Αιωνίως προσπαθούμε να φτάσουμε το φως.
Το φως που πάλλεται γύρω μας αλλά και το φως που κρύβεται μέσα μας δεν έπαψε ποτέ να μας μαγνητίζει – ακόμη κι όταν μας τύφλωνε, όπως τον Οιδίποδα, ή μας γκρέμιζε στο κενό, με τα φτερά λιωμένα, όπως τον Ίκαρο. Τα μαύρα ανθρωπάκια του Δημήτρη Παπαϊωάννου, με τα ψιλόλιγνα σώματα και τα κεφαλάκια-πινέζες, δεν αποτελούν εξαίρεση∙ κι ας μην αγωνιούν για ένα ουράνιο σώμα, αλλά για μια κοινή λάμπα νέον, που τσιτσιρίζει ανένδοτη στο ψηλότερο σημείο ενός λευκού τοίχου.
Συγχέοντας το τεχνητό με το φυσικό φως, όπως τα χιλιάδες νυκτόβια έντομα του πλανήτη που πεθαίνουν παραπλανημένα κάθε βράδυ, τα λεπτά μαύρα ανθρωπάκια εισβάλλουν στη σκηνή πασχίζοντας ν’ αγγίξουν το δικό τους «φεγγάρι»: φέρνουν σκάλες, ανεβοκατεβαίνουν, συνωστίζονται, πέφτουν, ξαναπέφτουν, κάνουν το παν για να χωρέσουν εκεί όπου δεν χωράνε, μοιραία γοητευμένα από μια ψεύτικη λάμψη, από έναν φτηνιάρικο λαμπτήρα, που ούτε τη δουλειά του δεν κάνει καλά καλά...
Οι κοφτές, σπασμωδικές κινήσεις τους στην υπηρεσία μιας παράλογης συνθήκης (μα να ανέβουν όλα μαζί σε μία σκάλα, δε βλέπουν ότι δεν χωράνε;) προκαλούν το γέλιο μας. Το γέλιο, που χαλαρώνει τις αρθρώσεις και τις κλειδώσεις, αίρει την ακαμψία, «ανοίγει» το σώμα, κλυδωνίζει τον νου, μάς καθιστά έτοιμους για όλα, πρόθυμους να διασχίσουμε τον χωροχρόνο, να βρεθούμε σε μέρη που δεν θα τολμούσαμε αλλιώς να πάμε. Τα ζαβά ανθρωπάκια με τη βουερή πολυπραγμοσύνη τους φέρουν εις πέρας την ανορθόδοξη τελετή που προηγείται της Καθόδου μας στον λαβύρινθο. Γιατί, κάτω από τα τεχνητά φώτα και τον συνωστισμό των εντόμων, υπάρχει πάντα ο κόσμος του Μύθου και του ονείρου...
Ο Παπαϊωάννου γίνεται Αριάδνη και μας χαρίζει τον μίτο του. Έναν μίτο, τον οποίο καθένας μας καλείται να ξετυλίξει στον δικό του χρόνο και με το δικό του βλέμμα. Δεν υπάρχει μία, «σωστή», πορεία περιήγησης, δεν υπάρχει μία ιστορία αλλά πολλές.
Ο Παπαϊωάννου γίνεται Αριάδνη και μας χαρίζει τον μίτο του. Έναν μίτο, τον οποίο καθένας μας καλείται να ξετυλίξει στον δικό του χρόνο και με το δικό του βλέμμα. Δεν υπάρχει μία, «σωστή», πορεία περιήγησης, δεν υπάρχει μία ιστορία αλλά πολλές.
Ο άσπρος τοίχος λούζεται τώρα σε γαλάζιο φως, το ίδιο γαλάζιο που συναντάμε στο φόντο της περίφημης μινωϊκής Τοιχογραφίας των Ταυροκαθαψίων. Στη σκηνή εμφανίζεται ξάφνου μια ομάδα νεαρών ανδρών, οι οποίοι προσπαθούν να καθυποτάξουν έναν ταύρο. Το ζώο αντιστέκεται, περιστρέφεται και κλωτσάει, μέχρις ότου αποφασίσει να παραδοθεί στη γοητεία ενός εκ των εφήβων και να γίνει αρνάκι στα χέρια του.
Όσα ακολουθούν αντιστέκονται με τη σειρά τους σε κάθε εξημερωτική ερμηνεία: Ένα χέρι γίνεται μια γλώσσα. Ένα γυναικείο κεφάλι φυτρώνει πάνω σε ένα ανδρικό σώμα. Ξανά και ξανά, άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα ενώνονται για να συνθέσουν υβριδικά πλάσματα, και δεν υπάρχει όριο στον βαθμό και στην ποικιλία των μετασχηματισμών που μπορεί να υποστεί ένα σώμα, ένα τοπίο ή μία διάθεση.
