν το γνωρίζω αρχικά: όλες αυτές οι γυναίκες δεν είναι θύματα. Υποφέρουν, βιώνουν τη βία, την οργή, αλλά δεν θυματοποιούνται ποτέ».
Πιο πρόσφατα, στην Ελλάδα, την είδαμε να πρωταγωνιστεί στην κωμωδία Mama Weed –κάθε φορά που υποδύεται έναν κωμικό ρόλο, επιλογή που φαντάζει τόσο κόντρα στη «μεγάλη εικόνα» που έχει πλάσει, είναι επίσης εξαιρετική. «Κι όμως, έχω κάνει αρκετή κωμωδία τα τελευταία χρόνια, λιγότερη βέβαια από ό,τι οι δραματικοί μου ρόλοι, που ίσως είναι πιο σημαντικοί. Δεν έχω κόλλημα με το να κατατάσσω τους ρόλους ανάλογα με το είδος των ταινιών ή των παραστάσεων. Ακόμα και ο Γυάλινος Κόσμος, που είναι δράμα, είναι τόσο αστείος σε σημεία. Δεν με αφορά αυτή η διάκριση. Με νοιάζει να κάνω καλές ταινίες».
Στο σημείο αυτό, της υπενθυμίζω τη σπαρταριστή της εμφάνιση στην υπέροχη σειρά του France 2 (και πλέον του Netflix) Dix Pour Cent (Call My Agent), όπου σε κάθε επεισόδιο ένας διάσημος guest ηθοποιός ή σκηνοθέτης υποδύεται κατ’ ουσίαν τον εαυτό του.
Η ίδια, βέβαια, διευκρινίζει ότι έπλασε μια σαρκαστική καρικατούρα του εαυτού της, βασισμένη στην εικόνα της εργασιομανίας που έχει το κοινό γι’ αυτή, μιας γυναίκας παθιασμένης με τη δουλειά της: «Η ελευθερία που περιλαμβάνει η δημιουργία μιας καρικατούρας στο τέλος σε οδηγεί σχεδόν να έχεις φτιάξει έναν νέο χαρακτήρα. Η ιδέα που είχαν οι σεναριογράφοι της σειράς είναι οι καλεσμένοι να δουλέψουν πάνω στην εικόνα και τις προσδοκίες που έχει το κοινό για αυτούς. Εξ ορισμού η εικόνα αυτή δεν είναι αληθινή. Μου άρεσε πάρα πολύ που την έσπρωξα στα άκρα. Δεν ξέρω αν νομίζουν ότι είμαι εργασιομανής, πάντως θεωρούν ότι κάνω πολλά».
Τη ρωτώ ποια εσωτερική ανάγκη καλύπτει με το να δουλεύει τόσο πολύ και να κάνει τόσα πράγματα ταυτόχρονα, και μάλιστα σε δύο γλώσσες, σε Ευρώπη και Αμερική (σ.σ. την τελευταία δεκαετία παίζει ανελλιπώς σε τρεις, τέσσερις, ακόμα και πέντε ταινίες κάθε χρόνο!). «Δεν νιώθω ότι δουλεύω. Κάνω πολλά, αλλά δεν είναι δουλειά αυτό για μένα. Η δουλειά περιλαμβάνει την έννοια της προσπάθειας, εγώ δεν βλέπω τη ζωή μου σαν δουλειά σε εξέλιξη. Σχεδόν δεν το συνειδητοποιώ καν όταν παίζω, άρα δεν είναι δουλειά. Πολλοί παράγοντες συντρέχουν για να πω “ναι” σε έναν ρόλο. Κυρίως ο σκηνοθέτης. Ο κινηματογράφος έχει να κάνει με τον τρόπο που σε βλέπουν, και αυτό ξεκινά από τον σκηνοθέτη».
Σε μια σκηνή του Call My Agent, εντωμεταξύ, προβάρει τα λόγια της για τον Άμλετ, όπου υποτίθεται πως θα υποδυθεί τον ίδιο τον καταραμένο ήρωα του Σαίξπηρ. Είναι κάτι που θα ήθελε όντως να επιχειρήσει; «Νομίζω ότι θα το κάνω κάποια στιγμή!».
Λίγο πριν κλείσουμε, φέρνω τη συζήτηση στο θέμα της ματαιοδοξίας του ηθοποιού, πόσο μάλλον της σπουδαιότερης ηθοποιού στον κόσμο. «Είναι τόσο υποκειμενικός αυτός ο χαρακτηρισμός! Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε με τη “ματαιοδοξία”. Ικανοποίηση; Δεν έχω απάντηση». «Αλλά ακούγεστε τόσο κουλ!» της αντιτείνω. «Μα τι άλλο θα μπορούσα να είμαι; Με κολακεύει πολύ αυτός ο τίτλος, είναι τεράστια αναγνώριση για τη δουλειά μου, αλλά και τι να κάνεις; Να σταματήσεις τα πάντα και να το σκέφτεσαι; Όχι, προχωράς μπροστά και προσπαθείς να βρεις όση περισσότερη ευχαρίστηση μπορείς στους ρόλους, στο να γνωρίζεις ενδιαφέροντες ανθρώπους, όπως ο Ίβο. Η πραγματικότητα όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, η ζωή ενός ηθοποιού, είναι πολύ διαφορετική από αυτό που νομίζετε».
«Ο Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς
Σκηνοθεσία: Ίβο Βαν Χόβε
Μετάφραση στα γαλλικά: Ιζαμπέλ Φραμσόν
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ζιστίν Μπασλέ, Σιρίλ Γκιεΐ, Αντουάν Ρενάρτς
Παραγωγή: Odéon-Théâtre de l'Europe
Συμπαραγωγή: La Comédie de Clermont-Ferrand Scène Nationale, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Designel (Αμβέρσα), Barbican (Λονδίνο)
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Κεντρική Σκηνή
Σάβ. 13/11, 14:30 & 20:30, Κυρ. 14/11, 20:30
Έναρξη προπώλησης Φίλων της Στέγης: Πέμ. 21/10, 17:00
Έναρξη προπώλησης Γενικού Κοινού: Σάβ. 23/10, 17:00
Θερμές ευχαριστίες στη συνάδελφο Μαρία Δρουκοπούλου για τη βοήθειά της κατά την προετοιμασία της συνέντευξης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.