Ένας αχινός γίνεται αιδοίο, μια γυναίκα γίνεται συντριβάνι, το στέρεο πάτωμα γίνεται υγρό, το κωμικό στοιχείο εισρέει στο λυρικό. Όλα είναι μεικτά, ρευστά, υπό κατασκευή ή υπό αποδόμηση, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει αν θα ξυπνήσει με την ίδια μορφή που είχε χθες, αν θα έχει δύο ή τέσσερα πόδια, αν θα τον καταπιεί το κρεβάτι του ή αν θα συναντήσει έναν γοργόνο να χοροπηδάει σαν ελατήριο πάνω στην αστραφτερή ουρά του. Και αυτή η μεταμορφωτική παρόρμηση των πραγμάτων εκτονώνεται μαγικά μπροστά στα μάτια μας, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τις «ραφές», τα υπολείμματα, τις περιττές ουρές...
Ο Παπαϊωάννου δεν αναπαριστά τον μύθο του Μινώταυρου, ούτε καν σε μια «μοντέρνα» εκδοχή ∙ καθόλου δεν τον αφορά κάτι τέτοιο. Ερεθίζεται από τον συμβολικό του πυρήνα και χτίζει γύρω του συμπλέγματα που αλληλονοηματοδοτούνται σ’ ένα ανοιχτό κύκλωμα. Αρνείται τη γραμμική εξέλιξη, την κορύφωση, την τακτοποιημένη αφήγηση, τις ιεραρχικές σχέσεις. Προτιμά παιγνιώδεις σημειωτικές και πολλαπλές εισόδους που ξανακερδίζουν την ελευθερία του θεατή. Δεν αναζητά ρίζες αλλά φτιάχνει συνεχώς ριζώματα: με τις πέτρες, με το ξύλο, με τις αντανακλάσεις, με τα υγρά, με τα στερεά, ενώσεις απρόσμενες και αταξινόμητες που εκπορεύονται από το υπέδαφος των σωμάτων, από τον λαβύρινθο του ασύνειδου, εκεί όπου δεν υπάρχουν τεχνητοί φραγμοί και το σώμα συναντά άλλα σώματα, άλλες ύλες, έμψυχες και άψυχες, δημιουργώντας πρωτοφανέρωτα μορφώματα που αντιστέκονται σε κάθε εξουσία κανονικοποίησης.
Άνθρωπος και ταύρος: το χέρι του ενός γίνεται η γλώσσα του άλλου, τα κεφάλια και οι καμπύλες τους συγχωνεύονται. Είναι αδύνατο ν’ αποφανθούμε πότε και που, σε ποιο σημείο ακριβώς, ξεπερνιέται το σύνορο μεταξύ ζώου και ανθρώπου. Τα χέρια, οι οπλές, τα κέρατα, οι γλώσσες, συνθέτουν σταδιακά ένα νέο σώμα, το οποίο δεν μπορεί να υπαχθεί σε ένα προϋπάρχον, βολικό σημαίνον.
Γυναίκα και βρύση: η ελαφρώς σκυμμένη στάση του κορμιού της, το απαλό ροζ φόρεμά της, το νερό που χτυπά στα μεταλλικά τοιχώματα, οι σταγόνες που την πιτσιλάνε... Η ατέρμονη βραδύτητα της δράσης μοιάζει με ακινητοποιημένη αιωνιότητα: Πόσο διαρκεί αυτή η στιγμή όπου οι κόκκοι του δέρματος, το νερό, το μέταλλο και οι ήχοι συνθέτουν ένα συναρπαστικό συμβάν αξεχώριστο από τον χώρο, τον χρόνο, την ατμόσφαιρα;
Κανένα σχήμα, κανένα σώμα δεν είναι τελικό ή δεδομένο. Τα μέλη μπλέκονται δημιουργώντας δισυπόστατες και τρισυπόστατες μορφές ∙ πότε ροβολάνε στη σκηνή σαν τα αριστοφανικά πλάσματα του «Συμποσίου», πότε γίνονται Σφίγγες, πότε χοροπηδούν πάνω στην ουρά τους, πότε τσουλάνε πάνω σ’ ένα σκέιτ ή ισορροπούν παιχνιδιάρικα στην κόψη μιας τεράστιας «κοτρώνας».
Πόσα πόδια έχουμε; Πώς μάθαμε να περπατάμε; Πόσα χρόνια μας πήρε; Πόσους αιώνες; Περπατάμε καλύτερα μόνοι μας ή κολλημένοι με άλλα όντα; Ολόκληρη η γκάμα των πιθανοτήτων ξεδιπλώνεται συγκινητικά μπροστά μας... Άνθρωποι ποτέ κλεισμένοι στον εαυτό τους και ποτέ πεπερασμένοι, άνθρωποι που δοκιμάζουν, που αφήνονται ανεμπόδιστοι να ακολουθήσουν τις ροές, κατασκευάζοντας ένα σύμπαν όπου καταργείται η προαποφασισμένη ταξιθεσία των εννοιών και των ένσαρκων πραγματώσεών τους.
«Δεν ξέρουμε τίποτε για ένα σώμα, από τη στιγμή που δεν ξέρουμε για τι είναι ικανό», λέει ο Ντελέζ διαβάζοντας τον Σπινόζα. Και αυτό το διαισθανόμαστε με πρωτοφανή ένταση στον «Εγκάρσιο Προσανατολισμό» –είναι ένα από τα σπουδαία επιτεύγματα της παράστασης.
Από τη μία, η μάχη του ανθρώπου να υποτάξει την ύλη, να σπάσει την πέτρα, να αρδεύσει το χώμα, να ποτίσει το σώμα, να σμιλέψει Αφροδίτες, να ορθώσει ναούς. Από την άλλη, η επιθυμία του για ένωση – με τους ζωντανούς, με τους νεκρούς, με τα ζώα, με τα πράγματα, με τα στοιχεία της Φύσης, με το Φως. Το γίγνεσθαι-βρύση και το γίγνεσθαι-ταύρος... Μια αλυσίδα συγκινήσεων, με ταχύτητες και βραδύτητες, με προόδους κι οπισθοχωρήσεις, με τεθλασμένες κατευθύνσεις και μετασχηματισμούς που οδηγούν στην έξοδο από κάθε ήδη ταξινομημένο, ήδη αποτυπωμένο –και συνεπώς ήδη εξαντλημένο– σύστημα.
Ένα έντομο κοντύτερο από τα υπόλποιπα, ένα έντομο-παιδί, σταματάει μπροστά στον λευκό τοίχο και χτυπάει το κεφαλάκι του επανειλημμένα επάνω στη σκληρή επιφάνεια. Ο ήχος αναδύεται σπαρακτικός. Ένα έντομο-ενήλικας πλησιάζει, του δίνει το χέρι και το καλεί να τον ακολουθήσει. Εκείνο επιμένει, γκντουπ, γκντουπ, ώσπου κάποια στιγμή σταματά. Πιάνει το χέρι που του προσφέρεται ∙ ο ψηλός και ο κοντός, ο ενήλικας και το παιδί, αποχωρούν.
Πώς θα διασχίσουμε τον τοίχο;
Με κάθε είδους «γίγνεσθαι».
(Το πάτωμα τα καταπίνει όλα και χωρίζεται στα δύο...)
Εγκάρσιος Προσανατολισμός
Σύλληψη - σκηνοθεσία: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Με τους: Damiano Ottavio Bigi,Šuka Horn, Jan Möllmer, Breanna O'Mara, Τίνα Παπανικολάου, Łukasz Przytarski, Χρήστο Στρινόπουλο, Μιχάλη Θεοφάνους
Μουσική: Antonio Vivaldi
Σχεδιασμός Σκηνικού: Τίνα Τζόκα & Λουκάς Μπάκας
Σχεδιασμός Ηχητικού Περιβάλλοντος και Σύνθεση Ήχων: Coti K.
Σχεδιασμός Κοστουμιών: Άγγελος Μέντης
Συνεργάτης Σχεδιαστής Φωτισμού: Στέφανος Δρουσιώτης
Μουσική Επιμέλεια: Στέφανος Δρουσιώτης
Γλυπτική & Ειδικές Κατασκευές Σκηνικών Αντικειμένων: Νεκτάριος Διονυσάτος
Μηχανικές Εφευρέσεις: Δημήτρης Κορρές
Διεύθυνση-Εκτέλεση παραγωγής & Βοηθός Σκηνοθέτη: Τίνα Παπανικολάου
Βοηθοί Σκηνοθέτη & Διεύθυνση Προβών: Παυλίνα Ανδριοπούλου & Δρόσος Σκώτης
Βοηθός Σκηνογράφου: Τζέλα Χριστοπούλου
Βοηθός Σχεδιαστή Ηχητικού Περιβάλλοντος: Μάρθα Καπάζογλου
Βοηθός Ενδυματολόγου: Άελλα Τσιλικοπούλου
Βοηθός Ειδικών Κατασκευών Σκηνικών Αντικειμένων: Εύα Τσαμπάση
Φωτογράφιση – Κινηματογράφιση: Julian Mommert
Τεχνικός Διευθυντής: Μανώλης Βιτσαξάκης
Βοηθός Τεχνικού Διευθυντή: Μάριος Καραολής
Διευθυντής Σκηνής, Ηχολήπτης & Κατασκευή Σκηνικών Αντικειμένων: David Blouin
Διεύθυνση Φροντιστηρίου: Τζέλα Χριστοπούλου
Προγραμματισμός Φωτισμών: Στέφανος Δρουσιώτης
Κατασκευή Κοστουμιών: Λίτσα Μουμούρη, Έφη Καραντάσιου, Islam Kazi
Τεχνικοί Σκηνής: Κώστας Κακουλίδης, Ευγένιος Αναστόπουλος, Πάνος Κουτσουμάνης
Φωτιστικές Κατασκευές: Μίλτος Αθανασίου
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Κεντρική Σκηνή
22/12/2021-16/1/2022